Η Κύπρος και η Ημέρα της Νίκης: Μια απουσία που πληγώνει τη διπλωματία και τη μνήμη

Στις 9 Μαΐου, η Ρωσική Ομοσπονδία και εκατομμύρια άνθρωποι ανά τον κόσμο τιμούν την Ημέρα της Νίκης, την επέτειο της συντριβής του ναζισμού στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο — ενός γεγονότος που καθόρισε τη μοίρα της σύγχρονης Ευρώπης. Η Ρωσική Πρεσβεία στην Κύπρο διοργάνωσε, όπως κάθε χρόνο, μια σεμνή και αξιοπρεπή τελετή προς τιμήν των θυμάτων του πολέμου, των ηρώων που θυσιάστηκαν για την ελευθερία και την ειρήνη. Στην εκδήλωση αυτή, παρόντες ήταν εκπρόσωποι διαφόρων ευρωπαϊκών διπλωματικών αποστολών, από κράτη-μέλη της Ε.Ε., τιμώντας την ιστορική αλήθεια και αποδίδοντας σεβασμό στη μνήμη των πεσόντων.
Και όμως, απόντες ήταν για ακόμη μια φορά οι επίσημοι εκπρόσωποι της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η εικόνα είναι απογοητευτική: στη Ρωσική Πρεσβεία, ανακρούεται ο Εθνικός Ύμνος της Κύπρου, κυματίζει η Κυπριακή σημαία δίπλα στη Ρωσική, και τιμάται η συμβολή της Κύπρου στον κοινό αγώνα κατά του φασισμού. Κι όμως, κανείς δεν εκπροσωπεί επισήμως το κυπριακό κράτος. Ούτε ένας διπλωμάτης, ούτε ένας κυβερνητικός αξιωματούχος, ούτε μια απλή παρουσία εκ μέρους της Βουλής. Μια σιωπηρή απουσία που δεν περνά απαρατήρητη.
Η στάση αυτή προκαλεί σοβαρά ερωτήματα για τη συνέπεια και τη σοβαρότητα της κυπριακής εξωτερικής πολιτικής. Όταν χώρες με ξεκάθαρη τοποθέτηση στο ουκρανικό ζήτημα –όπως η Γερμανία ή η Γαλλία– σέβονται την ιστορική αυτή μέρα και συμμετέχουν στους αντίστοιχους εορτασμούς, γιατί η Κύπρος επιλέγει να απουσιάζει; Ποιον εξυπηρετεί αυτή η επιδεικτική αποστασιοποίηση, και ποιο μήνυμα στέλνουμε στους συμμάχους και τους εταίρους μας;
Η Ρωσική Ομοσπονδία, ανεξαρτήτως της σημερινής γεωπολιτικής κατάστασης, υπήρξε για δεκαετίες ένας από τους πλέον σταθερούς υποστηρικτές της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, ήταν διαχρονικά στο πλευρό μας σε κρίσιμες στιγμές για το εθνικό μας ζήτημα, ασκώντας βέτο ή πίεση όταν άλλες δυνάμεις –όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Ηνωμένες Πολιτείες– κινούνταν σε γραμμές που εξυπηρετούσαν την τουρκική πλευρά.
Η νέα, όμως, διεθνής τάξη, που διαμορφώνεται με τις ανανεωμένες φιλικές σχέσεις μεταξύ του προέδρου Πούτιν και του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, προκαλεί νέες ανατροπές στο παγκόσμιο πολιτικό σκηνικό. Οι δύο ηγέτες, παρά τις διαφορές τους, ενίσχυσαν τις διπλωματικές και οικονομικές τους σχέσεις, στέλνοντας μήνυμα ενότητας και συνεργασίας, παρά τις αμφισβητήσεις που υπάρχουν για τις εξωτερικές πολιτικές τους. Αυτή η εξέλιξη μπορεί να δημιουργήσει νέες ευκαιρίες για την Κύπρο, αν καταφέρει να διατηρήσει την ισχυρή συνεργασία με τη Ρωσία, ενώ παράλληλα εξισορροπεί τη σχέση της με την Ουάσινγκτον, χωρίς να επιλέξει στρατόπεδο.
Είναι άραγε φρόνιμο, σε μια εποχή γεμάτη αστάθεια, η Κυπριακή Δημοκρατία να πρωτοστατεί στην αντιρωσική ρητορική; Είναι διπλωματικά σώφρον να αγνοεί μια χώρα που παραδοσιακά υπήρξε φίλη και αρωγός, τη στιγμή που ούτε καν "εχθρικές" χώρες δεν επιλέγουν να διαρρήξουν πλήρως τις σχέσεις τους με τη Ρωσία;
Το χειρότερο σενάριο δεν είναι αδιανόητο: Αν η Ρωσία, απογοητευμένη από τη συνεχή απαξίωση που δέχεται από την κυπριακή κυβέρνηση, επιλέξει να υποβαθμίσει την πρεσβεία της στη Λευκωσία ή να ενισχύσει τη διπλωματική της παρουσία στα κατεχόμενα, τότε οι συνέπειες θα είναι βαρύτατες – όχι μόνο σε πολιτικό, αλλά και σε εθνικό επίπεδο.
Η ιστορική μνήμη δεν προσφέρεται για πολιτικά παιχνίδια. Ο σεβασμός προς τις εθνικές επετείους άλλων κρατών δεν είναι "πολυτέλεια" — είναι υποχρέωση. Και όταν αυτή η επέτειος αφορά τη νίκη ενάντια στον φασισμό, η απουσία μας δεν είναι ουδέτερη· είναι προσβολή στη μνήμη και στην ίδια τη δημοκρατική μας ταυτότητα.
Η Κύπρος δεν έχει την πολυτέλεια να υπονομεύει τις σχέσεις της με παραδοσιακούς συμμάχους στο όνομα μιας μονόπλευρης, βραχυπρόθεσμης εξωτερικής πολιτικής. Αν πραγματικά θέλουμε να έχουμε φωνή στα διεθνή φόρα, οφείλουμε να τιμούμε τη μνήμη, να σεβόμαστε τις σχέσεις μας και να σταθμίζουμε τις διπλωματικές μας κινήσεις με υπευθυνότητα και προοπτική.
Υ.Γ.: Όταν η φωτιά καίει τη συνείδηση
Οι πρόσφατες φονικές πυρκαγιές που έπληξαν ξανά τον τόπο μας ανέδειξαν, για μια ακόμη φορά, τις χρόνιες παθογένειες της κρατικής μηχανής στην αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών. Παρά τις προειδοποιήσεις, τις επιστημονικές προβλέψεις και τις επανειλημμένες εμπειρίες από προηγούμενες πυρκαγιές, η κυβέρνηση στάθηκε και πάλι ανεπαρκής. Ο συντονισμός απουσίαζε, τα σχέδια εκκένωσης εφαρμόστηκαν πρόχειρα ή καθυστερημένα και πολλές περιοχές βρέθηκαν ουσιαστικά αβοήθητες τις κρίσιμες ώρες. Δεν επιτρέπεται, το 2025, να καταγράφονται ακόμη χαμένες ανθρώπινες ζωές και ολικές καταστροφές περιουσιών σε κατοικημένες περιοχές που θα έπρεπε να είναι προστατευμένες.
Ωστόσο, εκεί όπου η κρατική διαχείριση υστερεί, η ανθρώπινη αλληλεγγύη μεγαλουργεί. Η Πυροσβεστική Υπηρεσία, με τις πενιχρές της δυνάμεις και μέσα σε ασφυκτικές συνθήκες θερμοκρασίας, ανέλαβε για άλλη μια φορά το δυσανάλογο βάρος της μάχης με τη φωτιά. Τιμούμε βαθύτατα τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των πυροσβεστών που, αψηφώντας κίνδυνο και κόπωση, στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στον Διοικητή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, ο οποίος με θάρρος και ειλικρίνεια παραδέχθηκε αδυναμίες και ελλείψεις. Σε εποχές που η ανάληψη ευθύνης αποτελεί σπάνιο φαινόμενο, αυτή η στάση δείχνει ήθος και πραγματική ευθύνη.