Καθυστέρηση Κέντρου Κρίσεων, φλόγες ανεξέλεγκτες

Η φονική πυρκαγιά στην ορεινή Λεμεσό, που κατέκαψε δεκάδες χιλιάδες στρέμματα και δεκάδες οικίες και υποστατικά στην ευρύτερη περιοχή των κοινοτήτων Μαλιών, Λόφου, Ομόδους, Κοιλανίου, Βάσας κ.ά., επαναφέρει με τραγικό τρόπο στην επιφάνεια ένα από τα πιο επίμονα ελλείμματα του κυπριακού κράτους: την απουσία ενός ενιαίου και αποτελεσματικού μηχανισμού διαχείρισης κρίσεων. Παρά τις εξαγγελίες και τις επίσημες δηλώσεις κυβερνητικών αξιωματούχων για δημιουργία ενός Εθνικού Κέντρου Διαχείρισης Κρίσεων (ΕΚΔΚ), η πραγματικότητα επιβεβαιώνει τη βαθιά και διαχρονική καθυστέρηση στην υλοποίηση αυτού του αναγκαίου θεσμού, συστήματος και υποδομής. Η φωτιά στη Λεμεσό, που ξέσπασε υπό ακραίες καιρικές συνθήκες και εξαπλώθηκε ραγδαία εξαιτίας των ισχυρών ανέμων, ανέδειξε με οδυνηρό τρόπο τα ελλείμματα του υφιστάμενου μηχανισμού: καθυστέρηση στην κινητοποίηση, αποσπασματικός συντονισμός των επίγειων και εναέριων δυνάμεων, περιορισμένη ροή πληροφόρησης μεταξύ υπηρεσιών, ανεπαρκής επιχειρησιακή εικόνα και, εν τέλει, ανθρώπινες απώλειες, δεκάδες άτακτες εκκενώσεις κοινοτήτων και ανυπολόγιστες καταστροφές σε περιουσίες και καλλιέργειες.
Η ιδέα για σύσταση Εθνικού Κέντρου Διαχείρισης Κρίσεων δεν είναι καινούργια. Έχει τεθεί επανειλημμένως στο τραπέζι των συσκέψεων του Υπουργικού Συμβουλίου, ενώ υπήρξαν σχετικές δηλώσεις ήδη από την περίοδο της πανδημίας, όπου φάνηκε ότι το κράτος λειτουργεί με πολυκερματισμένες υπηρεσίες, συχνά με επικάλυψη αρμοδιοτήτων και χωρίς κεντρική καθοδήγηση. Παρά ταύτα, μέχρι σήμερα, δεν υπάρχει ούτε θεσμοθετημένο πλαίσιο ούτε επιχειρησιακή υποδομή για τη λειτουργία ενός τέτοιου κέντρου. Το μόνο που υπάρχει είναι αναφορές σε «σχεδιασμό», «προετοιμασία» και «συναίνεση των εμπλεκομένων φορέων». Η ουσία, ωστόσο, παραμένει: σε κάθε σοβαρή κρίση – φυσική καταστροφή, μεγάλη πυρκαγιά, σεισμικό επεισόδιο, περιβαλλοντικό ατύχημα ή και τρομοκρατική ενέργεια – η χώρα εξακολουθεί να στηρίζεται σ’ ένα μοντέλο επιτόπιου αυτοσχεδιασμού, όπου οι επιμέρους υπηρεσίες – Πυροσβεστική, Πολιτική Άμυνα, Εθνική Φρουρά, Τμήμα Δασών, Αστυνομία και ΕΚΑΒ – επιχειρούν με δικές τους δομές, δικά τους κέντρα επικοινωνίας και, πολλές φορές, διαφορετικές πληροφορίες για το ίδιο περιστατικό. Το αποτέλεσμα είναι να σπαταλούνται πολύτιμα λεπτά ή και ώρες μέχρι να υπάρξει στοιχειώδης κοινή εικόνα και συγκεντρωμένος συντονισμός. Κάποιες φορές αυτό κοστίζει μόνο καθυστερήσεις· άλλες φορές, όπως στη Λεμεσό, στοιχίζει ανθρώπινες ζωές.
Η συζήτηση για το Εθνικό Κέντρο Διαχείρισης Κρίσεων επανήλθε στο προσκήνιο μετά την ενεργοποίηση του Εθνικού Σχεδίου «Εστία» το περασμένο φθινόπωρο, όταν είχε τεθεί θέμα συντονισμού επιχειρήσεων σε μείζονες ανθρωπιστικές κρίσεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Τότε, η ανάγκη δημιουργίας μιας κεντρικής δομής διαχείρισης κρίσεων είχε παρουσιαστεί ως στρατηγική επιλογή για την εθνική ασφάλεια και πολιτική προστασία της Κύπρου, ιδιαίτερα υπό το πρίσμα του γεωπολιτικού της ρόλου στην περιοχή. Ωστόσο, από τότε μέχρι σήμερα, δεν έχει υπάρξει καμία χειροπιαστή πρόοδος. Ούτε χωροθέτηση του κέντρου, ούτε εξασφάλιση τεχνολογικής υποδομής, ούτε στελέχωση, ούτε θεσμοθέτηση. Το μόνο που φαίνεται να κινείται είναι η διαρκής ανακύκλωση της «πρόθεσης», που μετατίθεται κάθε φορά ως έργο του μέλλοντος. Την ίδια ώρα, η Κύπρος δεν συμμετέχει σε κανένα ευρωπαϊκό έργο πρόληψης φυσικών καταστροφών, παρά το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαθέτει ετήσια χρηματοδοτικά εργαλεία ακριβώς για την ενίσχυση της διακρατικής επιχειρησιακής ετοιμότητας.
Η περίπτωση της πρόσφατης πυρκαγιάς αναδεικνύει ακριβώς την κρισιμότητα αυτής της έλλειψης. Η κινητοποίηση των δυνάμεων έγινε σε κλίμα πανικού. Οι πρώτες ρίψεις από τα εναέρια μέσα έγιναν με καθυστέρηση, ενώ τα ισραηλινά C-130 που επιστρατεύθηκαν για να συνδράμουν την επιχείρηση περιορίστηκαν σε δοκιμαστικές διελεύσεις προτού αξιοποιηθούν επιχειρησιακά. Η κατανομή των επίγειων δυνάμεων έγινε με βάση τις διαθέσιμες τοπικές πληροφορίες, χωρίς πραγματική-χρονική εικόνα των αναζωπυρώσεων ή των κινήσεων των ανέμων. Οι πολίτες πληροφορούνταν την κατάσταση είτε μέσω κοινωνικών δικτύων είτε από τηλεοπτικά συνεργεία που βρίσκονταν στην περιοχή – στοιχείο που καταδεικνύει πλήρως την ανυπαρξία μιας αξιόπιστης και ενιαίας ενημέρωσης. Η Πολιτική Άμυνα επιστρατεύθηκε καθυστερημένα, ενώ δεν υπήρξε σαφής ροή επίσημων εντολών. Όλα αυτά δεν είναι απλώς τεχνικά ζητήματα. Είναι ζητήματα ζωής και θανάτου. Αν το Εθνικό Κέντρο Διαχείρισης Κρίσεων υπήρχε και λειτουργούσε, η αντιμετώπιση της κρίσης θα μπορούσε να είναι εντελώς διαφορετική. Θα υπήρχε μια κεντρική αίθουσα επιχειρήσεων, με διασυνδεδεμένες υπηρεσίες, κοινό GIS, άμεση εικόνα από δορυφορικά δεδομένα, πλήρης καταγραφή των δυνάμεων που επιχειρούν, αυτόματη ενημέρωση των πολιτών μέσω του συστήματος 112 νέας γενιάς, και πραγματική ενιαία καθοδήγηση. Αντί γι' αυτό, οι αποφάσεις λαμβάνονταν μερικώς και αποσπασματικά, με βάση την ελλιπή ενημέρωση του εκάστοτε αρμόδιου.
Η ανάγκη για αλλαγή είναι επιτακτική. Η σύσταση του ΕΚΔΚ πρέπει να γίνει άμεσα, χωρίς άλλη καθυστέρηση. Το σχέδιο μπορεί να ξεκινήσει με θεσμοθέτηση εντός τριμήνου, με συγκεκριμένο νομοσχέδιο που να ορίζει τις αρμοδιότητες, τα όρια και τη λειτουργία του κέντρου. Πρέπει να εξασφαλιστεί η χρηματοδότηση του έργου είτε μέσω εθνικού προϋπολογισμού είτε μέσω ευρωπαϊκών κονδυλίων, τα οποία είναι διαθέσιμα αλλά μέχρι σήμερα αναξιοποίητα. Στη συνέχεια, να προχωρήσει η δημιουργία της επιχειρησιακής υποδομής, με αξιοποίηση της τεχνολογίας GIS, των υπαρχουσών τηλεπικοινωνιακών πλατφορμών, και η διασύνδεση όλων των εμπλεκομένων υπηρεσιών σε ενιαίο κέντρο. Πρέπει να υπάρξει πρόβλεψη για εσωτερική εκπαίδευση προσωπικού, υιοθέτηση κοινών πρωτοκόλλων αντίδρασης, συμμετοχή σε ευρωπαϊκά σενάρια ασκήσεων και ενσωμάτωση της εμπειρίας άλλων χωρών όπως η Ελλάδα, η Ιταλία ή το Ισραήλ, που διαθέτουν παρόμοια κέντρα. Μέσα σε δώδεκα μήνες, αν υπάρξει πολιτική βούληση και οργανωτική πειθαρχία, το Εθνικό Κέντρο Διαχείρισης Κρίσεων μπορεί να είναι πλήρως λειτουργικό. Κάθε επιπλέον καθυστέρηση απλώς αφήνει την κοινωνία έκθετη στις επόμενες κρίσεις.
Η συγκυρία δεν επιτρέπει άλλη αναβολή. Οι εικόνες από τα καμένα χωριά της Λεμεσού, οι φωνές των κατοίκων που έβλεπαν τις φλόγες να φτάνουν στις αυλές τους χωρίς καμία προειδοποίηση, οι διασώσεις πολιτών μέσα από τις στάχτες, η θυσία των ανθρώπων που αγωνίστηκαν με αυτοθυσία για να σώσουν ζωές και περιουσίες, δεν μπορούν να μείνουν αναπάντητες. Η απάντηση πρέπει να είναι θεσμική, συστημική και άμεση. Η πολιτική προστασία δεν είναι δημόσιες σχέσεις. Είναι δομή εθνικής ασφάλειας. Είναι μέτρο πολιτισμού. Είναι καθρέφτης της αξίας που δίνει ένα κράτος στους πολίτες του. Εφόσον η κυβέρνηση εννοεί τη στρατηγική αναβάθμιση της Κύπρου στον τομέα της διαχείρισης κρίσεων, οφείλει να δώσει εντολή άμεσης υλοποίησης του Κέντρου, με σαφές χρονοδιάγραμμα, διαφάνεια, λογοδοσία και συμμετοχή όλων των αρμόδιων υπηρεσιών. Αλλιώς, η κάθε επόμενη τραγωδία θα γίνεται επανάληψη του ίδιου κρατικού ελλείμματος – με τίμημα πάντα τον ίδιο: τον πολίτη.
*Καθηγητής-ανθρωπολόγος στο Philips University, πρώην Πρύτανης.