Αναλύσεις

Όταν το διαδίκτυο γίνεται «πεδίο βίας» για τους εφήβους

Η νεανική ταυτότητα δοκιμάζεται στον ψηφιακό κόσμο

Η τεχνολογία και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν μεταμορφώσει τον τρόπο με τον οποίο επικοινωνούν, εκφράζονται και κοινωνικοποιούνται οι νέοι. Ωστόσο, αυτή η νέα πραγματικότητα συνοδεύεται και από προκλήσεις που αφορούν τη συμπεριφορά, τις αξίες και τα όρια που θέτει η κοινωνία.

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια αυξητική τάση φαινομένων παραβατικής συμπεριφοράς στους εφήβους, με τα κοινωνικά δίκτυα να παίζουν, σε πολλές περιπτώσεις, σημαντικό ρόλο. Από περιπτώσεις διαδικτυακού εκφοβισμού μέχρι τη δημοσίευση ή αναπαραγωγή βίαιου ή προκλητικού περιεχομένου, τα social media επηρεάζουν τις αποφάσεις και τη συμπεριφορά των νέων - άλλοτε ενισχύοντας την αυτοπεποίθηση και την κοινωνική τους παρουσία και άλλοτε ωθώντας τους σε πράξεις που ξεπερνούν τα όρια.

Αναζητώντας απαντήσεις, απευθυνθήκαμε σε ειδικούς ψυχικής υγείας, εκπροσώπους γονέων, εκπαιδευτικούς και αρμόδιους φορείς, για να φωτίσουμε τις αιτίες και να αναδείξουμε τις ευθύνες και τις προτάσεις αντιμετώπισης.

Στο πλαίσιο της έρευνάς μας, απευθυνθήκαμε στην Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας του Υπουργείου Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας:

Έχετε διαπιστώσει αύξηση φαινομένων βίας ή παραβατικότητας στους μαθητές που σχετίζονται με τη χρήση των κοινωνικών δικτύων;

Σε διεθνές επίπεδο, πρόσφατες μελέτες δείχνουν αυξανόμενη τάση φαινομένων διαδικτυακής βίας στους εφήβους. Σύμφωνα με τη μελέτη HBSC (WHO Europe, 2024), ο διαδικτυακός εκφοβισμός αυξήθηκε από 12% σε 15% στα αγόρια και από 13% σε 16% στα κορίτσια σε σύγκριση με το 2018, γεγονός που υποδηλώνει ενίσχυση της επιρροής των κοινωνικών μέσων στη σχολική επιθετικότητα.

Στην Κύπρο, έρευνες που διεξήχθησαν τα τελευταία χρόνια δείχνουν ότι το φαινόμενο είναι υπαρκτό και σημαντικό: σε μελέτη που δημοσιεύτηκε από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και το Πανεπιστήμιο Κύπρου, το 12,6% των μαθητών δήλωσαν ότι υπήρξαν θύματα διαδικτυακού εκφοβισμού, ενώ 7,6% αναφέρθηκαν ως θύτες. Αντίστοιχα ποσοστά καταγράφηκαν και σε προγενέστερες μελέτες.

Παρότι δεν έχει ακόμη καταγραφεί επισήμως αύξηση αυτών των φαινομένων στην Κύπρο, η διεθνής εμπειρία και οι υπάρχουσες ενδείξεις από τα περιστατικά που αντιμετωπίζουμε στην Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας καταδεικνύουν ότι ο ρόλος των κοινωνικών δικτύων στη διαμόρφωση βίαιης ή παραβατικής συμπεριφοράς είναι κρίσιμος και απαιτεί συστηματική παρακολούθηση και πρόληψη από το σχολείο, την οικογένεια και τους αρμόδιους φορείς.

Ποιες μορφές βίας ή παραβατικής συμπεριφοράς συναντώνται πιο συχνά (π.χ. διαδικτυακός εκφοβισμός, πρόκληση βίαιων πράξεων, εξευτελιστικά βίντεο κ.λπ);

Στην Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας παραπέμπονται περιστατικά από τα σχολεία μας, με την πιο συχνή μορφή βίας μεταξύ μαθητών να είναι ο σχολικός εκφοβισμός (σωματικός, λεκτικός, κοινωνικός), ενώ εντοπίζεται και το cyberbullying (12–13%), συχνά συνοδευόμενο από μορφές mobile harassment και περιστασιακά sextortion.

Πώς πιστεύετε ότι τα κοινωνικά μέσα επηρεάζουν τη συμπεριφορά των παιδιών και των εφήβων;

Έχουμε διαπιστώσει από τα περιστατικά μας ότι η επίδραση των κοινωνικών δικτύων στη συμπεριφορική ανάπτυξη παιδιών και εφήβων δεν είναι μονοδιάστατη· δρα ταυτόχρονα σε συναισθηματικό, κοινωνικό και γνωστικό επίπεδο, επηρεάζοντας τον τρόπο με τον οποίο οι νέοι προσλαμβάνουν τον εαυτό και τον κόσμο.

Αρχικά, τα κοινωνικά μέσα λειτουργούν ως εναλλακτικός χώρος κοινωνικοποίησης, όπου η διαμόρφωση ταυτότητας και η ανάγκη αποδοχής εντείνονται, αλλά δεν ρυθμίζονται από σταθερές κοινωνικές δομές (όπως σχολείο ή οικογένεια). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την υπερέκθεση των παιδιών σε μη φιλτραρισμένες συμπεριφορές, πρότυπα και ανταγωνιστικές συγκρίσεις.

Έχετε δει περιπτώσεις όπου τα social media χρησιμοποιήθηκαν ως μέσο πρόκλησης, επίδειξης ή αναπαραγωγής βίας;

Υπήρξαν και υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης χρησιμοποιούνται ως μέσο πρόκλησης, επίδειξης και αναπαραγωγής βίας. Οι δράσεις μας, ωστόσο, επικεντρώνονται περισσότερο στην εκπαίδευση, ευαισθητοποίηση και διαχείριση περιστατικών και όχι κατ’ ανάγκην στην καταγραφή αυτών των συμβάντων.

Ποιος είναι ο ρόλος των γονέων στη διαχείριση της ψηφιακής ζωής των παιδιών;

Ο ρόλος του γονέα στη σχέση του παιδιού με τα κοινωνικά δίκτυα και το διαδίκτυο γενικότερα είναι πολύ πιο σημαντικός απ’ όσο φαίνεται. Δεν αρκεί να θέτει κανείς κανόνες ή να απαγορεύει τη χρήση. Το πιο ουσιαστικό είναι να χτίζει μια σχέση εμπιστοσύνης με το παιδί, μέσα από την οποία εκείνο θα νιώθει ότι μπορεί να μιλήσει, να ρωτήσει και να μοιραστεί – ακόμα και όταν κάνει λάθη.

Για τα παιδιά και τους εφήβους, η διαδικτυακή τους παρουσία είναι πια μέρος της καθημερινότητάς τους, της εικόνας που χτίζουν για τον εαυτό τους και της κοινωνικής τους ζωής. Αν ο γονέας μένει εντελώς απ’ έξω από αυτόν τον κόσμο, τότε το παιδί μαθαίνει να τον αντιμετωπίζει σαν κάτι «ξεχωριστό» από τη ζωή του. Κι αυτό μπορεί να εγκυμονεί κινδύνους - γιατί όταν δεν υπάρχει διάλογος, δεν υπάρχει και στήριξη σε δύσκολες στιγμές.

Η παρουσία του γονέα δεν χρειάζεται να είναι ελεγκτική ή πιεστική. Το πιο σημαντικό είναι να δείχνει γνήσιο ενδιαφέρον: να ρωτά με ειλικρίνεια πώς περνά το παιδί στα social media, τι το δυσκολεύει, τι το κάνει να γελάει ή να θυμώνει. Έτσι, το παιδί νιώθει ότι ο γονέας δεν είναι απέναντί του, αλλά δίπλα του.

Έρευνες δείχνουν ότι τα παιδιά που μεγαλώνουν σε οικογένειες όπου υπάρχουν μεν όρια αλλά και διάλογος, αποδοχή και συναισθηματική σύνδεση, έχουν λιγότερες πιθανότητες να εμπλακούν σε προβληματικές ή επικίνδυνες συμπεριφορές στο διαδίκτυο. Ο γονέας που συμμετέχει με τρόπο ήρεμο και σταθερό βοηθά το παιδί να αναπτύξει κριτική σκέψη και υπευθυνότητα απέναντι στη χρήση της τεχνολογίας.

Στις συμβουλευτικές συναντήσεις των γονέων με τους λειτουργούς της Υπηρεσίας Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας τονίζεται ότι η γονεϊκή παρουσία στην ψηφιακή ζωή δεν είναι μόνο για να ελέγχει, αλλά κυρίως για να καθοδηγεί και να στέκεται υποστηρικτικά, ώστε το παιδί να μπορεί να διαχειρίζεται αυτόνομο και με ασφάλεια αυτό το σημαντικό κομμάτι της σύγχρονης ζωής του.

Πώς μπορούν οι γονείς να προλάβουν ή να αναγνωρίσουν σημάδια προβληματικής συμπεριφοράς μέσω διαδικτύου;

Η πρόληψη ξεκινά από την καθημερινή σχέση με το παιδί. Όταν υπάρχει ανοιχτή επικοινωνία, σταθερά όρια και πραγματικό ενδιαφέρον για τη ζωή του παιδιού στο διαδίκτυο, μειώνονται οι πιθανότητες να εμπλακεί σε προβληματικές καταστάσεις.

Οι γονείς μπορούν να προστατεύσουν τα παιδιά τους δείχνοντας ενδιαφέρον για το τι κάνουν διαδικτυακά, θέτοντας ξεκάθαρους αλλά ήρεμους κανόνες χρήσης και παρατηρώντας προσεκτικά τη συμπεριφορά τους. Σημάδια που μπορεί να δείχνουν δυσκολίες είναι η απότομη αλλαγή διάθεσης μετά τη χρήση του διαδικτύου, η μυστικότητα, η υπερβολική προσκόλληση στο κινητό ή η απόσυρση από φίλους και οικογένεια.

Το πιο σημαντικό είναι να δημιουργηθεί ένα κλίμα εμπιστοσύνης, ώστε το παιδί να νιώθει ότι μπορεί να μιλήσει χωρίς φόβο. Οι γονείς δεν χρειάζεται να γίνουν «αστυνόμοι», αλλά σύμμαχοι – πρόσωπα που ακούν, παρατηρούν και στηρίζουν όταν χρειάζεται.

Πόσο συνεργάζονται οι Σύνδεσμοι Γονέων με τις σχολικές διευθύνσεις για την πρόληψη τέτοιων φαινομένων;

Τα τελευταία χρόνια, μέσα από το εθνικό πλαίσιο δράσης κατά της παραβατικότητας και τις πρωτοβουλίες της Υπηρεσίας Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας (ΥΕΨ) και του Παρατηρητηρίου για τη Βία στο Σχολείο (ΠΑΒΙΣ) του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, καταγράφεται ουσιαστική και οργανωμένη συνεργασία με τις σχολικές διευθύνσεις.

Οι γονείς συμμετέχουν σε δράσεις ενημέρωσης, εκπαιδευτικά σεμινάρια και παρεμβάσεις πρόληψης που οργανώνονται τόσο από το σχολείο όσο και από εξωτερικούς φορείς. Αυτή η συνεργασία δεν γίνεται τυπικά· αντίθετα, βασίζεται στη λογική ότι η αντιμετώπιση φαινομένων βίας χρειάζεται κοινό έδαφος κατανόησης και ευθύνης από όλες τις πλευρές: σχολείο, οικογένεια και κοινωνία.

Σε πολλές σχολικές μονάδες, ιδιαίτερα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, οι Σύνδεσμοι Γονέων έχουν συμμετάσχει σε δράσεις ευαισθητοποίησης, έχουν συνδιοργανώσει εργαστήρια για την ασφαλή χρήση των κοινωνικών δικτύων και έχουν συμβάλει στη διαμόρφωση ενός κλίματος διαλόγου μεταξύ γονέων, μαθητών και εκπαιδευτικών.

Αν και η ένταση και η ποιότητα της συνεργασίας μπορεί να διαφέρει από σχολείο σε σχολείο, η γενική εικόνα δείχνει πως όταν οι γονείς δεν αντιμετωπίζονται ως «εξωτερικοί παρατηρητές», αλλά ως συμμέτοχοι στη διαμόρφωση κουλτούρας ασφάλειας, τότε το σχολείο αποκτά μια συλλογική δυναμική πρόληψης, που αγγίζει τόσο τα παιδιά όσο και το περιβάλλον τους.

Υπάρχουν προγράμματα ή καλές πρακτικές που εφαρμόζονται ήδη στα σχολεία με επιτυχία;

Η πρόληψη και αντιμετώπιση της βίας και παραβατικότητας στα σχολεία αποτελεί προτεραιότητα της εκπαιδευτικής πολιτικής στην Κύπρο και ιδιαίτερα της Υπηρεσίας Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας και γενικότερα του Υπουργείου Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας. Ήδη από το 2018 εφαρμόστηκε Εθνική Στρατηγική για την Πρόληψη και Διαχείριση της Βίας στο Σχολείο (2018-2022), η οποία πρόσφατα επικαιροποιήθηκε για την περίοδο 2024-2028. Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής, το Υπουργείο Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας (ΥΠΑΝ) υλοποιεί συγκεκριμένα προγράμματα και δράσεις σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης, υπό τον συντονισμό του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, της στήριξης της Υπηρεσίας Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας (ΥΕΨ) και άλλων φορέων (Αστυνομία, Υφυπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας, κ.λπ).

Το θεσμικό πλαίσιο ενισχύθηκε με τον περί Πρόληψης και Αντιμετώπισης της Ενδοσχολικής Βίας Νόμο του 2020 (Ν. 185(I)/2020), ο οποίος τέθηκε σε εφαρμογή και επικαιροποιήθηκε το 2024. Ο νόμος αυτός κατοχυρώνει τη διαδικασία διαχείρισης των περιστατικών βίας: κάθε σχολείο οφείλει να ορίζει Συντονιστή/Συντονίστρια για τα θέματα βίας, να διαθέτει σαφές σχέδιο δράσης, πρόληψης και αντιμετώπισης, καθώς και να καταγράφει συστηματικά τα περιστατικά που σημειώνονται.

Η αντιμετώπιση της σχολικής βίας δεν περιορίζεται σε μεμονωμένες ενέργειες, αλλά εντάσσεται σε ένα συνολικό πλαίσιο καλλιέργειας θετικού σχολικού κλίματος και ενδυνάμωσης όλων των εμπλεκομένων. Κάθε σχολική μονάδα καταρτίζει Ενιαίο Σχέδιο Δράσης για τη βελτίωση του κλίματος και την πρόληψη αρνητικών συμπεριφορών, ενώ ταυτόχρονα αξιοποιεί την υποστήριξη του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου μέσω επιμορφώσεων και του ΠΑΒΙΣ.

Με βάση το πιο πάνω θεσμικό πλαίσιο εφαρμόζονται από την Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας προγράμματα πρόληψης που απευθύνονται σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης, από την Προδημοτική, Δημοτική και Μέση Εκπαίδευση, σε Γυμνάσια, Λύκεια και Τεχνικές Σχολές. Τα προγράμματα ωφελούν όχι μόνο τους μαθητές αλλά και τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς και γονείς, καθώς τους προσφέρουν πολύτιμα εργαλεία για τη διαχείριση δύσκολων καταστάσεων και ενισχύουν τη συνοχή ολόκληρης της σχολικής κοινότητας. Κάποια παραδείγματα προγραμμάτων, που εφαρμόστηκαν κατά τη σχολική χρονιά 2024 -2025 στα σχολεία, ήταν η Ομαλή Μετάβαση από το Νηπιαγωγείο στο Δημοτικό και από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο, ο Κύκλος των Φίλων, Ενδυνάμωση Δεξιοτήτων Ζωής, τα οποία προσφέρουν γενικότερα στην αντιμετώπιση της ενδοσχολικής βίας και στη βελτίωση του σχολικού κλίματος.

Ποια μέτρα προτείνετε για την ενίσχυση της πρόληψης και την ενδυνάμωση του ρόλου των γονέων;

Για να ενισχυθεί ουσιαστικά η πρόληψη φαινομένων βίας στο σχολείο και να ενδυναμωθεί ο ρόλος των γονέων, απαιτείται μια σταθερή, συντονισμένη προσέγγιση σε τρία επίπεδα: ενημέρωση, εμπλοκή και υποστήριξη. Εμπειρικά, έχει φανεί ότι οι γονείς που συμμετέχουν ενεργά σε σχολικές δράσεις πρόληψης – όπως βιωματικά σεμινάρια ή συνεργατικά προγράμματα – αναπτύσσουν μεγαλύτερη κατανόηση για τις ανάγκες των παιδιών και αποκτούν πρακτικά εργαλεία διαχείρισης. Ειδικό βάρος πρέπει να δοθεί στην επιμόρφωση των γονιών σε θέματα ψηφιακής ασφάλειας, συναισθηματικής υποστήριξης και διαχείρισης κρίσεων – όχι μόνο θεωρητικά, αλλά με βάση τα πραγματικά ερωτήματα και δυσκολίες που φέρνουν οι ίδιοι. Όταν ο γονέας αισθάνεται συμμέτοχος, όχι θεατής, τότε η πρόληψη παύει να είναι ευχή και γίνεται καθημερινή πράξη.

Πώς καλλιεργείται η ψυχική ανθεκτικότητα

Η ψυχοθεραπεύτρια Ράνια Μιχαηλίδου υπογραμμίζει, μέσα από την κλινική της εμπειρία, τις ψυχολογικές επιπτώσεις που μπορεί να έχει η συνεχής έκθεση στα κοινωνικά δίκτυα, αλλά και τη σημασία της πρόληψης μέσα από τον διάλογο και τη συναισθηματική σύνδεση με το παιδί.

Αρχικά ανέφερε ότι: «Στην καθημερινή εμπειρία, παρατηρώ αυξημένα επίπεδα άγχους, αστάθεια στη συμπεριφορά και χαμηλή αυτοεκτίμηση, που συχνά οφείλονται σε κοινωνικές συγκρούσεις. Η σημερινή γενιά είναι πιο έντονη, πιο αντιδραστική - διεκδικεί με θάρρος τα δικαιώματά της, αλλά πολλές φορές αισθάνεται ότι δεν κατανοείται επαρκώς από τους γονείς και τη γενιά των ενηλίκων. Αυτό δημιουργεί μια βαθιά σύγκρουση γενεών».

Ένα από τα άμεσα συμπτώματα, όπως μας είπε, είναι η διαταραχή ύπνου - νυχτερινές συνομιλίες σε group chats, μειωμένη συγκέντρωση την επόμενη ημέρα, ανισορροπία. Ο φόβος τού να «λείψουν» από κάτι (FOMO – Fear of Missing Out) οδηγεί στην εξουθένωση και την απομόνωση.

Ερωτηθείσα για τους κινδύνους που μπορεί να προκύψουν, απάντησε: «Ξαφνικές αλλαγές στη συμπεριφορά και στο λεξιλόγιο, όπως η χρήση επιθετικών φράσεων, υπερβολική χρήση των social media για λόγους ‘‘προβολής’’, μείωση της ενσυναίσθησης, του σεβασμού και της εκτίμησης προς τους γονείς, μυστικοπάθεια γύρω από τις διαδικτυακές επαφές και τα group chats, καθώς και απομάκρυνση από την οικογένεια με συχνές συγκρούσεις μεταξύ αδερφών, είναι κάποια από τα σημάδια που μπορεί να παρατηρηθούν. Πολλές φορές πίσω από την επιθετικότητα υπάρχει η ανάγκη για σύνδεση. Δεν ξέρουν πώς να έρθουν κοντά στους γονείς τους, φοβούνται ότι αυτό τους καθιστά ‘‘υποχωρητικούς’’. Όμως, είναι ακόμα μικροί. Μας χρειάζονται. Πρέπει να δούμε πίσω από τη συμπεριφορά τους».

Η εφηβεία αποτελεί περίοδο έντονων αναζητήσεων και πειραματισμών, κατά την οποία η ταυτότητα διαμορφώνεται μέσα από ποικίλες επιρροές. Σήμερα, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν καθοριστικό ρόλο στη διαδικασία αυτή. Η μιμητική μάθηση είναι ένα από τα βασικά φαινόμενα που παρατηρούνται, επίσης η ανάγκη αποδοχής και προβολής είναι θεμελιώδης σε αυτήν την ηλικία, όπως επίσης και η αίσθηση τού «ανήκειν» οδηγεί συχνά τους εφήβους να συμμετέχουν σε ακραίες ή ακόμα και παραβατικές ενέργειες, προκειμένου να ενταχθούν σε μια «κοινότητα».

Ακόμη η ανάγκη διαφοροποίησης ή αντίδρασης παίζει επίσης καθοριστικό ρόλο. Σε πολλές περιπτώσεις, η παραβατικότητα γίνεται μορφή ύπαρξης είτε ως έκφραση θυμού είτε ως άμυνα απέναντι σε εσωτερικές οικογενειακές συγκρούσεις.

Καταληκτικά, η κ. Μιχαηλίδου ανέφερε ότι: «Η παρατεταμένη χρήση των κοινωνικών δικτύων επηρεάζει αρνητικά την ψυχική υγεία των εφήβων, ιδίως ως προς την ανάπτυξη της αυθεντικής τους ταυτότητας. Κατά την εφηβεία, ο εγκέφαλος βρίσκεται σε κρίσιμη φάση ανάπτυξης, κυρίως στα κέντρα που σχετίζονται με την επιβράβευση και την ανάγκη κοινωνικής αποδοχής».