Αναλύσεις

Νόμος για πολλαπλές συντάξεις: Μεταρρύθμιση ή «καλολογική» διόρθωση;

Η επιλογή να τεθεί σε ισχύ το νέο πλαίσιο μόνο για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης από το 2026 και εξής σημαίνει πρακτικά ότι όλοι οι σημερινοί και πρώην βουλευτές, υπουργοί, δήμαρχοι και αξιωματούχοι διατηρούν ακέραια τα δικαιώματά τους να συνταξιοδοτηθούν με τους υφιστάμενους προνομιακούς όρους

Η απόφαση της κυπριακής Βουλής να υιοθετήσει νέο καθεστώς αναφορικά με την καταβολή πολλαπλών συντάξεων σε κρατικούς αξιωματούχους παρουσιάστηκε ως μια σημαντική τομή στη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών και στην εξάλειψη προνομιακών στρεβλώσεων του παρελθόντος. Σε μια κοινωνία κουρασμένη από τις ανισότητες, τους θεσμικούς παλινδρομισμούς και τα διαχρονικά προνόμια της πολιτικής τάξης, μια τέτοια νομοθετική μεταρρύθμιση δεν θα μπορούσε παρά να γίνει δεκτή, σε πρώτο επίπεδο, με ανακούφιση και ικανοποίηση. Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ανάγνωση του πλαισίου αποκαλύπτει ασάφειες, διακριτικές παραλείψεις και ένα εμφανές πολιτικό φίλτρο προστασίας των σημερινών αξιωματούχων. Μεταρρύθμιση, ναι. Αλλά για ποιον και πότε;

Το νέο πλαίσιο, που τίθεται σε εφαρμογή από την 1η Ιουνίου 2026, προβλέπει ότι η καταβολή σύνταξης θα αρχίζει πλέον στα 65 και όχι στα 60 χρόνια, ενώ αν ο δικαιούχος επανέλθει σε έμμισθη αξιωματική θέση – είτε στην Κυπριακή Δημοκρατία είτε σε όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – η σύνταξή του αναστέλλεται για όσο διάστημα κατέχει τη νέα θέση. Επιπλέον, καθορίζεται ανώτατο όριο συνολικού ποσού σύνταξης, ώστε να αποτραπεί η κατά συρροήν και χωρίς περιορισμούς λήψη πολλαπλών συντάξεων, ενώ παρέχεται η δυνατότητα εθελοντικής αποποίησης της σύνταξης κατά τη διάρκεια ενεργού θητείας, για λόγους ηθικής στάσης. Η πρόθεση του κράτους είναι σαφής: δημοσιονομικός εξορθολογισμός, περιορισμός των προκλητικών περιπτώσεων τριπλών ή και τετραπλών συντάξεων, επαναφορά του μέτρου και της ισότητας στο συνταξιοδοτικό πεδίο. Ωστόσο, το κείμενο της μεταρρύθμισης εγείρει αμέσως ένα πρώτο εύλογο ερώτημα: γιατί η εφαρμογή της δεν είναι άμεση και καθολική;

Η απάντηση είναι τόσο πολιτική όσο και απογοητευτική. Η επιλογή να τεθεί σε ισχύ το νέο πλαίσιο μόνο για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης από το 2026 και εξής σημαίνει πρακτικά ότι όλοι οι σημερινοί και πρώην βουλευτές, υπουργοί, δήμαρχοι και αξιωματούχοι διατηρούν ακέραια τα δικαιώματά τους να συνταξιοδοτηθούν με τους υφιστάμενους προνομιακούς όρους. Η πρόωρη συνταξιοδότηση στα 60, η δυνατότητα πολλαπλής σύνταξης χωρίς όριο και χωρίς διακοπή σε περίπτωση ανάληψης νέας θέσης παραμένουν ενεργές για δεκάδες πολιτικά και θεσμικά πρόσωπα. Η μεταρρύθμιση μετατρέπεται έτσι από θεσμική τομή σε μελλοντική κανονιστική πρόβλεψη. Το πρόβλημα δεν λύνεται, αλλά μετατίθεται – και μάλιστα χωρίς να θίγει ούτε κατ’ ελάχιστον τους σημερινούς εκπροσώπους της εξουσίας.

Η διάκριση αυτή, εμφανώς άδικη και αντιφατική με το πνεύμα της εξαγγελθείσας ισονομίας, ενισχύει την πεποίθηση ότι το πολιτικό προσωπικό λειτουργεί περισσότερο ως διαχειριστής των δικών του συμφερόντων και λιγότερο ως εκπρόσωπος του συλλογικού καλού. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και εκεί που δίνεται η δυνατότητα εθελοντικής αποποίησης σύνταξης, δεν υφίσταται καμιά υποχρέωση ή επίσημη δήλωση πρόθεσης από κόμματα ή αξιωματούχους ότι προτίθενται να προβούν σε τέτοια κίνηση. Η εξαίρεση των νυν αξιωματούχων από την εφαρμογή του νέου πλαισίου δεν είναι απλώς ατυχής. Είναι ηθικά προβληματική και θεσμικά αναποτελεσματική. Η κοινωνία αναζητά ισοπολιτεία, όχι επιλεκτικές διορθώσεις για τους επόμενους.

Παράλληλα, ανακύπτει μια άλλη κρίσιμη πρόκληση: μήπως η αυστηροποίηση των όρων σύνταξης για μελλοντικούς αξιωματούχους, χωρίς αντισταθμιστικές πρόνοιες, λειτουργήσει τελικά αποτρεπτικά για την προσέλκυση ανθρώπων υψηλού επιπέδου και προσόντων στον δημόσιο βίο; Σε μια χώρα όπως η Κύπρος, όπου ο ιδιωτικός τομέας προσφέρει για θέσεις κλειδιά σαφώς υψηλότερες αποδοχές, περισσότερες ευκαιρίες ανέλιξης και μακροπρόθεσμη επαγγελματική σταθερότητα, η ανάληψη δημόσιου ή πολιτικού αξιώματος δεν αποτελεί πλέον ελκυστική επιλογή για πολλούς καταρτισμένους και επιτυχημένους επαγγελματίες. Αν, μάλιστα, σ’ αυτήν την πραγματικότητα προστεθεί η απουσία ασφαλιστικής και συνταξιοδοτικής κάλυψης για τα χρόνια δημόσιας θητείας, τότε γίνεται ακόμη πιο ξεκάθαρο ότι ο χώρος αφήνεται ανοιχτός στους «πρόθυμους»: κομματικά στελέχη χωρίς επαγγελματική διέξοδο, πρόσωπα χαμηλής ειδίκευσης ή εξαρτώμενοι οικονομικά από το ίδιο το σύστημα που καλούνται να διοικήσουν. Αντί να ενισχυθεί η προσβασιμότητα και η ποιότητα της δημόσιας ζωής, ενδέχεται να ενισχυθεί ένας φαύλος κύκλος ανακύκλωσης της μετριότητας.

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που επισημαίνουν ότι ο περιορισμός των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, χωρίς ανάλογη αναβάθμιση των μισθολογικών και επαγγελματικών όρων υπηρεσίας, μπορεί να οδηγήσει σε μιαν άτυπη θεσμική αυτοκατάρρευση. Ένας ταλαντούχος ακαδημαϊκός, ένας επιτυχημένος τεχνοκράτης ή ένας νέος επιστήμονας με διεθνή εμπειρία δύσκολα θα εγκαταλείψει την καριέρα του για ν’ αναλάβει, για παράδειγμα, το αξίωμα του βουλευτή, του υπουργού/υφυπουργού ή του επιτρόπου, αν γνωρίζει ότι, πέραν της στιγμιαίας θητείας, δεν εξασφαλίζει ούτε συνταξιοδοτική κάλυψη, ούτε καν επαγγελματική αποκατάσταση. Αντιθέτως, όσοι εξαρτώνται από το πολιτικό σύστημα για να επιβιώσουν επαγγελματικά – και δεν έχουν εναλλακτική προοπτική – ενδέχεται να είναι πιο πρόθυμοι να εισέλθουν στον δημόσιο στίβο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ποιότητα της διακυβέρνησης.

Το διακύβευμα είναι σαφές: το κράτος δεν μπορεί να λειτουργεί είτε ως φιλανθρωπικό ίδρυμα για τους πολιτικά προσκείμενους είτε ως τιμωρητικός μηχανισμός για όσους το υπηρετούν. Οφείλει να αναγνωρίζει έμπρακτα τη δημόσια θητεία ως υψηλής σημασίας συνεισφορά και να προσφέρει ισορροπημένο θεσμικό πλαίσιο: με σαφείς κανόνες, διαφανή αμοιβή, δίκαιη συνταξιοδότηση και αυστηρή λογοδοσία. Η κατάργηση των πολλαπλών συντάξεων είναι, πράγματι, ένα πρώτο θετικό βήμα. Όμως, η απουσία καθολικότητας, η διακριτική διατήρηση προνομίων για τους νυν αξιωματούχους και η έλλειψη πρόνοιας για το πώς θα καταστεί το δημόσιο αξίωμα ελκυστικό σε άξια πρόσωπα, αλλοιώνουν την κατεύθυνση της μεταρρύθμισης.

Σε τελική ανάλυση, η κοινωνική αποδοχή των θεσμών εξαρτάται όχι μόνο από το πόσο περιορίζουν τις δαπάνες αλλά και από το πόσο ενισχύουν την εμπιστοσύνη, την αξιοκρατία και την αίσθηση κοινής ευθύνης. Η συζήτηση για τις συντάξεις των αξιωματούχων δεν είναι λογιστικό ζήτημα. Είναι θέμα πολιτικής φιλοσοφίας: αν θέλουμε ένα κράτος που ανταμείβει την αφοσίωση, απορρίπτει την προνομιακή διαχείριση και ελκύει τους καλύτερους, οφείλουμε να σχεδιάζουμε πολιτικές όχι απλώς περιοριστικές, αλλά και ολιστικές, με ορίζοντα θεσμικής αναγέννησης. Το νέο καθεστώς, αν δεν συνοδευτεί από αναθεώρηση του συνολικού πλαισίου υπηρεσίας των αξιωματούχων, κινδυνεύει να μείνει μια «καλολογική» διόρθωση σ’ ένα σύστημα που συνεχίζει να ανταμείβει τους λίγους και να αποθαρρύνει τους άξιους.

*Καθηγητής-ανθρωπολόγος στο Philips University, πρώην Πρύτανης.