Κυπριακό

Τουρκία, ΟΗΕ και Κύπρος: Οι υπόγειες γραμμές μιας επικίνδυνης πρότασης

Η πρόσφατη συνάντηση μεταξύ του Τούρκου Προέδρου Ταγίπ Ερντογάν και του Γάλλου Προέδρου Εμανουέλ Μακρόν στην άκρη της συνόδου του ΝΑΤΟ ήρθε να αναδείξει για ακόμη μια φορά, όχι απλώς τις διαφοροποιήσεις στη γεωπολιτική ανάγνωση της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά κυρίως τις μεταβαλλόμενες στρατηγικές της Άγκυρας στο Κυπριακό, που, αν και επενδυμένες με ρητορική ειρήνης, οδηγούν σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση. Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, ο Τούρκος πρόεδρος εξέφρασε πρόθεση να επιλυθεί το Κυπριακό, πλην όμως με δύο θέσεις που συγκρούονται ευθέως με το υφιστάμενο διεθνές πλαίσιο: αποδέσμευση του Κυπριακού από τα Ηνωμένα Έθνη και διατήρηση της Τουρκικής παρουσίας στην Κύπρο. Οι δηλώσεις αυτές, φαινομενικά ασαφείς, περιέχουν μια σειρά από επικίνδυνες παραμέτρους, που αν μείνουν χωρίς επαρκή απάντηση και αντίδραση από τη Λευκωσία και την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), ενδέχεται να μετατραπούν σε νέα τετελεσμένα.

Το ερώτημα που έθεσε ο Πρόεδρος Μακρόν στον Τούρκο ομόλογό του –τι ακριβώς σημαίνει «να μείνει η Τουρκία στην Κύπρο»– δεν ήταν απλώς διπλωματική ευγένεια ή ρητορική αποδόμησης. Ήταν μια απολύτως ουσιώδης ερώτηση που αγγίζει τον πυρήνα της στρατηγικής της Άγκυρας τα τελευταία χρόνια: την επισημοποίηση του de facto ελέγχου που ασκεί στο κατεχόμενο βόρειο τμήμα της Κύπρου, με ένα τρόπο που παρακάμπτει τόσο το πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών όσο και τις αρχές του Διεθνούς Δικαίου.

Η τουρκική πρόταση για αποσύνδεση του Κυπριακού από τον ΟΗΕ δεν είναι νέα στην ουσία της, είναι όμως καινοφανής στον τρόπο που παρουσιάζεται. Από την εισβολή του 1974 και εντεύθεν, η Άγκυρα επιχειρεί κατά καιρούς να αφαιρέσει τον πολυμερή και διεθνή χαρακτήρα του Κυπριακού, μετατρέποντάς το σε μια δήθεν «διμερή» διαφορά μεταξύ «δύο ισότιμων πλευρών». Η αποπομπή του ΟΗΕ από τη διαδικασία συνιστά όχι μόνο απόρριψη της βάσης λύσης, αλλά και έμμεση επιδίωξη αναγνώρισης του της υποτελούς στην Τουρκία «ΤΔΒΚ» μέσω de facto συμφωνίας που θα παρακάμπτει τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας. Πρόκειται δηλαδή για μια επικίνδυνη επανεκκίνηση του σεναρίου «δύο κρατών», επενδυμένη με τη γλώσσα της πολιτικής ευελιξίας.

Η δεύτερη πρόταση –«να μείνει η Τουρκία στην Κύπρο»– ενέχει ακόμα μεγαλύτερη αμφισημία και επικινδυνότητα. Η φράση αυτή μπορεί να ερμηνευθεί ως εμμονή στη μόνιμη παρουσία τουρκικού στρατού στο νησί (σε αντίθεση με τις πρόνοιες για αποστρατιωτικοποίηση στο πλαίσιο των σχεδίων επίλυσης), ως έμμεση αποδοχή διαρκούς εγγυητικού ρόλου, και –ακόμα χειρότερα– ως προσπάθεια εδραίωσης της τουρκικής πολιτικοστρατιωτικής κυριαρχίας στο βόρειο μέρος της Κύπρου, υπό τον μανδύα ενός νέου «κράτους υπό κηδεμονία». Η Τουρκία δηλαδή δεν προτείνει λύση, αλλά επανερμηνεία του status quo προς την κατεύθυνση νομιμοποίησής του.

Η Κυπριακή Δημοκρατία και η ΕΕ οφείλουν να αντιληφθούν τη σοβαρότητα αυτών των τοποθετήσεων και να προσαρμόσουν τη διπλωματική τους στρατηγική όχι μόνο στη ρητορική των προθέσεων, αλλά στις βαθύτερες στοχεύσεις που εξυπηρετούνται. Ο Τούρκος πρόεδρος γνωρίζει ότι η θέση της Τουρκίας στο παγκόσμιο γεωπολιτικό σκάκι μεταβάλλεται. Με την επιστροφή της δυναμικής των συνασπισμών, την αποσταθεροποίηση στην Ανατολική Μεσόγειο και την εντεινόμενη ρευστότητα των αμερικανικών πολιτικών γραμμών, η Άγκυρα επιχειρεί να προωθήσει μια ρεαλιστική στρατηγική ελέγχου της Κύπρου, θέτοντας παράλληλα την ΕΕ και τα Ηνωμένα Έθνη προ τετελεσμένων.

Επιπλέον, η χρονική στιγμή δεν είναι τυχαία. Η Τουρκία, γνωρίζοντας τις ευρωπαϊκές εσωτερικές δυσκολίες, τα κενά συνοχής στην ΕΕ, την αυξημένη σημασία του ΝΑΤΟ εν μέσω ρωσο-ουκρανικής σύγκρουσης και την εκλογική μεταβλητότητα στις ΗΠΑ, επιχειρεί να αναβαθμίσει τη γεωστρατηγική της αξία ως παράγοντας «σταθερότητας» με δικές της όμως προδιαγραφές. Εντάσσοντας την Κύπρο σ’ αυτή τη νέα αφήγηση, η Άγκυρα επιδιώκει να κλείσει ένα «εκκρεμές κεφάλαιο» με δικούς της όρους, αδιαφορώντας για το διεθνές δίκαιο και τις αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών.

Απέναντι σε αυτή την τακτική, η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να κινηθεί σε δύο επίπεδα. Το πρώτο είναι η ενίσχυση της διπλωματικής της παρουσίας με ξεκάθαρο πλαίσιο: το Κυπριακό δεν είναι διμερές ζήτημα, ούτε απλώς πρόβλημα συνύπαρξης. Είναι ζήτημα εισβολής, κατοχής και παραβίασης της διεθνούς νομιμότητας. Η παραμονή του ΟΗΕ ως πλαισίου επίλυσης δεν είναι διαπραγματεύσιμη, καθώς συνιστά τη μόνη εγγύηση διεθνούς παρακολούθησης, θεσμικής νομιμότητας και προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ενίσχυση του ρόλου του ΟΗΕ –και όχι αποδυνάμωση του– είναι η ορθή προσέγγιση.

Το δεύτερο επίπεδο είναι η κινητοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως πολιτικής δύναμης και όχι απλώς ως οικονομικού θεσμού. Η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να καταστήσει σαφές πως οποιαδήποτε πρόταση επίλυσης του Κυπριακού οφείλει να εναρμονίζεται με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, τις αποφάσεις του ΟΗΕ και τις αρχές της δημοκρατίας και της ισοπολιτείας. Οι εταίροι, και ιδιαίτερα χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία, πρέπει να αποσαφηνίσουν πως η εμβάθυνση των ευρωτουρκικών σχέσεων περνάει από τη συμμόρφωση της Άγκυρας στις θεμελιώδεις αρχές της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένου του σεβασμού στην εδαφική ακεραιότητα των κρατών-μελών της.

Η Κύπρος δεν πρέπει να αρκείται στον ρόλο του αποδέκτη τετελεσμένων ή παρατηρητή παρασκηνίων. Αντιθέτως, απαιτείται επιθετική διπλωματία, με σταθερές γραμμές και διεύρυνση των διεθνών συμμαχιών. Η Γαλλία μπορεί να είναι ένας από τους ισχυρότερους συμμάχους της Κυπριακής Δημοκρατίας, ιδιαίτερα στο Συμβούλιο Ασφαλείας και στον αμυντικό τομέα, όμως αυτό δεν αρκεί. Πρέπει να κινητοποιηθούν και άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, να γίνει συστηματική εργασία ενημέρωσης διεθνών εταίρων, και να αξιοποιηθεί η δυναμική της κυπριακής διασποράς. Ταυτόχρονα, η Λευκωσία πρέπει να κατανοήσει ότι η αποτελεσματική αντιμετώπιση της τουρκικής ρητορικής δεν είναι μόνο ζήτημα διπλωματίας. Είναι επίσης ζήτημα εσωτερικής πολιτικής συνοχής, συνέπειας, αξιοπιστίας και επανεκκίνησης μιας ενιαίας εθνικής στρατηγικής. Δεν μπορεί να διεκδικεί διεθνή στήριξη χωρίς σαφές αφήγημα, χωρίς σύγχρονο πολιτικό λόγο και χωρίς ενότητα στη διαχείριση του κυπριακού προβλήματος. Η συνεχής εσωτερική υπονόμευση των εθνικών γραμμών λειτουργεί προς όφελος της Άγκυρας.

Εν κατακλείδι, η πρόταση Ερντογάν προς τον Μακρόν, αν και παρουσιάστηκε με φαινομενική διάθεση ειρηνικής προσέγγισης, αποτελεί στρατηγική κίνηση επαναπλαισίωσης του Κυπριακού, με στόχο τη νομιμοποίηση της κατοχής και την αποδυνάμωση των διεθνών θεσμών. Η Κυπριακή Δημοκρατία και η ΕΕ οφείλουν να απαντήσουν με νηφαλιότητα, αποφασιστικότητα και εστιασμένη στρατηγική. Δεν υπάρχουν περιθώρια για διπλωματικές αυταπάτες. Το Κυπριακό είτε θα λυθεί με σεβασμό στο διεθνές δίκαιο και στις ευρωπαϊκές αξίες, είτε θα μετατραπεί σε ακόμη μια «παγωμένη σύγκρουση» στο περιθώριο της διεθνούς νομιμότητας, με σοβαρές επιπτώσεις για την ειρήνη και τη σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο.

*Καθηγητής-ανθρωπολόγος στο Philips University, πρώην Πρύτανης.