Με καταναλωτικά δάνεια καλύπτουν βασικές ανάγκες χιλιάδες νοικοκυριά
«Δεν αρκούν οι μισθοί, στα ύψη το κόστος ζωής» - Οι ενδείξεις του Δημοσιονομικού Συμβουλίου και η έρευνα της ΣΕΚ

Με δανεικά βγαίνει ο μήνας για έναν σημαντικό αριθμό νοικοκυριών στην Κύπρο. Σύμφωνα με τις ενδείξεις του Δημοσιονομικού Συμβουλίου Κύπρου, αρκετοί πολίτες, υπό το βάρος της ακρίβειας και του αυξημένου κόστους ζωής, καταφεύγουν σε καταναλωτικά δάνεια για να καλύψουν βασικές και καθημερινές ανάγκες, καθώς ο μισθός δεν αρκεί. Συμπέρασμα που προκύπτει καθώς παρατηρείται αύξηση των καταναλωτικών δανείων χωρίς αύξηση της απόλυτης κατανάλωσης, κάτι που δείχνει ότι ο δανεισμός αφορά υφιστάμενες ανάγκες.
Η συγκεκριμένη ένδειξη του Δημοσιονομικού Συμβουλίου έρχεται λίγους μήνες μετά την παρουσίαση των αποτελεσμάτων της έρευνας της ΣΕΚ για τους μισθούς στην Κύπρο, που, μεταξύ άλλων, κατέδειξε ότι το 23% των εργαζομένων δυσκολεύονται κάθε μήνα να πραγματοποιήσουν αγορές σε είδη πρώτης ανάγκης, με αποτέλεσμα να χρειάζεται να δανείζονται για να καλύψουν οικονομικές υποχρεώσεις.
Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στην εφημερίδα «Σημερινή» ο Γενικός Γραμματέας της ΣΕΚ, Ανδρέας Μάτσας, σε μία περίοδο ανάπτυξης για την κυπριακή οικονομία, δεν είναι αποδεκτό οι εργαζόμενοι να δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα.
«Αποδεικνύεται η ανάγκη για βελτίωση των μισθών και η επέκταση των συλλογικών συμβάσεων, προκειμένου να στηριχθούν περισσότεροι εργαζόμενοι μέσα από την αναβάθμιση των μισθολογικών απολαβών», ανέφερε ο κ. Μάτσας.
Την ίδια ώρα, ο Ανδρέας Μάτσας «καταγγέλλει» ότι η Κυβέρνηση επιβραβεύει μονομερώς την επιχειρηματικότητα και αφήνει σε δεύτερη μοίρα τα ζητήματα των εργαζομένων.
Τι αναφέρει η Έκθεση του Δημοσιονομικού Συμβουλίου
«Παρατηρούνται ιδιαίτερα αυξημένες πιέσεις στα νοικοκυριά, τα οποία φαίνεται πως χρησιμοποιούν πιστώσεις για την ικανοποίηση συνήθων αναγκών, κάτω από το βάρος του κόστους ζωής, το οποίο πλέον εδραιώνεται σε υψηλά επίπεδα μετά και το πληθωριστικό επεισόδιο των προηγούμενων ετών», αναφέρει συγκεκριμένα η Ενδιάμεση Έκθεση του Δημοσιονομικού Συμβουλίου για το 2025.

Μιλώντας στην εφημερίδα «Σημερινή», ο Πρόεδρος του Δημοσιονομικού Συμβουλίου, Μιχάλης Περσιάνης, εξήγησε ότι η ιδιωτική κατανάλωση, παρά την επιβράδυνση, εξακολουθεί να είναι βασικός μοχλός ανάπτυξης.
«Η αύξηση των καταναλωτικών δανείων, χωρίς αύξηση της απόλυτης κατανάλωσης, αποτελεί ένδειξη ότι τα δάνεια αυτά χρησιμοποιούνται για την κάλυψη υφιστάμενων και βασικών αναγκών. Ουσιαστικά έχουμε αυτήν την υποψία καθώς η στροφή προς τα καταναλωτικά δάνεια υπερβαίνει την αύξηση της κατανάλωσης», ανέφερε ο κ. Περσιάνης.
Ο κ. Περσιάνης πρόσθεσε πως δεν υπάρχουν ακόμη επίσημα κοινωνικά στοιχεία για το 2025, καθώς δημοσιεύονται με κάποια καθυστέρηση. Ωστόσο, όπως είπε, οι ενδείξεις είναι ότι θα επιδεινωθούν οι δείκτες ανισότητας, και αυτό, επειδή ο διάμεσος μισθός είναι πιο χαμηλός από τον μέσο.

Ανδρέας Μάτσας: Οι μισθοί δεν καλύπτουν βασικές ανάγκες
«Οι μισθοί δεν καλύπτουν τις βασικές βιοποριστικές ανάγκες, όπως το κόστος στέγασης, διατροφής, τις ενεργειακές ανάγκες και άλλα βασικά αγαθά, με αποτέλεσμα μερίδα των πολιτών να στρέφονται σε καταναλωτικά δάνεια. Η διαπίστωση του Δημοσιονομικού Συμβουλίου επιβεβαιώνει αυτό που είχε καταδείξει η έρευνα της ΣΕΚ», ανέφερε στη «Σημερινή» ο Γενικός Γραμματέας της ΣΕΚ, Ανδρέας Μάτσας.
Υπενθυμίζεται ότι, η έρευνα της ΣΕΚ για τα επίπεδα των μισθών, που δημοσιεύθηκε στις αρχές Απριλίου, έδειξε σημαντικές δυσκολίες των εργαζομένων να καλύψουν βασικές ανάγκες.
Ανάμεσα στα κύρια ευρήματα της έρευνας, ήταν τα εξής:
- Το 75% των εργαζομένων δήλωσαν ότι δεν είναι ικανοποιημένοι από τον μισθό τους, καθώς δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της αγοράς.
- Το 62% των εργαζομένων αντιμετωπίζουν δυσκολία ν’ ανταποκριθούν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις. Μόλις το 7% δηλώνουν πως ζουν άνετα με βάση τα εισοδήματα που λαμβάνουν.
- Το 70% των εργαζομένων δηλώνουν ανασφάλεια λόγω της οικονομικής τους κατάστασης, με αδυναμία στην αποταμίευση. Συγκεκριμένα, το 74% των εργαζομένων δεν έχουην τη δυνατότητα αποταμίευσης.
- Παρά την ονομαστική βελτίωση των μισθών, η έρευνα επιβεβαιώνει τη μείωση της αγοραστικής δύναμης, δημιουργώντας επαναλαμβανόμενες δυσκολίες ή και αδυναμίες στην κάλυψη βασικών αναγκών (στέγαση, άλλες βασικές ανάγκες, εκπαίδευση, διακοπές), με αποτέλεσμα το 61% των εργαζομένων να μην απολαμβάνουν καλή ποιότητα ζωής.
- Το 23% των εργαζομένων δυσκολεύονται κάθε μήνα να πραγματοποιήσουν αγορές σε είδη πρώτης ανάγκης, με αποτέλεσμα να χρειάζεται να δανείζονται για να καλύψουν τις οικονομικές τους υποχρεώσεις.
- Το 98% των εργαζομένων έχουν εκφράσει ανησυχίες για τον εθνικό κατώτατο μισθό, καθώς θεωρούν πως δεν είναι επαρκής για την κάλυψη των βασικών αναγκών διαβίωσης.
- Το 24% των εργαζομένων αμείβονται στο ύψος του κατώτατου μισθού, ενώ το 13% αμείβονται κάτω από τον κατώτατο μισθό.
- Το 17% των εργαζομένων δήλωσαν ότι αυξήθηκαν οι ώρες απασχόλησής τους με την εφαρμογή της νομοθεσίας για τον κατώτατο μισθό.
- Το 68% δήλωσαν ότι υπάρχουν σε μεγάλο βαθμό μισθολογικές διακρίσεις, με τους νεότερους εργαζομένους και τις γυναίκες να είναι πιο ευάλωτοι, ακόμη και όταν σύμφωνα με την έρευνα, κατέχουν ίδιες θέσεις και διαθέτουν αντίστοιχα προσόντα και εμπειρία.
- Το 44% των εργαζομένων θα εξέταζαν το ενδεχόμενο μετανάστευσης για καλύτερες απολαβές, καθώς τα επίπεδα των μισθών έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής τους, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την ισορροπία ανάμεσα στην εργασία και στη ζωή.
«Η ανάπτυξης της οικονομίας θα πρέπει ν’ αντικατοπτρίζεται στους μισθούς»
Σύμφωνα με τον Γενικό Γραμματέα της ΣΕΚ, Ανδρέα Μάτσα, σε μία περίοδο κατά την οποία υπάρχει ξεκάθαρη ανάπτυξη της οικονομίας, δεν είναι αποδεκτό οι εργαζόμενοι να δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα. Η πορεία ανάπτυξης της οικονομίας, όπως υπογράμμισε, θα έπρεπε να αντικατοπτρίζεται στους μισθούς και στα ωφελήματα των εργαζομένων, γεγονός που καταδεικνύει έντονα την ανάγκη για βελτίωση του ύψους των μισθών.
«Αποδεικνύεται η ανάγκη για βελτίωση των μισθών και η επέκταση των συλλογικών συμβάσεων, προκειμένου να στηριχθούν περισσότεροι εργαζόμενοι μέσα από την αναβάθμιση των μισθολογικών απολαβών. Αποδεικνύεται, επίσης, η ανάγκη βελτίωσης του ύψους του κατώτατου μισθού και παράλληλα διασύνδεσης των μισθών με το κόστος ζωής και ουσιαστικά πλήρη αποκατάσταση της ΑΤΑ», υπογράμμισε ο Ανδρέας Μάτσας.
«Ημιτελής η φορολογική μεταρρύθμιση»
Παράλληλα, ο κ. Μάτσας ανέφερε ότι η Κυβέρνηση επιβραβεύει μονομερώς την επιχειρηματικότητα, αφήνοντας πίσω τους εργαζόμενους.
«Ελπίζουμε η Κυβέρνηση να μπορέσει ν’ αντιληφθεί τις ανάγκες των εργαζομένων και να σταματήσει να επιβραβεύει μονομερώς την επιχειρηματικότητα. Ένα στοιχείο το οποίο βγαίνει έντονα και μέσα από την προτεινόμενη φορολογική μεταρρύθμιση. Τα νομοσχέδια έχουν στοιχεία που επιβεβαιώνουν ότι δίνεται δευτερεύουσα σημασία στη διατήρηση και στην κάλυψη πολιτικών που αφορούν και στηρίζουν τους εργαζομένους σε αντίθεση με επιλογές που στηρίζουν την επιχειρηματικότητα. Επιπρόσθετα, η φορολογική μεταρρύθμιση δεν είναι συνολική και δεν έχει ούτε το στοιχείο της πράσινης μετάβασης. Για εμάς, είναι ημιτελής», είπε συγκεκριμένα.
Αναφερόμενος και σε άλλα παραδείγματα, όπως φορολογικά κίνητρα και την άρση τελών για τις επιχειρήσεις, ο Γενικός Γραμματέας της ΣΕΚ τόνισε ότι κάθε φορά που προκύπτουν δημοσιονομικά ζητήματα γίνονται περικοπές ή περιορισμοί στα δικαιώματα των εργαζομένων.
«Φαίνεται ότι υπάρχουν δεσμεύσεις η προτεραιότητα να δίνεται στη στήριξη της επιχειρηματικότητας και όχι των εργαζομένων», κατέληξε ο Γενικός Γραμματέας της ΣΕΚ, Ανδρέας Μάτσας.