Η πολιτεία απέναντι στη φωτιά: Όσα δεν έγιναν και όσα πρέπει να γίνουν

Η φονική πυρκαγιά που σαρώνει από το μεσημέρι της Τετάρτης τις κοινότητες γύρω από τη Μαλιά της Λεμεσού ήρθε να αποδείξει, με τον πιο δραματικό και ανελέητο τρόπο, πόσο απροετοίμαστο παραμένει το κράτος να αντιμετωπίσει κρίσεις μεγάλης κλίμακας. Η Κύπρος βιώνει ακόμη ένα καταστροφικό καλοκαίρι, όπου η φύση, ο ανθρώπινος παράγοντας και η κλιματική κρίση συνενώνονται σε μια φονική εξίσωση, με τραγικά αποτελέσματα, που με βάση αρχικές εκτιμήσεις της πυροσβεστικής υπηρεσίας οφείλεται σε εμπρησμό. Άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, απανθρακωμένοι μέσα στο όχημά τους. Δεκάδες κατοικίες και υποδομές έχουν γίνει στάχτη. Χιλιάδες στρέμματα δασικών και αγροτικών εκτάσεων έχουν καεί, και περισσότερες από δεκατέσσερις κοινότητες έχουν εκκενωθεί. Η φωτιά συνεχίζει να μαίνεται, παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες εκατοντάδων πυροσβεστών, με ενίσχυση τόσο από τις Βρετανικές Βάσεις, όσο και από φίλιες χώρες, όπως η Ιορδανία και η Ισπανία, που απέστειλαν εναέρια μέσα.
Το σκηνικό αυτό δεν είναι πρωτοφανές για την κυπριακή πραγματικότητα. Καλοκαίρι με καύσωνα, ισχυρούς ανέμους και ξερά εδάφη. Δασικές περιοχές που μετατρέπονται σε πυριτιδαποθήκες. Τοπικές κοινωνίες που καλούνται μέσα σε λίγα λεπτά να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, ενώ πίσω τους οι φλόγες καταπίνουν τον μόχθο μιας ζωής. Εξαγγελίες και σχέδια εκκένωσης που ενεργοποιούνται την ύστατη στιγμή, ενίοτε με καθυστέρηση ή σύγχυση. Εθελοντές που επιχειρούν σε συνθήκες ακραίου κινδύνου, αναλαμβάνοντας ρόλους που το κράτος όφειλε να έχει προνοήσει, οργανώσει και στελεχώσει με επάρκεια. Και φυσικά, μια κρατική μηχανή που, παρά τις καλές προθέσεις και τον φιλότιμο αγώνα των επιμέρους σωμάτων, εξακολουθεί να λειτουργεί αποσπασματικά, με ελλείψεις σε συντονισμό, τεχνολογία, πρόληψη και διαχείριση κρίσεων.
Η σημερινή καταστροφή δεν αποτελεί μεμονωμένο περιστατικό. Είναι η κορυφή ενός παγόβουνου που μεγαλώνει κάθε χρόνο, σε μια περιοχή όπως η Κύπρος που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής. Τα τρία τελευταία καλοκαίρια χαρακτηρίζονται από παρατεταμένες ξηρασίες, αυξημένες θερμοκρασίες που ξεπερνούν κατά τόπους τους 43 βαθμούς και επαναλαμβανόμενα φαινόμενα πυρκαγιών με αυξημένη ένταση και έκταση. Παρ’ όλα αυτά, οι πολιτικές πρόληψης παραμένουν αναχρονιστικές ή ημιτελείς. Οι αντιπυρικές ζώνες αποδείχθηκε να είναι ανεπαρκείς. Οι καθαρισμοί δασικών και αγροτικών εκτάσεων είτε ανατίθενται την τελευταία στιγμή, είτε δεν υλοποιούνται καθόλου. Ο μηχανισμός έγκαιρης προειδοποίησης και επέμβασης βασίζεται ακόμη στην ανθρώπινη παρατήρηση, χωρίς εναλλακτικές τακτικές με βάση μετεωρολογικές προβλέψεις και συνθήκες, χωρίς τη συστηματική χρήση τεχνολογιών όπως δορυφορική επιτήρηση, drones, αισθητήρες ή προγνωστικά συστήματα πυροκινδυνότητας.
Δεν αρκεί, όμως, μόνο να επισημάνουμε τι δεν έγινε. Οφείλουμε να σταθούμε στο τι πρέπει να γίνει – όχι σε επίπεδο ρητορικής, αλλά σε επίπεδο ολοκληρωμένης στρατηγικής, με νομική, τεχνολογική, κοινωνική και πολιτική διάσταση. Η πρώτη γραμμή είναι η πρόληψη. Και αυτή ξεκινά από τη δασοτεχνική πολιτική και τον αστικό σχεδιασμό. Πρέπει να θεσπιστούν και να εφαρμοστούν υποχρεωτικές ρυθμίσεις καθαρισμού τόσο για δημόσιες όσο και για ιδιωτικές εκτάσεις που συνορεύουν με δάση, λόφους ή ξηρά χορτολιβαδικά τοπία. Η απουσία εποπτείας και κυρώσεων οδηγεί στην εγκατάλειψη περιοχών υψηλού κινδύνου. Η ύπαρξη ή μη βλάστησης σε περιφερειακούς δρόμους και χωριά, οι στοχευμένοι καθαρισμοί εντός κοινοτήτων και οι αντιπυρικές παρεμβάσεις με φυσικά ή τεχνητά εμπόδια πρέπει να αποτελούν μέρος ετήσιου σχεδιασμού και όχι αποσπασματικών ενεργειών.
Παράλληλα, ο μηχανισμός έγκαιρης απόκρισης πρέπει να επανασχεδιαστεί από μηδενική βάση. Η κατάσβεση μιας μεγάλης και πολυεστιακής πυρκαγιάς δεν είναι μόνο θέμα ελικοπτέρων και πυροσβεστικών οχημάτων. Είναι θέμα ακριβούς εικόνας της εξέλιξης της φωτιάς σε πραγματικό χρόνο. Είναι θέμα αποφασιστικής διοίκησης και σαφούς ιεράρχησης των εστιών. Είναι θέμα ενιαίου κέντρου συντονισμού που περιλαμβάνει τις Πυροσβεστικές Υπηρεσίες, την Πολιτική Άμυνα, την Εθνική Φρουρά, την Αστυνομία, τις Επαρχιακές Διοικήσεις και τους Δήμους. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να λειτουργούμε με αποσπασματικά «κλιμάκια» και τοπικές πρωτοβουλίες, όταν έχουμε να κάνουμε με φαινόμενα που απαιτούν στρατιωτικού τύπου κινητοποίηση και υψηλού επιπέδου στρατηγική σκέψη.
Το ίδιο ισχύει και για την εκκένωση περιοχών. Η εμπειρία των τελευταίων ημερών ανέδειξε τη σημασία της έγκαιρης και σαφούς καθοδήγησης του πληθυσμού. Στην Λόφου, δεκάδες κάτοικοι παγιδεύτηκαν, ενώ σε άλλες κοινότητες, ηλικιωμένοι αρνούνταν να εγκαταλείψουν τις περιουσίες τους. Είναι σαφές ότι χρειαζόμαστε πλήρη και θεσμοθετημένα σχέδια εκκένωσης ανά κοινότητα, με σαφείς ρόλους για κάθε φορέα, συντεταγμένο σύστημα μεταφοράς πληθυσμού και επαρκείς υποδομές φιλοξενίας. Δεν μπορεί η λύση να βασίζεται στην ευσυνειδησία των ιδιωτών που άνοιξαν τα σπίτια και τις επιχειρήσεις τους, ούτε στην περιστασιακή χρήση γηπέδων ή σχολείων. Ακόμα πιο σημαντική είναι η ύπαρξη πρόβλεψης για ιατρική και ψυχολογική υποστήριξη στους εκτοπισμένους, πολλοί εκ των οποίων είναι ηλικιωμένοι, άτομα με χρόνια νοσήματα ή παιδιά. Ταυτόχρονα, επιβάλλεται η θεσμοθέτηση αυστηρότατων ποινών, αντίστοιχων εκείνων που επιβάλλονται για φόνο εκ προμελέτης, για τις περιπτώσεις πρόκλησης τέτοιων πυρκαγιών από εμπρησμό.
Το περιβάλλον και οι τοπικές οικονομίες υφίστανται επίσης ένα ισχυρό πλήγμα. Οι περιοχές που πλήττονται αυτή τη στιγμή στη Λεμεσό αποτελούν πυρήνες οινοπαραγωγής, παραδοσιακού τουρισμού και αγροτικής παραγωγής. Οι συνέπειες των πυρκαγιών δεν είναι μόνο οικολογικές αλλά και κοινωνικές και οικονομικές. Η ανασυγκρότηση αυτών των κοινοτήτων δεν θα είναι ζήτημα εβδομάδων. Θα απαιτήσει χρόνια, και το κράτος οφείλει να παρέμβει με γενναία προγράμματα στήριξης, αναδασώσεων και ανάπτυξης αγροτικών και τουριστικών υποδομών. Χωρίς αυτούς τους πληθυσμούς, χωρίς τις κοινότητες αυτές, η ύπαιθρος της Κύπρου κινδυνεύει με ερημοποίηση, εγκατάλειψη και μακροπρόθεσμη υποβάθμιση.
Μέσα σ’ όλα αυτά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η πυρκαγιά της Λεμεσού δεν είναι μόνο ένα φυσικό φαινόμενο, αλλά και ένα πολιτικό γεγονός. Η κρατική ευθύνη δεν εξαντλείται στις δηλώσεις συμπαράστασης ή στις έκτακτες κινητοποιήσεις. Χρειάζεται πολιτική βούληση για τη ριζική αλλαγή και ανασχεδιασμό άμεσα και στην πράξη του μοντέλου διαχείρισης κρίσεων. Χρειάζεται επένδυση σε τεχνολογίες επιτήρησης, σε εκπαιδευτικά προγράμματα για τις τοπικές αρχές, σε διασυνοριακή συνεργασία για την αξιοποίηση πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Χρειάζεται προπαντός σχέδιο: εθνικό σχέδιο πυροπροστασίας, σχέδιο δασικής ανθεκτικότητας, σχέδιο ενίσχυσης των κοινοτήτων πρώτης γραμμής. Δεν έχουμε πλέον την πολυτέλεια να λειτουργούμε με αυτοσχεδιασμούς ή με κινήσεις πυροσβεστικού χαρακτήρα – κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Η φωτιά που καίει ακόμη τα βουνά της Λεμεσού δεν απειλεί μόνο σπίτια και δάση. Απειλεί το ίδιο το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών, την πίστη τους ότι το κράτος μπορεί να τους προστατεύσει. Η απώλεια ζωών, περιουσιών και φυσικού πλούτου είναι μια βαθιά τραυματική εμπειρία που αφήνει πίσω της αποκαΐδια, όχι μόνο υλικά αλλά και θεσμικά. Αν δεν αντληθούν τώρα τα απαραίτητα συμπεράσματα, αν δεν προχωρήσουμε άμεσα σε βαθιές τομές και αποφάσεις, τότε οι επόμενες φωτιές δεν θα είναι απλώς πιθανές. Θα είναι βέβαιες. Και τότε, κανένα ελικόπτερο δεν θα είναι αρκετό.
*Καθηγητής-ανθρωπολόγος στο Philips University, πρώην Πρύτανης.