Αναλύσεις

20 Ιουλίου 1974: Ο τουρκικός Αττίλας πλήττει την Κύπρο

Εγκληματικά λάθη του ΓΕΕΦ

Μέρος Γ΄

Στη βορειοδυτική ακτή του Πενταδακτύλου και συγκεκριμένα στο Έξι Μίλι - Πέντε Μίλι - Πλατάνια - Πικρό Νερό, οι λίγοι Τούρκοι που είχαν εισβάλει την προηγούμενη μέρα βρίσκονταν εγκλωβισμένοι. Όμως διέπραξε ασυγχώρητα λάθη η δική μας πλευρά. Αργοπόρησε ν’ ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της. Η ηγεσία του ΓΕΕΦ αναδείχθηκε ανίκανη και κατώτερη των περιστάσεων. Εγκληματικά λάθη της επέτρεψαν στους εισβολείς να αποβιβάζουν ανενόχλητοι στις 21 Ιουλίου ισχυρές δυνάμεις πεζικού, τεθωρακισμένων και πυροβολικού. Ανάμεσα στις δυνάμεις αυτές και ο υποστράτηγος Μεντρεντίν Ντεμιρέλ, διοικητής της 39ης Μεραρχίας, ο οποίος θα ομολογήσει αργότερα ότι η τουρκική στρατιωτική ηγεσία ήταν απογοητευμένη από τ’ αποτελέσματα της πρώτης ημέρας και ανησυχούσε ζωηρά, διότι ο στόχος, που ήταν η δημιουργία ισχυρού προγεφυρώματος, η κατάληψη του Πενταδακτύλου και η ένωση των ακτών της Κερύνειας με τον τουρκικό θύλακα Λευκωσίας- Αγύρτας - Μπογαζίου, δεν είχε επιτευχθεί. Ο Πενταδάκτυλος βρισκόταν στα χέρια των Ελλήνων, ο θύλακας Λευκωσίας - Κιόνελι - Αγύρτας, όπου ήταν ανεπτυγμένη η ΤΟΥΡΔΥΚ, διέτρεχε άμεσο κίνδυνο να διαλυθεί από την επίθεση της ΕΛΔΥΚ και οι καταδρομείς με το 231 Τάγμα Πεζικού κρατούσαν τις θέσεις τους στα στρατηγικά σημεία του Πενταδακτύλου. Ταυτόχρονα είχαν καταλάβει τις τουρκικές οχυρωμένες θέσεις Καλαμπάκι - Πυλέρι - Φώττα και κρατούσαν τα στρατηγικά υψώματα Άσπροι Αγίου Βασιλείου. Ο στρατηγός Μ. Ντεμιρέλ ομολογεί ότι οι Τούρκοι έρχονταν με τον φόβο ότι θα έπεφταν «σαν ποντικοί στη φάκα», αν τους έπληττε η ελληνική πολεμική αεροπορία με τα υπερσύγχρονα «Φάντομ», που τόσο διατυμπάνιζαν την αγορά τους οι Συνταγματάρχες. Δυστυχώς, η ελληνική αεροπορία δεν εμφανίστηκε, ο Αρχηγός της Παπανικολάου δεν της έδωσε διαταγή να πλήξει τους εισβολείς.

Πολύ κατώτερη των περιστάσεων αναδείχθηκε η ηγεσία του ΓΕΕΦ. Διότι δεν εκμεταλλεύτηκε τη νύχτα και δεν διέταξε αντεπίθεση. Σύμφωνα με στρατιωτικούς αναλυτές, αν γινόταν η νυχτερινή αντεπίθεση, η κατάσταση θα άλλαζε άρδην και θα μετέτρεπε σε τραγωδία το εγχείρημα των Τούρκων. Η τουρκική αεροπορία και τα πυροβόλα του αποβατικού στόλου δεν μπορούσαν να πλήξουν στόχους. Οι λίγοι εισβολείς που είχαν αποβιβαστεί θ’ αποδεκατίζονταν, ενώ οι άλλοι, που ετοιμάζονταν ν’ αποβιβαστούν την αυγή, είναι αμφίβολο αν θα κατόρθωναν, με πεσμένο το ηθικό τους.

Όπως καταθέτουν οι αξιωματικοί, που είχαν αναλάβει την αντεπίθεση, αντισυνταγματάρχες τότε και μετέπειτα στρατηγοί, Μπούφας και Μπίκος, δεν ήταν μόνο εγκληματική η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην έγκαιρη παρουσία πυροβολικού και ενεργών ταγμάτων στον τόπο της απόβασης. Ήταν και η πολύ καθυστερημένη ανάθεση της απόκρουσης των εισβολέων σε επιστρατευτικά τάγματα, δηλαδή εφέδρων, που δεν είχαν τον κατάλληλο για την αποστολή τους οπλισμό. Και το χειρότερο για την Κύπρο, τα δυο υποβρύχια που έπλεαν ανοιχτά της Κερύνειας, με αποστολή να πλήξουν τον αποβατικό στόλο, διατάχθηκαν να επιστρέψουν στη Ρόδο.

Έτσι άρχισε η αντίστροφη μέτρηση της κατάληψης της Κερύνειας, με την επέλαση της πρώτης φάλαγγας των αρμάτων και των τεθωρακισμένων του Αττίλα προς την πόλη του Κηφέα, ακολουθούμενων από Πεζικό. Αντιμετωπίζοντας υποτυπώδη, αλλά ηρωική αντίσταση από τις ελάχιστες και σχεδόν άοπλες δυνάμεις Πεζικού και Καταδρομέων της Εθνικής Φρουράς, οι Τούρκοι προωθήθηκαν ανατολικά προς την Άγιο Γεώργιο και κατέλαβαν την Κερύνεια. Συνεχίζοντας την προέλασή τους με νοτιοανατολική κατεύθυνση, μέσω Μπογαζίου, ενώθηκαν με τον θύλακα Αγύρτας- Κιόνελι, που ήταν ήδη ενισχυμένος, εκτός από την ΤΟΥΡΔΥΚ και με αλεξιπτωτιστές, οι οποίοι είχαν ριχθεί την προηγούμενη μέρα και εξακολουθούσαν να πέφτουν.

Στις 22 Ιουλίου ολοκληρώθηκε η μεταφορά δυνάμεων και πολεμικού υλικού από τη Μερσίνα και γύρω στις έντεκα η ώρα, με αεροπορική και ναυτική κάλυψη, ενισχυμένοι με πεζικό και άρματα ,οι εισβολείς ξεκίνησαν την προέλαση - επίθεση εναντίον της Κερύνειας. Σκληρή αλλά άνιση μάχη διεξήχθη στα πρόθυρα της πόλης, στην περιοχή Αγίου Γεωργίου, όπου ο εχθρός συνάντησε δυνάμεις Καταδρομών και Πεζικού, που, παρά τη σθεναρά αντίστασή τους, στάθηκε αδύνατο να τον αντικόψουν, όχι μόνο λόγω έλλειψης αντιαρματικής κάλυψης, αλλά και της υπεροχής του εχθρού σε άντρες και υλικό. Το απόγευμα είχε καταληφθεί η πόλη της Κερύνειας και διευρύνθηκε το τουρκικό προγεφύρωμα.

Στη νότια πλευρά του Πενταδακτύλου η ΕΛΔΥΚ, σε μια θυελλώδη προέλασή της στην περιοχή Κιόνελι, άρχισε να καταλαμβάνει τη μια μετά την άλλη τις μόνιμες αμυντικές θέσεις της ΤΟΥΡΔΥΚ. Προτού όμως ολοκληρώσει την προέλασή της πήρε διαταγή να επιστρέψει στο στρατόπεδό της. Στον Πενταδάκτυλο, το 231 Τάγμα Πεζικού απέκρουε στην Αετοφωλιά τη μια μετά την άλλη τις επιθέσεις Τούρκων αλεξιπτωτιστών, που επιχειρούσαν να βγουν στην κορυφογραμμή του βουνού και να καταλάβουν τη στρατηγική θέση της Διάβασης Αγίου Παύλου. Ταυτόχρονα, άλλες δυνάμεις του Τάγματος επιχειρούσαν και κατελάμβαναν τα μόνιμα τουρκικά οχυρά στο Καλαμπάκι, το Πυλέρι και τη Φώττα, ενώ παράλληλα ο δεύτερος λόχος απέκρουε τη μια μετά την άλλη τις επιθέσεις των Τούρκων αλεξιπτωτιστών στα υψώματα Άσπροι του Αγίου Βασιλείου. Ο Τούρκος στρατηγός Σαμπρί Εμβρέν είπε, για τη δράση του 231 Τάγματος Πεζικού, σε τηλεοπτική συζήτηση σε τουρκικό κανάλι, για την εισβολή: «Την πρώτη νύχτα της εισβολής υπήρχε φοβερή αντίσταση από ελληνικής πλευράς στο όρος Πενταδάκτυλος. Η αντίσταση αυτή πραγματικά έθεσε σε κίνδυνο, η όλη επιχείρηση να εξελιχθεί σε μεγάλο φιάσκο».

Δυστυχώς, οι μεμονωμένες επιτυχείς αντιδράσεις μονάδων της Εθνικής Φρουράς δεν ήταν αρκετές για ν’ ανακοπεί η προέλαση του Αττίλα. Υστερούσαμε τόσο σε έμψυχο, όσο και σε πολεμικό υλικό. Ο εχθρός ήταν πολυπληθέστερος και εφοδιασμένος με όλα τα σύγχρονα πολεμικά μέσα, ενώ καμιά βοήθεια δεν στάλθηκε από την Ελλάδα για την αντιμετώπισή του. Η ηγεσία της Χούντας παρέπαιε. Δεν ήταν σε θέση να διαχειριστεί την κρίση που ορθωνόταν αμείλικτη μπροστά της και απειλούσε όχι μόνο την Κύπρο αλλά και τον Ελληνισμό γενικότερα.

Αργά το βράδυ της 20ής Ιουλίου το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ενέκρινε ομόφωνα ψήφισμα, με το οποίο ζητούσε την άμεση κατάπαυση του πυρός και την απομάκρυνση όλων των ξένων στρατευμάτων από την Κύπρο. «Ξένα στρατεύματα» το ψήφισμα εννοούσε τους Ελλαδίτες αξιωματικούς και άντρες που διοικούσαν και στελέχωναν την Εθνική Φρουρά.

Αργά το βράδυ της ίδιας μέρας έγινε προσύσκεψη στο γραφείο του Αρχηγού Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγού Μπονάνου, όπου στις 7.30 π.μ., χωρίς προειδοποίηση ή αναγγελία, μπήκαν οι Αμερικανοί υφυπουργοί Σίσκο - Εξωτερικών, Έλσγουορθ - Εθνικής Άμυνας, Τάσκα - πρέσβης στην Αθήνα και Μάντερ - στρατιωτικός ακόλουθος. Εκεί ο Σίσκο συνέστησε σύνεση και αυτοσυγκράτηση, «για ν’ αποφευχθεί o πόλεμος». Τότε ο ταξίαρχος Ιωαννίδης φώναξε οργισμένος: «Μας εξαπατήσατε», και κινούμενος προς την έξοδο είπε: «Εμείς θα κηρύξουμε πόλεμο». Ο Αραπάκης ισχυρίζεται ότι έστειλε κάποια καθησυχαστικά μηνύματα στον στρατηγό Μπονάνο.

Στο Πολεμικό Συμβούλιο, όπου είχε καταργηθεί κάθε έννοια ιεραρχίας, συμμετείχε και μεγάλος αριθμός αξιωματικών, που δεν δικαιούνταν συμμετοχή. Ακούστηκαν, κατά τον στρατηγό Κατσαδήμα, συνθήματα για πόλεμο, Ένωση και άλλα, ενώ ο Ιωαννίδης είπε: «Να αναγγείλουμε ότι θα κάνουμε την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, αλλά δεν θα την κάνουμε. Θα το πούμε για να εκφοβίσουμε τους Τούρκους, για να τους δείξουμε την αποφασιστικότητά μας. Ας διακόψουμε τώρα. Πηγαίνετε, εμείς κάνουμε επιστράτευση, μπήκαμε στον πόλεμο, τώρα ό,τι βγάλει ο τόπος».

*Την επόμενη Κυριακή το Δ΄ Μέρος

27.7.ΧΑΜΠΗΣ 2.jpg

Ο Στρατηγός Μπονάνος.