Αντίδραση Βαρωσιώτου: Μου ζητήθηκε να αλλάξω το πόρισμα για να παραμείνει ανοικτό
Ο κ.Δημητριάδης μαζί με την απόφαση του Ανώτατου δημοσίευσε και την απαντητική επιστολή της κ. Βαρωσιώτου προς τα μέλη του Ανώτατου.

Την απάντηση της κ.Βαρωσιώτου προς τον Πρόεδρο και Μέλη του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου μέσω του Διοικητικού Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού κ. Θωμά δημοσιοποίησε ο νομικός της σύμβουλος Αχιλλέας Δημητριάδης.
Αυτούσια η επίμαχη επιστολή
Έλαβα στις 18/06/2025 την επιστολή ημερομηνίας 17/06/2025 με την οποία με πληροφορείτε πως «ενόψει της επικείμενης συμπλήρωσης της περιόδου δοκιμασίας διάρκειας δύο ετών», «το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο απασχολούν στοιχεία που άπτονται του χαρακτήρα, της συμπεριφοράς, της καταλληλόλητας και της ικανότητας» μου να ανταποκριθώ στη θέση Επαρχιακού Δικαστή. Όπως αναφέρεται, τα στοιχεία αυτά δυνατό να προκύπτουν από 4 σημεία τα οποία καταγράφονται στην επιστολή σας.
Σχετικά με το πρώτο θέμα, δηλαδή τον «χειρισμό» εκ μέρους μου των θανατικών ανακρίσεων 8/2018 και 71/2022 μετά την έκδοση των πορισμάτων μου, που οδήγησε στην έκδοση των αποφάσεών μου ημερομηνίας 15/05/2025 υπό το φως και των επιστολών μου ημερομηνίας 13/06/2024 και 17/06/2024 προς τον Διοικητικό Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού κ. Θωμά, αναφέρω τα εξής:
Με την επιστολή σας ημερομηνίας 27/05/2025 μου ζητήσατε ένα συγκεκριμένο στοιχείο, δηλαδή το γραπτό υπόμνημα μου προς τον Διοικητικό Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερομηνίας 17/06/2024, για το οποίο γίνεται λόγος στις αποφάσεις μου. Στις 28/05/2025, με επιστολή μου, σας απέστειλα φωτοαντίγραφο του γραπτού αυτού υπομνήματος. Με δεύτερη επιστολή σας ημερομηνίας 28/05/2025, η οποία μου κοινοποιήθηκε στις 29/05/2025, ζητήσατε να πληροφορηθείτε για το περιεχόμενο της συνομιλίας που είχα με τον Διοικητικό Πρόεδρο κ. Θωμά αναφορικά με τα πορίσματα των δύο πιο πάνω θανατικών ανακρίσεων. Επί αυτού, σας απέστειλα στις 02/06/2025 επιστολή αναφέροντας τη στιγμιαία που είχα με τον Έντιμο Πρόεδρο κ. Θωμά. Όπως επίσης ανέφερα, η συνομιλία μου με τον Πρόεδρο ουδόλως επηρεάζει το αμιγές νομικό ζήτημα όπως το έκρινα στις αποφάσεις μου ημερομηνίας 15/05/2025.
Ομολογώ πως δεν διακρίνω οποιαδήποτε αρνητική συμπεριφορά μου γι’ αυτό το θέμα. Το ύφος και το περιεχόμενο των επιστολών μου 13/06/2024 και 17/06/2024 προς τον Έντιμο Πρόεδρο κ. Θωμά, όπως επίσης και των αποφάσεων που εξέδωσα στις 15/05/2025 καταδεικνύουν πως αυτό που με απασχόλησε είναι η νομική πτυχή του θέματος. Να αναφέρω επίσης πως με τις επιστολές μου 13/06/2024 και 17/06/2024 εξέφρασα στον Έντιμο Πρόεδρο κ. Θωμά την πρόθεση μου να αποφασίσω επί του θέματος δικαστικών, καλώντας τους διάδικους να τοποθετηθούν επί του σοβαρού αυτού νομικού ζητήματος. Και τούτο διότι, θεώρησα δεοντολογικά ορθό να ενημερώσω τον Έντιμο Πρόεδρο για τα διαβήματα που θα λάμβανα. Επίσης οι αποφάσεις που εξέδωσα στις 15/05/2025 νομίζω είναι διαυγείς εφ’ όλης της ύλης του νομικού αυτού ζητήματος. Αναφέρομαι δε στις αρμοδιότητες που έχει, κατά τη γνώμη μου, ο Πρόεδρος σύμφωνα με τον οικείο νόμο, τις οποίες αν ήθελε μπορούσε να ασκήσει ο ίδιος. Να σημειώσω επίσης πως οι δύο επιστολές του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 27/05/2025 και 28/05/2025 έχουν θέμα «Θανατικές Ανακρίσεις 8/2018 και 71/2022 – Δημοσιεύματα».
Στην επιστολή ημερομηνίας 27/05/2025 αναφέρεται πως «περιήλθε εις αντίληψη του Ανωτάτου Δικαστηρίου δημοσίευμα στη βάση του οποίου το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ορθό να διερευνήσει τα σχετικά γεγονότα». Η εντύπωση που αποκόμισα είναι ότι το Ανώτατο Δικαστήριο διερευνούσε κατά πόσο τα δημοσιεύματα που περιήλθαν εις αντίληψη του, αποτύπωναν τα πραγματικά γεγονότα, ως αυτά προέκυπταν από τις αποφάσεις μου ημερομηνίας 15/05/2025, πληροφορίες που θα μπορούσα να δώσω προσωπικά στο Ανώτατο Δικαστήριο, όπως και έπραξα.
Στο δεύτερο σημείο της επιστολής, θίγεται ο «εν γένει χειρισμός» μου στη διαδικασία της θανατικής ανάκρισης 104/05 του Θανάση Νικολάου και «τα σφάλματα ως αυτά διαπιστώθηκαν στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Πολιτική Αίτηση 129/2024 ημερομηνίας 18/12/2024». Δεν αναμένεται, κατά την ταπεινή μου άποψη, Δικαστής κατώτερου Δικαστηρίου, και ειδικά ενώ που εξέδωσα το πόρισμα στην πιο πάνω υπόθεση, να κρίνω ή να σχολιάσω αυτά που είπε, δυσμενώς για μένα, το Ανώτατο Δικαστήριο. Θα θεωρούσα άπρεπο εκ μέρους μου να σχολιάσω τα όσα είπε το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση του. Καθήκον του Δικαστή είναι, κατά την ταπεινή μου άποψη, να θεωρήσει τη σχετική απόφαση, ως νομολογιακά δεσμευτική. Και ασφαλώς πιστεύω, ότι η ανατροπή αποφάσεων κατώτερων Δικαστηρίων ή το σκεπτικό και το ύφος των αποφάσεων των Ανωτέρων Δικαστηρίων, ενδεχομένως αρνητικό για τον πρωτόδικο Δικαστή, δεν είναι λόγος πειθαρχικού ελέγχου του.
Στο τρίτο σημείο της επιστολής, γίνεται λόγος για την επιστολή μου ημερομηνίας 04/07/2024 προς την Πρόεδρο και τους Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η εν λόγω επιστολή αφορά τις παρατηρήσεις που δέχθηκα σε ιδιωτική συνάντηση που είχα με την Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου κα Σταματίου και το μέλος του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου κα Εφραίμ στις 28/06/2024, με επίκεντρο την υπόθεση Θανάση Νικολάου. Στην εν λόγω συνάντηση μου δόθηκε η ευκαιρία να εκφράσω τις απόψεις μου, όπως και έπραξα. Στην επιστολή μου ημερομηνίας 04/07/2024 επανέλαβα γραπτώς τις θέσεις μου επί των όσων μου καταλογίστηκαν. Όπως είπα στη συγκεκριμένη επιστολή δεν εξέφρασα παράπονο αλλά βαθύτατη προσωπική θλίψη που αισθάνθηκα μετά τη σχετική συνάντηση. Με επιστολή ημερομηνίας 19/07/2024 η Έντιμη Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου ανέφερε, μεταξύ άλλων, πως καταδεικνύεται εκ μέρους μου «μια άνευ προηγουμένου διαστρέβλωση των γεγονότων». Στο μεταξύ, είχε ήδη καταχωριστεί αίτηση για ακύρωση του πορίσματος μου η οποία εκκρεμούσε προς εκδίκαση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Γι’ αυτό, με την επιστολή μου ημερομηνίας 01/08/2024 ανέφερα πως σεβόμενη τη διαδικασία που εκκρεμούσε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν επιθυμούσα να προβώ σε οποιοδήποτε περαιτέρω σχόλιο και πως για το ζήτημα αυτό θα επανερχόμουν μετά το πέρας της εν λόγω διαδικασίας. Μέχρι στιγμής δεν το είχα πράξει, με την ελπίδα πως δεν θα χρειαζόταν να αγγίξω αυτό το θέμα. Το θέμα όμως αυτό επαναφέρει το ίδιο το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Από το περιεχόμενο της επιστολής ημερομηνίας 17/06/2025 και όλων όσων έχουν προηγηθεί αναφορικά με τη θανατική ανάκριση του Θανάση Νικολάου, δημιουργείται έντονα η εντύπωση πως η στάση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου/Ανωτάτου Δικαστηρίου απέναντι μου οφείλεται στο πόρισμα που εξέδωσα στην υπόθεση Θανάση Νικολάου και στην άρνηση μου να εκτελέσω την εντολή του Προέδρου κ. Θωμά, δηλαδή να αλλάξω το πόρισμα μου μετά την έκδοση του. Ακολουθούν οι λεπτομέρειες.
Πριν από τις διακοπές του Πάσχα του 2024, πήγα στο γραφείο του Διοικητικού Προέδρου κ. Θωμά για να τον ενημερώσω προφορικά πως είχε καταχωριστεί εκ μέρους μου αίτηση για διόρθωση των ονομάτων στις εμφανίσεις της απόφασης στην αγωγή 3297/12 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (για την οποία γίνεται αναφορά στο 4ο σημείο της επιστολής σας). Στο τέλος της συνομιλίας μας, ο Έντιμος Πρόεδρος κ. Θωμά, δείχνοντας ενδιαφέρον με ρώτησε αν πήγαινε καλά η συγγραφή από εμένα του πορίσματος στην υπόθεση Θανάση Νικολάου. Όπως μου ανέφερε πληροφορήθηκε από τα ΜΜΕ ότι το πόρισμα θα εκδιδόταν στις 10/05/2024. Του είπα ότι εργαζόμουν πυρετωδώς πάνω στο πόρισμα, επιβεβαιώνοντας την ημερομηνία που θα εκδίδετο. Ο Έντιμος Πρόεδρος μου είπε πως θα το έβλεπε μετά την έκδοση του, όπως άλλωστε πράτταμε με όλες τις θανατικές ανακρίσεις.
Το πόρισμα στη θανατική ανάκριση του Θανάση Νικολάου εκδόθηκε στις 10/05/2024 ημέρα Παρασκευή. Στις 13/05/2024 (Δευτέρα μετά την Κυριακή του Αγίου Θωμά) όλοι οι Δικαστές και το προσωπικό του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού πήγαμε στο γραφείο του Προέδρου για να του ευχηθούμε για την ονομαστική του γιορτή. Ο Πρόεδρος με κράτησε στο γραφείο του για να μου πει, με ανήσυχο ύφος, ότι έπρεπε να είχε δει το πόρισμα πριν το εκδώσω. Ευγενικά του υπενθύμισα τη συνομιλία που είχαμε πριν από το Πάσχα. Ακολούθως, ο Έντιμος Πρόεδρος μου είπε πως έπρεπε να αλλάξω το πόρισμα μου ώστε αυτό να παραμένει «ανοικτό». Συγκεκριμένα μου είπε, πως έπρεπε να βρούμε ένα τρόπο για να αλλάξω την «κατάληξη». Του ανέφερα πως αυτή ήταν η απόφαση μου και με αναφορά στο νόμο του είπα πως δεν μπορούσα να αλλοιώσω το πόρισμα που εξέδωσα.
Ο Πρόεδρος μου είπε: «Να γίνεται πόρισμα με αιτία θανάτου την εγκληματική ενέργεια;» Επανέλαβα στον Πρόεδρο, πως αυτή ήταν η κατάληξη μου βάσει της προσκομισθείσας επιστημονικής μαρτυρίας που προέκυψε μετά την εκταφή. Του ανέφερα επίσης πως σε περίπτωση που οι διάδικοι επιθυμούσαν μπορούσαν να ασκήσουν τα κατάλληλα ένδικα μέσα και να αμφισβητήσουν το πόρισμα. Την ίδια ημέρα συνέταξα την επιστολή μου ημερομηνίας 13/05/2024, την οποία παρέδωσα στον Έντιμο Πρόεδρο κ. Θωμά την επόμενη ημέρα. Συγκεκριμένα, στις 14/05/2024 πήγα στο γραφείο του Προέδρου και του ανέφερα τα εξής: «κ. Πρόεδρε, επειδή χθες σας είδα ιδιαίτερα προβληματισμένο και αναστατωμένο, και επειδή αντιλαμβάνομαι πως κάποιο τηλεφώνημα δεχθήκατε, κατέγραψα σε επιστολή τις οδηγίες που μου δώσατε και τη δική μου θέση επί του θέματος ώστε να είστε εσείς καλυμμένος.
Την επιστολή αυτή μπορείτε να τη χρησιμοποιήσετε όπως νομίζετε, για να δείξετε πως εσείς μου δώσατε οδηγίες να αλλάξω το πόρισμα αλλά εγώ αρνήθηκα». Επί αυτού, παραπέμπω στις δύο τελευταίες προτάσεις της επιστολής μου ημερομηνίας 13/05/2024 όπου έγραψα τα ακόλουθα: «Το σημείωμα αυτό σκοπό έχει να βεβαιώσει ότι είχαμε την πιο πάνω συνομιλία με δική σας πρωτοβουλία, και τη δική μου θέση επί του θέματος». Ο Έντιμος Πρόεδρος διάβασε την επιστολή και δείχνοντας ικανοποιημένος, μου είπε τα εξής: «Ευχαριστώ Ντόρια, εγώ θέλω να τα έχω καλά με το Ανώτατο». Μετά την πιο πάνω συνομιλία, ακολούθησε η συνάντηση που είχα με την Έντιμη Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου κα Σταματίου και τη Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου κα Εφραίμ στις 28/06/2024.
Στα στοιχεία που εξετάζει το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο περιλαμβάνεται και η επιστολή μου ημερομηνίας 28/11/2023 που απευθύνετο στην Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου για διόρθωση των εμφανίσεων σε απόφαση στην αγωγή 3297/12 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Επρόκειτο για αγωγή ιατρικής αμέλειας που χειρίστηκα υπό την ιδιότητα μου ως δικηγόρος στην οποία εκδόθηκε απόφαση δύο μήνες μετά το διορισμό μου ως Επαρχιακός Δικαστής. Διαπίστωσα ότι στις εμφανίσεις στην απόφαση δεν καταγραφόταν το όνομα μου ως δικηγόρος που χειρίστηκε την υπόθεση αλλά το όνομα του κ. Γ. Γεωργιάδη, ιδιοκτήτη του γραφείου στο οποίο εργαζόμουν, ο οποίος δεν είχε καμία ανάμειξη στην υπόθεση, όπως άλλωστε φαίνεται από τον φάκελο και τα πρακτικά της υπόθεσης. Ως μέλος πλέον της δικαστικής υπηρεσίας, θεώρησα ότι θα ήταν ευγενικό εκ μέρους μου να επικοινωνήσω με την Πρόεδρο κα Μέσσιου, η οποία είχε εκδώσει την απόφαση ως Πρόεδρος Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, και να της αναφέρω το ζήτημα για να διορθωθούν τα ονόματα στις εμφανίσεις ώστε να αποφευχθεί η δικαστική οδός. Έτσι, επικοινώνησα με την Πρόεδρο κα Μέσσιου, η οποία στο τέλος της συνομιλίας μας, μου ανέφερε πως θα διόρθωνε τα ονόματα στις εμφανίσεις. Στη συνέχεια και επειδή δεν γινόταν η διόρθωση, ενός απλού, κατά την ταπεινή μου άποψη, θέματος, έκρινα ορθό να απευθυνθώ στην Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την επιστολή μου ημερομηνίας 28/11/2023 την οποία κοινοποίησα και στην Πρόεδρο κα Μέσσιου. Τα ελατήρια μου και η πρόθεση μου φαίνονται από το περιεχόμενο και το ύφος της επιστολής.
Η απάντηση της Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις 04/12/2023 ήταν σαφής και αυστηρά νομική. Εκτίμησα την απάντηση της και την ευχαρίστησα με την επιστολή μου ημερομηνίας 05/12/2023. Γι’ αυτό και στη συνέχεια καταχωρίστηκε αίτηση με τη σχετική επιχειρηματολογία, η οποία έγινε δεκτή από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας και εκδόθηκε το διάταγμα διόρθωσης του ονόματος στις εμφανίσεις στην απόφαση. Η αίτηση και το διάταγμα επισυνάπτονται. Ενδεχομένως κάποιος άλλος να επέλεγε απευθείας τη δικαστική οδό. Προσωπικά θα το θεωρούσα άκομψο να προχωρούσα απευθείας με αυτόν τον τρόπο. Τα πιο πάνω καταδεικνύουν ότι δεν ζήτησα παρέμβαση της Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε εκκρεμούσα δικαστική διαδικασία. Εν πάση περιπτώσει, εφόσον προφανώς η επικοινωνία ενός πρωτοδιορισθέντος Δικαστή με την Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου θεωρήθηκε επιλήψιμη ενέργεια, θα εκτιμούσα αν γινόταν τότε κάποια σχετική επισήμανση από την Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου.
Από τα πιο πάνω, με σεβασμό υποβάλλω, πως δεν καταδεικνύεται οποιαδήποτε αξιόμειμπτη συμπεριφορά εκ μέρους μου.
Με λύπη μου θέλω να αναφέρω πως αισθάνομαι να επικρατεί στο Ανώτατο Δικαστήριο ένα ζωφερό κλίμα και αρνητική εντύπωση προς το πρόσωπο μου. Τα δυσάρεστα όμως αυτά αισθήματα δεν επηρεάζουν την προσήλωση μου και την ακλόνητη πίστη μου στο δικαστικό καθήκον και στο θεσμό που υπηρετώ. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, μου έκανε την τιμή να με διορίσει Δικαστή. Έδωσα όρκο πως θα ασκώ τα καθήκοντα μου, όπως το Σύνταγμα ορίζει, με αντικειμενικότητα, αμεροληψία και ανεξαρτησία. Αυτόν τον όρκο τηρώ από την πρώτη μέρα του διορισμού μου, κάτι το οποίο θεωρώ πως φαίνεται καθημερινά εδώ και δύο χρόνια, από τις αποφάσεις μου και τον γενικό τρόπο λειτουργίας μου στο Δικαστήριο. Δεν ζητώ ούτε επιδιώκω ο,τιδήποτε. Δεν ανταγωνίζομαι κανέναν. Το μόνο που προσδοκώ είναι ισόνομη και ισότιμη μεταχείριση.
Αναφορικά με τη 2η παράγραφο της επιστολής σας ημερομηνίας 17/06/2025 και μολονότι δεν θα ήθελα να σχολιάσω νομικά ζητήματα, με σεβασμό παρατηρώ τα εξής: Σε αυτήν την επιστολή αναφέρεται ότι «ενόψει της επικείμενης συμπλήρωσης της περιόδου δοκιμασίας των δύο ετών», «το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο απασχολούν στοιχεία που άπτονται του χαρακτήρα, της συμπεριφοράς, της καταλληλότητας και της ικανότητας» μου να ανταποκριθώ στη θέση του Επαρχιακού Δικαστή. Υπενθυμίζω ότι μια μέρα πριν από την επιστολή ημερομηνίας 17/06/2025, δηλαδή στις 16/06/2025, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο με τοποθέτησε ως Επαρχιακό Δικαστή στην Επαρχία Λεμεσού από τις 10/09/2025. Η απόφαση για την τοποθέτηση κατ΄ ανάγκη έπεται του διορισμού, αφού χωρίς διορισμό δεν μπορεί να γίνει τοποθέτηση.
Με σεβασμό αναφέρω πως δεν προβλέπεται στο Σύνταγμα ή στην οικεία νομοθεσία και στους κανονισμούς, ο χαρακτηρισμός «προσωρινός» ή «υπο δοκιμασία» διορισμός. Εξ’ όσων γνωρίζω, ο διορισμός Δικαστή ως «προσωρινού ή υπό δοκιμασία» που ίσχυε από παλιά, πρώτα για ένα χρόνο και μετέπειτα για δύο, βασίζεται σε εσωτερική πρακτική του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία δεν προβλέπεται στις πρόνοιες του Συντάγματος και του οικείου νόμου. Ο διοριζόμενος Δικαστής έχει από την πρώτη μέρα του διορισμού του την ιδιότητα του μόνιμου Δικαστή όπως προβέπειται στο Σύνταγμα, στον Περί Δικαστηρίων Νόμο 14/60, στον Περί Απονομής της Δικαιοσύνης Νόμο του 1964 (Ν. 33/64) και στον Περί της Ενάσκησης της Πειθαρχικής εξουσίας του Αναπάτου Δικαστικού Συμβουλίου Διαδικαστικό Κανονισμό του 2023 (31/2023).
Συνεπώς, εάν το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο επιθυμεί να ασκήσει τις εξουσίες που του παρέχει το Σύνταγμα και ο νόμος, τότε με σεβασμό έχω τη γνώμη πως ακολουθείται η ενδεδειγμένη διαδικασία και εγώ βεβαίως επιφυλάσσω τα δικαιώματα μου που απορρέουν από το ίδιο το Σύνταγμα και το νόμο.
Με εκτίμηση,