Αναλύσεις

Η ηθική του θανάτου μέσα από το δόγμα του «Δικαίου Πολέμου»

«Από τότε που οι άνθρωποι μιλάνε για πόλεμο, μιλάνε γι’ αυτόν με τους όρους σωστό ή λάθος» - Michael Walzer

Εκ πρώτης όψεως, το να αποκαλούμε «δίκαιη», την πιο βάρβαρη ενέργεια της ανθρώπινης ύπαρξης, ενδέχεται να λειτουργεί ως μια εννοιολογική ασυνέπεια. Εντούτοις, η «σύγκρουση» φαίνεται να είναι ένα αναπόσπαστο χαρακτηριστικό του ζωικού βασιλείου, το οποίο πηγάζει από την ανάγκη επιβίωσης με βάση τις αρχές της τροφικής αλυσίδας. Τα λιοντάρια ως κορυφαίοι θυρευτές για παράδειγμα, ζουν σε αγέλες, κυνηγόντας αδύναμα θηράματα. Με παρόμοιο τρόπο, η ανθρωπότητα ειναι διαμοιρασμένη σε κρατικές οντότητες, κυρύσοντας πολέμους, με στόχο την ηγεμονική κυριαρχία του πιο ισχυρού στο διεθνές σύστημα.

Και στις δύο περιπτώσεις, επικρατεί αναρχία εξαιτίας της απουσίας μιας ανώτατης αρχής που θα ρύθμιζε τη συμπεριφορά των δρώντων. Παρ’ ολ’ αυτά, το κράτος σε αντίθεση με το λιοντάρι, πολλές φορές επιτίθεται όχι για να επιβιώσει από κάποια άμεση απειλή, αλλά για να επικυρώσει την εξουσία και επιρροή του έναντι των αντιπάλων του. Θέτοντας συνεπώς ως βασική παράμετρο το γεγονός ότι ο πόλεμος ήταν, είναι, και θα συνεχίσει να είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας εκατομμύρια ανθρώπων, επιβάλλεται να αναρωτηθούμε για τα ηθικά και νομικά κριτήρια που τον καθορίζουν ως «δίκαιο». Η μη-αξιολόγηση των συγκεκριμένων κριτηρίων, επιβαρύνει ακόμη περισσότερο τις συνέπειές του, αφού αδυνατεί να θέσει κάποια όρια που θα μπορούσαν να περιορίσουν την ανεξέλεγκτη και αβάσιμη βία του. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η γενοκτονία στη Γάζα, η πυρηνική απειλή μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, η αναπτυσσόμενη ηγεμονική ισχύς της Κίνας και η προκλητική στάση της Τουρκίας στη Μεσογειακή ΑΟΖ, αποδεικνύουν πως η εκμάθηση των «πολεμικών κανόνων», είναι πιο αναγκαία από ποτέ.

Jus Ad Bellum

Αρχικά, το “Jus Ad Bellum” υπογραμμίζει πως ένας πόλεμος δικαιολογείται ηθικά εφόσον διεξάγεται για έναν θεμιτό σκοπό, όπως η αυτοάμυνα ή η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μέσω της ανθρωπιστικής επέμβασης. Με άλλα λόγια, η πρόθεση πίσω από τον πόλεμο οφείλει να διέπεται από ηθική ορθότητα και όχι από απώτερες σκοπιμότητες, όπως η ιμπεριαλιστική πολιτική ή η επίτευξη κατακτητικών βλέψεων. Σύμφωνα με το Άρθρο 2(4) του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, απαγορεύεται ρητά η χρήση βίας στις διεθνείς σχέσεις, εκτός εάν πρόκειται για άσκηση του δικαιώματος νόμιμης άμυνας κατά ένοπλης επίθεσης (Άρθρο 51) ή κατόπιν έγκρισης του Συμβουλίου Ασφαλείας στο πλαίσιο της διατήρησης ή αποκατάστασης της διεθνούς ειρήνης (Άρθρα 39–42). Επιπρόσθετα, ο πόλεμος είναι απαραίτητο να εφαρμόζεται ως η ύστατη καταφυγή, που σημαίνει ότι όλες οι ειρηνευτικές εναλλακτικές πρέπει να έχουν εξαντληθεί, όπως για παράδειγμα η αξιοποίηση της διπλωματίας, των διαπραγματεύσεων και των κυρώσεων. Πρέπει επίσης να υπάρχει μια βάσιμη προοπτική επιτυχίας, ώστε να αποφευχθούν οι άσκοπες απώλειες ανθρώπινων ζωών, ενώ παράλληλα τα προσδοκώμενα οφέλη του πολέμου να υπερβαίνουν τη ζημία που ενδέχεται να προκαλέσει.

Ο Πρώτος Πόλεμος του Κόλπου (1990-1991) για παράδειγμα, ήταν το αποτέλεσμα της επιθετικότητας του Ιράκ και της παράνομης εισβολής του στο Κουβέιτ. Ως απάντηση, οι Η.Π.Α. με την υποστήριξη των κρατών-μελών του ΟΗΕ, δικαίως κήρυξαν πόλεμο ενάντια στο Ιράκ με στόχο την αποκατάσταση της ειρήνης, της εδαφικής ακεραιότητας και της προάσπισης της κυριαρχίας του Κουβέιτ. Αντιθέτως, η Τουρκία ως «εγγυήτρια δύναμη» αδίκως εισέβαλε στην Κύπρο το 1974, ακόμη και αν χρησιμοποίησε ως πρόσχημα την προστασία των Τουρκοκυπρίων από τον βίαιο χαρακτήρα των Ελληνοκυπρίων. Ο χρόνος απέδειξε πως οι πραγματικές προθέσεις της ήταν κατακτητικές, διχοτομικές και όχι ανθρωπιστικές, αφού οδήγησαν στη δημιουργία του Ψευδοκράτους. Σήμερα, η Κύπρος μετρά περίπου 200.000 πρόσφυγες, 1.500 αγνοουμένους και την απώλεια του 36,2% της έκτασής της, το οποίο βρίσκεται κάτω από παράνομη στρατιωτική κατοχή.

Jus In Bello

Το “Jus In Bello” υπογραμμίζει την αναλογικότητα, η οποία επιτάσσει ότι η ισχύς που ασκείται στον πόλεμο πρέπει να είναι λελογισμένη και ενδεδειγμένη, αποφεύγοντας την υπέρμετρη ή περιττή φθορά. Έτσι, ένας πόλεμος δεν πρέπει να είναι ανορθόδοξος ως προς την αξία ή την τιμή του ανθρώπου, δηλαδή δεν πρέπει να περιλαμβάνει βιασμούς, γενοκτονίες, απάνθρωπα βασανιστήρια, δολοφονίες αμάχου πληθυσμού ή κρατουμένων και χρήση όπλων μαζικής καταστροφής. Εδώ εμπίπτει και η ηθική ευθύνη των στρατιωτών, οι οποίοι οφείλουν να διαχωρίζουν τους μαχόμενους από τους άμαχους ούτως ώστε να τερματιστούν οι φρικαλεότητες που ξεπερνούν τα όρια του πεδίου μάχης. Το Jus in bello έχει κωδικοποιηθεί μέσω της Τέταρτης Σύμβασης της Γενεύης (1949), η οποία κατοχύρωσε τα θεμελιώδη δικαιώματα των τραυματιών, των ασθενών, των αιχμαλώτων και του άμαχου πληθυσμού.

Μία καταδικαστέα περίπτωση θα λέγαμε πως είναι η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου στην περιοχή της Ινδοκίνας. Πιο συγκεκριμένα, ο άκρατος επεκτατισμός και σκληροπυρηνικός αντικομμουνισμός που ακολούθησε η Αμερικανική ηγεσία ενάντια στο Βόρειο Βιετνάμ, όταν η στρατιωτική αεροπορία των Η.Π.Α απελευθέρωσε στον αέρα τεράστιες ποσότητες του «πορτοκαλί παράγοντα», μίας τοξικής ουσίας που δηλητηρίασε τη βιοποικιλότητα της περιοχής και προκάλεσε σε ένα τεράστιο ποσοστό του βιετναμέζικου πληθυσμού γενετικές τερατομορφίες. Προχώρησαν επίσης στη μυστική ρίψη 4,85 εκατομμυρίων τόνων βομβών στην Καμπότζη και στο Λάος (1964-1973), ούτως ώστε να πλήξουν τις στρατιωτικές βάσεις και τα καταφύγια των Βιετκόνγκ (Βιετναμέζοι κομμουνιστές). Πραγματικός τους στόχος όμως δεν ήταν η άμεση λήξη του πολέμου για την αποκατάσταση της ειρήνης όπως οι ίδιοι ισχυριστήκαν, αλλά η απόκτηση πολιτικής επιρροής στην Ινδοκίνα για να επικρατήσουν της ΕΣΣΔ, στα πλαίσια του άκρατου ανταγωνισμού τους. Η Καμπότζη και το Λάος καταστράφηκαν ολικά και δυστυχώς αποτελούν τα πιο ναρκοθετημένα κράτη σε ολόκληρη την υφήλιο, αφού χιλιάδες πολίτες σκοτώνονται μέχρι και σήμερα, εξαιτίας της πυροδότησης βομβών που δεν ανατινάχθηκαν κατά τη ρίψη τους.

Jus Post Bellum

Σύμφωνα με το “Jus Post Bellum”, μετά το τέλος των εχθροπραξιών είναι απαραίτητη η σύναψη μίας δίκαιης και βιώσιμης ειρήνης, η οποία δεν θα εξυπηρετεί απλά τα συμφέροντα του νικητή μέσω της εκδικητικής πολιτικής και της εκμετάλλευσης της αδυναμίας του ηττημένου, αλλά αντιθέτως θα στοχεύει στη λογοδοσία και τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η ίδρυση τού Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου της Χάγης (1998), που είναι υπεύθυνο για την ποινική δίωξη προσώπων που διέπραξαν εγκλήματα πολέμου κατά της ανθρωπότητας, αποτελεί ένα σημαντικό επίτευγμα των αρχών της μεταβατικής δικαιοσύνης που εκφράζει τα κριτήρια του jus post bellum. Με τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Συνθήκη των Βερσαλλιών (1919) συνιστά ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για τον τρόπο με τον οποίο οι «καλές προθέσεις» που αποσκοπούν στον περιορισμό του επεκτατισμού, μπορούν να έχουν δυσμενείς συνέπειες εάν οι πρακτικές επιβολής είναι υπερβολικά αυστηρές ή ατελείς.

Η ηττημένη Γερμανία του 1918, βρέθηκε κάτω από σκληρούς εδαφικούς, οικονομικούς και στρατιωτικούς όρους που την καταδίκασαν σε ταπείνωση, εκτεταμένη φτώχεια και πολιτική αστάθεια, γεγονός που ευνόησε τη σταδιακή άνοδο και κυριαρχία του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος του Αδόλφου Χίτλερ, το οποίο τελικά προχώρησε στην κήρυξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (1939-1945). Εντούτοις, οι Ναζί που κρίθηκαν υπεύθυνοι για τις απάνθρωπες βαρβαρότητες που προκλήθηκαν, οδηγήθηκαν στη Δίκη της Νυρεμβέργης (1946), όπου εκεί δικαίως καταδικάστηκαν σε θάνατο ή ισόβια φυλάκιση με αποτέλεσμα να τεθούν τα πρώτα θεμέλια του ποινικού δικαίου και της διεθνούς δικαιοσύνης. Αξίζει όμως να σημειωθεί πως η δίκη υστερούσε σημαντικά σε ορισμένα σημεία, όπως στο ότι οι Η.Π.Α παρέμειναν νομικά ατιμώρητες για το αποτρόπαιο έγκλημα της ρίψης των δύο ατομικών βομβών στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι της Ιαπωνίας, σε μία προσπάθεια απόκρυψης των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν από τους Συμμάχους.

Μελλοντικές Προοπτικές

Εν κατακλείδι, καθώς οι πόλεμοι γίνονται ολοένα και πιο πολύπλοκοι εξαιτίας νέων καταστροφικών τεχνολογιών και διεφθαρμένων πολιτικών συμφερόντων, είναι απαραίτητη η προσαρμογή της θεωρίας του «Δίκαιου Πολέμου» στη σύγχρονη πραγματικότητα, δεδομένου ότι αποκρυσταλλώνει την πραγματική σημασία της ηθικής στρατιωτικής συμπεριφοράς και της παγκόσμιας ειρήνης. Με βάση τα πιο πάνω κριτήρια, αποτελεί επιτακτική ανάγκη η θέσπισης ενός άτεγκτου νομικού πλαισίου, το οποίο θα πρέπει να τηρείται με απόλυτη πειθαρχία και ακρίβεια από όλα τα μέλη της διεθνούς κοινωνίας, με απώτερο στόχο την κατανόηση τις ηθικής διάστασης των συγκρούσεων και την εύρεση βιώσιμων λύσεων για την αντιμετώπισή τους. Τα κράτη απαιτείται να κρίνουν με αυστηρότητα τους σκοπούς έναρξης ενός πολέμου και τον τρόπο διεξαγωγής του, να αξιολογούν τις ηθικές επιπτώσεις του και να αναλύουν όχι μόνο τη δικαιολόγησή του αλλά και τις μακροπρόθεσμες συνέπειες που θα έχει στη διεθνή δικαιοσύνη και την πολιτικοοικονομική σταθερότητα του πλανήτη, με βάση τις ηθικές και νομικές παραμέτρους του διεθνούς δικαίου.

*Φοιτητής Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κύπρου