Αναλύσεις

Μακάριος: Μεγάλος χαρισματικός ηγέτης ή αρχιτέκτονας καταστροφής;

(Με αφορμή τις τελευταίες υμνολογίες, εξυμνήσεις και εγκωμιασμούς του Μακαρίου από ανθρώπους που ακόμα αρνούνται να δουν την πραγματικότητα).

Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄ ήταν ίσως ο πιο δημοφιλής ηγέτης στην ιστορία του κυπριακού λαού, ούτε ότι η παρουσία του κυριάρχησε τις υποθέσεις του για σχεδόν τρεις δεκαετίες και ότι οι αποφάσεις του υπήρξαν καθοριστικές για το μέλλον του.

Με την εκλογή του ως αρχιεπισκόπου το 1950, ο Μακάριος ανέλαβε μια τεράστια ευθύνη, εκείνη του αγώνα για ένωση με την Ελλάδα. Αυτή η εκστρατεία, που εγκαινιάστηκε από τον πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας, Ιωάννη Καποδίστρια, στη δημόσια δήλωσή του τον Οκτώβριο του 1827, συνεχίστηκε από τους Ελληνοκύπριους, την πλειοψηφία των κατοίκων του νησιού, προοδευτικά με αυξανόμενο σθένος και πείσμα. Στο μεταξύ, έλαβαν χώρα σημαντικά γεγονότα που επηρέασαν την υπόθεσή τους: η ανάληψη της διοίκησης της Κύπρου από τη Βρετανία το 1878, η προσάρτηση της Κύπρου από τη Βρετανία το 1914, η Συνθήκη της Λωζάνης το 1923 - σύμφωνα με το Άρθρο 20 της οποίας, «η Τουρκία παραιτείται από κάθε δικαίωμα στην Κύπρο» - η επίσημη ανακήρυξη της Κύπρου ως βρετανικής αποικίας το 1925 και δύο παγκόσμιοι πόλεμοι.

Οι Έλληνες της Κύπρου διεκδικούσαν την Ένωση με υπομνήματα και αντιπροσωπείες στο Λονδίνο και αλλού, διαδηλώσεις, διαμαρτυρίες και απεργίες, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, καθώς η στερεότυπη απάντηση των βρετανικών αρχών από το 1919 και μετά ήταν: Το Κυπριακό ζήτημα είναι και παραμένει κλειστό.

Έχοντας κληρονομήσει τις παρακαταθήκες και την παράδοση των προκατόχων του, ο νέος αρχιεπίσκοπος σήκωνε στους ώμους του τρία δημοψηφίσματα για την Ένωση (1921, 1931 και 1950) και ένα αντιαποικιακό κίνημα τον Οκτώβριο του 1931, στο οποίο τέσσερεις Ελληνοκύπριοι διαδηλωτές έχασαν τη ζωή τους, δεκάδες εξορίστηκαν και εκατοντάδες φυλακίστηκαν. Για το ιδανικό της Ένωσης, για το οποίο ο ίδιος ο Μακάριος ορκίστηκε τέσσερεις φορές, ανέλαβε μια διεθνή εκστρατεία από το 1950 έως το 1954. Στις πολιτικές του διαβουλεύσεις, είχε στη διάθεσή του τρεις διεθνείς συνθήκες κρίσιμης σημασίας για το Κυπριακό: (i) τον Ατλαντικό Χάρτη, μια κοινή διακήρυξη των ΗΠΑ (Πρόεδρος Ρούσβελτ) και Βρετανίας (Πρωθυπουργός Τσώρτσιλ) της 14ης Αυγούστου 1941, που δεσμεύει και τις δύο χώρες να σέβονται το δικαίωμα των λαών για αυτοδιάθεση. (ii) τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, που επικυρώθηκε το 1945 – του οποίου το Κεφάλαιο 1, Άρθρο 1, Μέρος 2 καθορίζει ως σκοπό του, «την ανάπτυξη σχέσεων μεταξύ εθνών με βάση τον σεβασμό της αρχής των ίσων δικαιωμάτων και της αυτοδιάθεσης των λαών...» και (iii) τον Χάρτη του Ποτόμακ στις 29 Ιουνίου 1954 μεταξύ των ΗΠΑ (Αϊζενχάουερ) και Βρετανίας (Τσώρτσιλ), του οποίου το Άρθρο III υποστηρίζει το δικαίωμα των λαών για αυτοδιάθεση. Αντιμέτωποι με μια σταθερή και αμετάκλητη βρετανική απόφαση να διατηρήσουν την Κύπρο ως αποικία τους επ' αόριστον, οι Κύπριοι δεν έβλεπαν άλλη επιλογή από το να ξεκινήσουν ένοπλο αγώνα απελευθέρωσης. Και αυτόν σχεδίασε, οργάνωσε και υλοποίησε ο εν αποστρατεία Συνταγματάρχης Γεώργιος Γρίβας, απαιτώντας αυτοδιάθεση και, μέσω αυτής, την ένωση με την Ελλάδα. Ο Μακάριος, μετά την αποτυχία των συνομιλιών του με τον κυβερνήτη Σερ Τζον Χάρντινγκ στις αρχές Μαρτίου 1956, εξορίστηκε μαζί με τρεις άλλους σημαίνοντες Κύπριους στις Σεϋχέλλες.

Από τότε και στο εξής, μια καταστροφική ακολουθία γεγονότων που υπονόμευσαν την ελληνοκυπριακή υπόθεση ήταν άμεσο αποτέλεσμα της λανθασμένης κρίσης και των κακών αποφάσεων και χειρισμών του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου.

Τα Χριστούγεννα του 1956, ο Μακάριος, κατά τη διάρκεια της επίσκεψης τού Κρίτωνα Τορναρίτη και του Ντέρεκ Πίαρσον στις Σεϋχέλλες για να τον ενημερώσουν για τις συνταγματικές προτάσεις του Λόρδου Ράντκλιφ, άρχισε να σκέφτεται την εγκατάλειψη του αγώνα για αυτοδιάθεση, παρά τις θυελλώδεις αντιρρήσεις των τριών συνεξόριστών του.

Με την απελευθέρωσή του από τις Σεϋχέλλες και την εγκατάστασή του στην Αθήνα τον Μάρτιο του 1957, ο Μακάριος εγκατέλειψε την αυτοδιάθεση για χάρη της ανεξαρτησίας χωρίς καμία διαβούλευση με όσους συμμετείχαν στον αγώνα ή με τον λαό του και χωρίς το παραμικρό αντάλλαγμα για αυτήν την παραχώρηση. Τη στιγμή που ο νεαρός Αμερικανός γερουσιαστής Τζον Κένεντι έκανε ομιλίες υπέρ του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των Κυπρίων, ο ίδιος ο Μακάριος την εγκατέλειπε. Χωρίς να ενημερώσει την ελληνική κυβέρνηση, μέσω δημόσιων δηλώσεων (το 1957 στους New York Times και το 1958 στην Barbara Castle) πρότεινε την ανεξαρτησία ως λύση, μια εντελώς προσωπική απόφαση, χωρίς λαϊκή εντολή ή διαβούλευση, εγκαταλείποντας μια εκστρατεία απελευθέρωσης και ένωσης 120 ετών και παραβιάζοντας τη λαϊκή εντολή του Δημοψηφίσματος 1950, υπό την οποία εντολή ανέλαβε ως αρχιεπίσκοπος.

Επιπρόσθετα, ενώ βρισκόταν στην Αθήνα τον Φεβρουάριο του 1958, ο Μακάριος προσπάθησε να παρακάμψει τον χειρισμό του Κυπριακού από την ελληνική κυβέρνηση, υποβάλλοντας αίτηση για βίζα στην τουρκική πρεσβεία για να μεταβεί μόνος του στην Άγκυρα για άμεσες συνομιλίες με την τουρκική κυβέρνηση. Οι Βρετανοί διπλωμάτες, αμέσως ενημερωμένοι από τους Τούρκους, επικοινώνησαν με τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών, ο οποίος δεν είχε ιδέα, αλλά ταυτόχρονα ερμήνευσαν την ενέργεια του Μακαρίου ως μαρτυριά για ένα διχασμένο ελληνικό μέτωπο και ως επίσημη αναγνώριση από τον Μακάριο ότι η Τουρκία είχε δικαιώματα στην Κύπρο.

Η επικύρωση των Συμφωνιών του Λονδίνου και της Ζυρίχης, με την υπογραφή του Μακαρίου, δημιούργησε όχι μόνο ένα αντιδημοκρατικό καθεστώς, αλλά επέβαλε και ένα πολιτικό σύστημα που περιείχε τους σπόρους της διαίρεσης, αρνήθηκε στους Κυπρίους το δικαίωμα να αποφασίσουν για το μέλλον τους μέσω δημοψηφίσματος, επέτρεψε τη μόνιμη στρατιωτική παρουσία της Τουρκίας στην Κύπρο και παραχώρησε δύο κυρίαρχες βρετανικές στρατιωτικές βάσεις τεραστίας έκτασης. Το αν ο Μακάριος υπέγραψε αυτές τις συμφωνίες με δική του θέληση ή υπό βρετανικό εκβιασμό για την προσωπική του ζωή είναι άσχετο. Συνιστούσαν μια πολιτική ήττα για την ελληνική πλευρά της οποίας συνεργός ήταν ο Μακάριος. Και αυτό, τη στιγμή που ο αγώνας της ΕΟΚΑ είχε καταστήσει τη διακυβέρνηση του νησιού από τους Βρετανούς αδύνατη και μπορούσε να συνεχιστεί μόνο μέσω συλλήψεων χωρις ένταλμα, φυλακίσεων χωρίς δίκη, στρατοπέδων συγκέντρωσης, απαγχονισμών, κατοίκον περιορισμών, απαγόρευσης κυκλοφορίας και παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο Μακάριος, παρά την αντίθεση των συμβούλων του, παρουσίασε αυτό το ανεπαρκές και μη λειτουργήσιμο κατασκεύασμα ως πολιτική νίκη, παραπλανώντας και ξεγελώντας εσκεμμένα τον λαό του.

Στη συνέχεια, ως επικεφαλής ενός νεοσύστατου μικροκράτους, ο Μακάριος έκανε για άλλη μια φορά μια λανθασμένη στρατηγική εκτίμηση ως προς τη γεωπολιτική επιρροή του κινήματος των αδέσμευτων, του οποίου κατέστησε την Κύπρο μέλος. Η κοινοπραξία αυτή δεν μπορούσε να του προσφέρει ούτε αποτελεσματική πολιτική υποστήριξη ούτε τη στρατιωτική προστασία που χρειαζόταν απεγνωσμένα.

Το 1963, ο Μακάριος γνώριζε τις τουρκικές διχοτομικές προθέσεις και τις παράνομες στρατιωτικές προετοιμασίες στο νησί, ενώ ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Τζον Κένεντι, ο Έλληνας Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Τούρκος ομόλογός του Ισμέτ Ινονού τον προειδοποίησαν να μην προβεί σε οποιαδήποτε συνταγματική τροποποίηση. Αγνοώντας όλα αυτά, πήρε την επόμενη καταστροφική του πολιτική απόφαση. Υπέβαλε μονομερώς τροποποιήσεις στο σύνταγμα, πονηρά, όταν ο Κένεντι ήταν νεκρός, η Ελλάδα χωρίς κυβέρνηση και ο Ινονού σε σοβαρό πρόβλημα, νομίζοντας αφελώς ότι δεν θα υπήρχε πλέον αντίδραση. Το αποτέλεσμα αυτής της καταστροφικής πολιτικής κίνησης ήταν η διχοτόμηση της Λευκωσίας και άλλων πόλεων, ο κατακερματισμός της υπόλοιπης Κύπρου με τη δημιουργία 32 τουρκικών θυλάκων, η κατάρρευση της κυβέρνησής του, η έναρξη διακοινοτικών αιματηρών ένοπλων συγκρούσεων και η διάλυση του κράτους της Ζυρίχης.

Μετά την αιματηρή αυτή αναταραχή που δημιουργήθηκε, ο Μακάριος προχώρησε σε μια ακόμη καταστροφική πολιτική απόπειρα, τον Ιανουάριο του 1964, ανακοινώνοντας σε όλα τα κράτη μέλη του ΟΗΕ, εκτός από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις Ελλάδα, Βρετανία και Τουρκία, ότι θα καταργούσε μονομερώς τη Συνθήκη Εγγύησης, την οποία είχε επικυρώσει με την υπογραφή του! Την τελευταία στιγμή τον απέτρεψε ο Βρετανός υφυπουργός Εξωτερικών που τυχαία βρισκόταν τότε στην Κύπρο.

Η πιο επικίνδυνη πολιτική του κίνηση, ωστόσο, τον ίδιο μήνα ήταν η προσπάθειά του να εμπλέξει τη Σοβιετική Ένωση στο Κυπριακό. Ο Μακάριος, ένας άπειρος και αδύνατος πολιτικός στη διεθνή σκηνή, επιχειρούσε ένα επικίνδυνο πολιτικό παιχνίδι μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων στο κατακόρυφο του Ψυχρού Πολέμου, και αυτό αποδείχθηκε πράξη πολιτικής αυτοκτονίας.

Τους επόμενους μήνες, η Κύπρος ενισχύθηκε στρατιωτικά με την ίδρυση τής Εθνοφρουράς και την άφιξη ελληνικών στρατευμάτων και οπλισμού. Τον Αύγουστο του 1964, ο Μακάριος επιδείνωσε την κατάσταση με μια ακόμη επικίνδυνη πολιτική κίνηση. Προκειμένου να τορπιλίσει τις διαμεσολαβητικές συνομιλίες του Ντιν Άτσεσον με την Ελλάδα και την Τουρκία, επισκέφθηκε την Αίγυπτο και ζήτησε από τον Γκαμάλ Νάσερ ρωσικά όπλα και πυραυλικά συστήματα, τα οποία ο τελευταίος, φοβούμενος τις πολιτικές συνέπειες, τελικά αρνήθηκε να του παραδώσει. Αυτό εξόργισε τους Αμερικανούς, οι οποίοι χαρακτήρισαν τον Μακάριο ως τον Κάστρο της Μεσογείου και την Κύπρο ως την Κούβα της Μεσογείου. Μέσα σε τρία χρόνια από την ανάληψη της προεδρίας της Κύπρου, δημιούργησε άγριους παντοδύναμους εχθρούς.

Στις 22 Αυγούστου 1964, μετά την αποτυχία των προσπαθειών του Άτσεσον και των διαβουλεύσεών του στη Γενεύη, ο Μακάριος τορπίλισε μια μοναδική ευκαιρία για την «κήρυξη άμεσης Ένωσης» με την Ελλάδα σύμφωνα με αμερικανικό σχέδιο. Ενώ το Συμβούλιο του Ελληνικού Στέμματος (Βασιλιάς Κωνσταντίνος Β', Πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου, οι υπουργοί Άμυνας και Εξωτερικών και ηγέτες της αντιπολίτευσης), αποφάσισε ομόφωνα να υλοποιήσει τη μυστική αμερικανική πρόταση, ο Μακάριος ξεκίνησε χρονοβόρες συζητήσεις με τον Έλληνα υπουργό Άμυνας Πέτρο Γαρουφαλιά, στέλνοντας ταυτόχρονα τον Λυσσαρίδη στην Αθήνα, που μαζί με τον Ανδρέα Παπανδρέου έπεισαν τον Έλληνα πρωθυπουργό να εγκαταλείψει αυτή τη μοναδική ευκαιρία.

Από το 1964 έως το 1967, τα πληρωμένα φιλομακαριακά μέσα ενημέρωσης εγκαινίασαν έναν αδίστακτο πόλεμο εναντίον των Ελλήνων αξιωματικών της Εθνοφρουράς και των ανδρών της Ελληνικής Μεραρχίας που βρίσκονταν στην Κύπρο για να την υπερασπιστούν από τις απειλές της τουρκικής εισβολής και, αν χρειαζόταν, να δώσουν τη ζωή τους. Αυτή η εκστρατεία προκάλεσε μεγάλες ανησυχίες και προβληματισμούς στον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος χρηματοδότησε την κυκλοφορία μιας εφημερίδας για να την αντιμετωπίσει.

Το 1967 ο Μακάριος αποφάσισε στρατιωτική αντιπαράθεση με τους Τουρκοκύπριους στην Κοφίνου, επιμένοντας στην εμπλοκή της Εθνοφρουράς, με μυστική ατζέντα την απομάκρυνση της Ελληνικής Μεραρχίας και του Γρίβα από την Κύπρο. Σε συνεργασία με τον Στρατηγό Γρηγόριο Σπαντιδάκη, βασιλικό μέλος της ελληνικής χούντας, ο οποίος ήταν υπουργός Άμυνας και Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, ο Μακάριος επεξεργάστηκε τις λεπτομέρειες του σχεδίου της Κοφίνου κατά την επίσκεψη του τελευταίου στην Κύπρο το 1960.

Παράλληλα με αυτό το σχέδιο, έγινε απόπειρα κατά της ζωής του Στρατηγού Γρίβα με την ανατίναξη του αεροπλάνου με το οποίο επρόκειτο να ταξιδέψει από την Αθήνα στη Λευκωσία, με αποτέλεσμα τον θάνατο 66 αθώων επιβατών, ενώ η Τουρκία έστειλε κρυφά τον Τούρκο ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς στην Κύπρο για να αναλάβει την ηγεσία των Τούρκων στο καντόνι Κοφίνου - Αγίου Θεοδώρου. Αντ' αυτού, προσγειώθηκε στον Άγιο Θεόδωρο Καρπασίας όπου και συνελήφθη. Ο Μακάριος, με τις επιχειρήσεις της Κοφίνου, τις οποίες επιδίωξε επιμελώς, κατάφερε να δημιουργήσει μια πολιτική κρίση που επιδίωκε, αλλά ταυτόχρονα πέτυχε όχι μόνο τη διεθνή ταπείνωση της Ελλάδας αλλά και την κατεδάφιση της αμυντικής ασπίδας του νησιού χωρίς να ανησυχεί για τις συνέπειες. Ο Στρατηγός Γρίβας και η Ελληνική Μεραρχία εκδιώχθηκαν από την Κύπρο.

Ο Μακάριος δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι διαλύοντας την αμυντική ικανότητα της Κύπρου, η οποία είχε οικοδομηθεί με μεγάλο οικονομικό και πολιτικό κόστος για την Ελλάδα και με τον ιδρώτα των στρατευμένων νέων του νησιού, η στρατιωτική εισβολή της Τουρκίας για την εφαρμογή της διχοτόμησης ήταν πλέον πολύ πιο εύκολη υπόθεση και ζήτημα χρόνου.

Ως απόλυτος μονάρχης της Κύπρου, ο Μακάριος φέρει μέγιστη ευθύνη για την εσωτερική κατάσταση από το 1960 και μετέπειτα. Στα χέρια του συγκεντρώθηκε όχι μόνο η εκτελεστική αλλά και η νομοθετική εξουσία, χωρίς να ανέχεται καμία αμφισβήτηση της κρίσης και των αποφάσεών του. Η νοοτροπία του Μακαρίου και των υποστηρικτών του ότι όσοι διαφωνούσαν μαζί του ήταν προδότες και επικίνδυνοι για το κυπριακό κράτος, φυσικά προκαλούσε αντιδράσεις. Κάθε φωνή και κάθε πολιτική κίνηση ενάντια στο καθεστώς του έπρεπε να κατασταλεί. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Μακαρίου, η Κύπρος είδε απαγωγές και ξυλοδαρμούς δημοσιογράφων, φυλακίσεις και δολοφονίες αντιφρονούντων. Δύο ημέρες μετά τη βάναυση δολοφονία δύο νέων ανδρών και πρώην αγωνιστών της ΕΟΚΑ στις 16 Αυγούστου 1961, ο Μακάριος γνώριζε ότι ένας από τους υπουργούς του και άλλοι άνθρωποι του στενού του κύκλου ήταν οι ηθικοί αυτουργοί αυτού του φρικτού εγκλήματος, καθώς και τις ταυτότητες των δολοφόνων. Αντί να τους οδηγήσει στη δικαιοσύνη, τους πρόσφερε κάλυψη και αυτό οδήγησε σε μια ακόμη εκτέλεση ενός 22χρονου άνδρα που αντιτίθετο στον Μακάριο ένα χρόνο αργότερα.

Όσο ζούσε ο Μακάριος, κανένας από τους συνεργάτες του δεν τολμούσε να αμφισβητήσει την ορθότητα των σκέψεων, των αποφάσεων και των πράξεών του. Ως απόλυτος δεσπότης των μέσων ενημέρωσης, έκανε πλύση εγκεφάλου τόσο στους δημόσιους υπαλλήλους όσο και στο ευρύ κοινό. Όσοι είχαν διαφορετική γνώμη και τολμούσαν να την εκφράσουν αντιμετώπιζαν διώξεις, γενική περιφρόνηση και αποδοκιμασία, απειλές κατά της ζωής τους, απόλυση από την εργασία τους και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ποινική δίωξη. Επισφράγισμα αυτής της πολιτικής του ήταν η φυλάκιση του αρχηγού της αντιπολίτευσης Τάκη Ευδόκα γιατί τόλμησε να ασκήσει κριτική των πράξεων του Μακαρίου μέσα από ένα άρθρο του στην εφημερίδα.

Το όνομα του Μακαρίου έπρεπε να προστατευτεί πάση θυσία, όχι μόνο όταν ήταν ζωντανός αλλά και μετά θάνατον. Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του το 1967, ψηφίστηκε ο αυταρχικός νόμος περί «Προσβολής του Αρχηγού του Κράτους». Το άρθρο 46Α του Ποινικού Κώδικα προέβλεπε φυλάκιση έως και τριών ετών για όποιον τολμούσε να πει οτιδήποτε επικριτικό για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, δηλαδή τον Μακάριο. Και αυτός ο νόμος ίσχυε όχι μόνο για τη θητεία του προέδρου, αλλά και μετά την παραίτησή του από την προεδρία, ακόμη και μετά τον θάνατό του. Τέτοιοι νόμοι υπάρχουν μόνο σε ολοκληρωτικά και δικτατορικά καθεστώτα, και όμως σχεδόν τέσσερεις δεκαετίες μετά τον θάνατό του, αυτός ο αντιδημοκρατικός νόμος εξακολουθούσε να ισχύει.

Στις 7 Νοεμβρίου 1973, δημοσιεύθηκε η έκθεση της Διεθνούς Επιτροπής Νομικών, η οποία τον Αύγουστο έστειλε τον πρόεδρό της, τον Βρετανό QC Jeffrey Garrett, στην Κύπρο για να διερευνήσει ισχυρισμούς για κακομεταχείριση πολιτικών κρατουμένων από την αστυνομία. Τα γενικά συμπεράσματα της έκθεσης Garrett αποτελούν καταπέλτη για το καθεστώς Μακαρίου αναφέροντας μεταξύ άλλων ως παραδείγματα κακομεταχείρισης: 1) Πράξεις βίας και εκφοβισμού κατά υπόπτων διαπράχθηκαν από μέλη των δυνάμεων ασφαλείας. Αναφέρει ξυλοδαρμούς, κάψιμο κρατουμένων με τσιγάρα, απειλές εκτέλεσης και βομβιστικές ανατινάξεις αυτοκινήτων. 2) Τα μέσα διερεύνησης αγωγών εναντίον αυτών των δυνάμεων ήταν ανεπαρκή και αναποτελεσματικά. 3) Οι δυνάμεις ασφαλείας έπρεπε να υπόκεινται σε αυστηρότερο έλεγχο και πειθαρχία. 4) Οι δικαστικές διαδικασίες διαθέσιμες στους πολίτες για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους χρειάζονταν βελτίωση.

Σοβαρές ήταν οι λανθασμένες κρίσεις και οι πολιτικές αποφάσεις του Μακαρίου που προηγήθηκαν του πραξικοπήματος του 1974 εναντίον του: α) Γνωρίζοντας, από πληροφορίες και γεγονότα, όπως αυτά στο Πολυτεχνείο Αθηνών, ότι ο Δημήτριος Ιωαννίδης και άλλοι στρατιωτικοί ηγέτες στην Ελλάδα ήταν αδίστακτοι, αποφάσισε και διακινδύνευσε ανοικτή σύγκρουση μαζί τους. Επιδείνωσε περαιτέρω τις εντάσεις επιχειρώντας δημόσια ταπείνωση της χούντας με την επιστολή του προς τον Πρόεδρο Φαίδωνα Γκιζίκη. β) Ήδη από την Παρασκευή, 13 Ιουλίου 1974, γνώριζε από την ενημέρωση του επιχειρηματία Κώστα Μαγκλή, την οποία έστειλε ο Νίκος Κρανιδιώτης, ότι τη Δευτέρα 15 Ιουλίου η χούντα θα πραγματοποιούσε πραξικόπημα εναντίον του, ωστόσο αποφάσισε να μην λάβει καμία προφύλαξη ούτε να το ματαιώσει, όπως είχε πρέξει τον Φεβρουάριο του 1972.

Οι ενέργειές του μετά το πραξικόπημα, όταν η μόνη του ανησυχία ήταν η επιστροφή του στην εξουσία, ήταν καταστροφικές για την Κύπρο. Στις 17 Ιουλίου, κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεών του στο Λονδίνο με τον Πρωθυπουργό Χάρολντ Γουίλσον και τον Υπουργού Εξωτερικών Τζέιμς Κάλαχαν, έδωσε τη συγκατάθεσή του για στρατιωτική επιχείρηση από την Τουρκία, με τη ψευδαίσθηση ότι θα τον επανέφεραν στην εξουσία, χωρίς συνέπειες. Οι δημόσιες δηλώσεις του στο Λονδίνο και η ομιλία του στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ στις 19 Ιουλίου έδωσαν τη νομική βάση για την τουρκική εισβολή. Στις 17 Ιουλίου 1974, οι Βρετανοί κέρδισαν το πολιτικό παιχνίδι αφήνοντας την εκτέλεση της εισβολής και την εφαρμογή της διχοτόμησης στους Τούρκους. Το δείπνο εργασίας που παρέθεσαν οι Γουίλσον και Κάλαχαν προς τιμή του Μπουλέντ Ετζεβίτ και της μεγάλης τουρκικής αντιπροσωπείας που τον συνόδευε εκείνο το βράδυ, σφράγισε την έναρξη της εφαρμογής αυτού του σχεδίου. Φυσικά, θα ήταν αφελές να υποστηρίξει κανείς ότι οι Τούρκοι σχεδίασαν την εισβολή και τη διχοτόμηση της Κύπρου μεταξύ 17 και 20 Ιουλίου 1974. Ο Μακάριος ήταν πεπεισμένος ότι οι Τούρκοι θα τον επανέφεραν στην εξουσία, λέγοντας στον Κάλαχαν: «Νομίζω ότι οι Τούρκοι προτιμούν εμένα από τον Σαμψών».

Το αποκορύφωμα αυτής της αυταπάτης ήταν η ομιλία του στα Ηνωμένα Έθνη, την οποία, σύμφωνα με τα πρακτικά, συζήτησε επίσης με τον Βρετανό πρωθυπουργό. Τα δύο τραγικά σημεία αυτής της ομιλίας, τα οποία για χρόνια καλύπτονταν από ένα πέπλο σιωπής, ήταν: α) Επανέλαβε πολλές φορές ότι η χούντα είχε εισβάλει στην Κύπρο, και β) ότι όχι μόνο οι Ελληνοκύπριοι αλλά και οι Τουρκοκύπριοι κινδύνευαν από το νέο καθεστώς. Φυσικά, οι Τούρκοι τήρησαν την υπόσχεσή τους και επανέφεραν τον Μακάριο, αλλά σε μια βίαια διαιρεμένη Κύπρο με το 38% της γης της υπό στρατιωτικό έλεγχο, χιλιάδες νεκρούς και αγνοούμενους, και 200.000 πρόσφυγες.

Το τραγικό συμπέρασμα από όλη την υπόθεση είναι το εξής: Η Κύπρος και η Ελλάδα από το 1950 έως το 1974 δεν είχαν πολιτικούς (με εξαίρεση ίσως τον γέρο Γεώργιο Παπανδρέου) που μπορούσαν να αντιμετωπίσουν την πολιτική και διπλωματική ισχύ της Βρετανίας και της Τουρκίας. Η πολιτική ανεπάρκεια του Μακαρίου και των τότε πολιτικών της Ελλάδας δεν περιοριζόταν στο γεγονός ότι φάνηκαν ανίκανοι να διεκδικήσουν το δίκαιο και δημοκρατικό αίτημα, της αυτοδιάθεσης, σε μια εποχή που η Τουρκία είχε παραιτηθεί από κάθε δικαίωμά της επί της Κύπρου μέσω της Συνθήκης της Λωζάνης το 1923. Αντίθετα, δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν ένα ρατσιστικό, αντιδημοκρατικό, άδικο και απάνθρωπο σχέδιο διχοτόμησης, το οποίο εμφανίστηκε το 1956 και τελικά τέθηκε σε ισχύ τον Ιούλιο του 1974.

Για αυτές τις τραγικές πραγματικότητες, τεράστια ευθύνη πέφτει πρωτίστως στους ώμους του Μακαρίου, ως του μοναδικού πολιτικού και εκκλησιαστικού ηγέτη και μόνου διαχειριστή των εσωτερικών και εξωτερικών υποθέσεων της Κύπρου από το 1950 και μέχρι τον θάνατό του.

Συνοψίζοντας, τα παραπάνω γεγονότα μαρτυρούν ότι, η έλλειψη σωστής και επαρκούς πολιτικής αξιολόγησης, οξυδέρκειας και εκτίμησης των καταστάσεων, οδήγησαν τον Μακάριο σε μοιραίες αποφάσεις, με αποτέλεσμα ολέθριες συνέπειες για τον λαό του.

Τέλος, η ιστορία θα κρίνει τον Μακάριο, όχι από τον αριθμό των επισκέψεών του σε μεγάλες και τρανές χώρες και τις φωτογραφίσεις του με επιφανείς άνδρες, ούτε με βάση τον αριθμό, τον όγκο και το ύψος των αγαλμάτων του, αλλά με βάση τα επιτεύγματά του, τα οποία ήταν καταστροφικά για τον λαό του.