Διεθνή

Επαναπροσέγγιση ΗΠΑ–Ρωσίας, Ανατολική Μεσόγειος και Κύπρος

Η επαναπροσέγγιση ΗΠΑ–Ρωσίας μετά τη συνάντηση Τραμπ–Πούτιν στην Αλάσκα και τις συνομιλίες που ακολούθησαν στον Λευκό Οίκο με τη συμμετοχή του Ζελένσκι και ηγεσιών και αξιωματούχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, επανακαθορίζει μεταξύ άλλων –έστω και ατελώς προς το παρόν– και το γεωπολιτικό σκηνικό στην Ανατολική Μεσόγειο, και θέτει την Κυπριακή Δημοκρατία ενώπιον νέων ρίσκων και ευκαιριών. Το ίδιο το ραντεβού στο Άνκορατζ, με ισχυρό συμβολισμό και προσεγμένη σκηνοθεσία, δεν παρήγαγε χειροπιαστή συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία ούτε συγκεκριμένο πλαίσιο ειρήνης· αντιθέτως, ανέδειξε το χάσμα στα προαπαιτούμενα και τη διάσταση στόχων των δύο πλευρών, αλλά και την πρόθεση επίτευξης λύσης του προβλήματος. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν προσήλθε με μέγιστες απαιτήσεις –πλήρη ουκρανική υποχώρηση από Ντονέτσκ και Λουχάνσκ και “πάγωμα” γραμμών στην αμφισβητούμενη ζώνη Χερσώνας–Ζαπορίζια– ενώ ο Ντόναλντ Τραμπ, που επένδυσε πολιτικό κεφάλαιο στην εικόνα του μεσολαβητή, εμφανίστηκε χωρίς την επιδιωκόμενη ανακωχή και με μετατόπιση από το άμεσο «ceasefire» προς ένα ευρύτερο «deal» χωρίς σαφή οδικό χάρτη. Τα βασικά αυτά στοιχεία επιβεβαιώθηκαν από πλήθος διεθνών μέσων ενημέρωσης, τα οποία κατέγραψαν την απουσία δεσμεύσεων, την ενίσχυση του κύρους του Κρεμλίνου στο επικοινωνιακό επίπεδο και τις ανοιχτές απορίες για την αμερικανική γραμμή την επόμενη ημέρα.

Παρά την μέχρι στιγμής έλλειψη αποτελέσματος, διανοίγονται προοπτικές για το μέλλον. Η διεξαγωγή της συνόδου στην Αλάσκα και των συνομιλιών στον Λευκό Οίκο που ακολούθησαν στην αμερικανική επικράτεια, όπου αξίζει να σημειωθεί η παντελής απουσία της Τουρκίας, καθώς και η συνέχιση ενός διαύλου κορυφής, συνιστούν ένα είδος πραγματιστικής “ντε φάκτο” ύφεσης: Ουάσιγκτον και Μόσχα δοκιμάζουν χώρο συνεργασίας σε ζητήματα που θεωρούνται ζωτικού συμφέροντος, με αιχμή βεβαίως την Ουκρανία και το πυρηνικό σκέλος αποτροπής, όπως έδειξε και η προσχηματική, αλλά πολιτικά ηχηρή, ρητορική κλιμάκωσης περί INF και «Dead Hand» τις ημέρες πριν από τη σύνοδο. Η διαχείριση αυτών των εντάσεων δείχνει ότι και οι δύο πλευρές εξετάζουν τα όρια μιας νέας ισορροπίας, στην οποία η Ανατολική Μεσόγειος μπορεί να λειτουργήσει τόσο ως πεδίο ανταγωνισμού όσο και ως “βαλβίδα αποσυμπίεσης”.

Μετά τις συνομιλίες στον Λευκό Οίκο, ο δημόσιος λόγος του Τραμπ για «ειρήνη με διάρκεια» συμπλέκεται με μια ευρύτερη αφήγηση για διεθνή αποκλιμάκωση, την οποία προβάλλει η Ουάσιγκτον, αν και οι ισχυρισμοί περί «παγώματος έξι πολέμων σε έξι μήνες» αμφισβητούνται ως μη πλήρως τεκμηριωμένοι. Εν τούτοις, οι επιπτώσεις της ευρύτερης πολιτικής επιθυμίας και των προθέσεων σε σχέση με την γεωπολιτική κατάσταση ανά την υφήλιο παραμένουν υπαρκτές και υπολογίσιμες.

Για την περιοχή μας, τρία πεδία ξεχωρίζουν: Συρία–Λεβάντε και ευρύτερη αρχιτεκτονική ασφάλειας, ενέργεια και θαλάσσιες οδοί/ΑΟΖ, καθώς και το καθαυτό Κυπριακό με τις προεκτάσεις του σε ΕΕ και ΝΑΤΟ. Στη Συρία, η Ρωσία παραμένει ο καθοριστικός παίκτης επί του εδάφους με μόνιμα ερείσματα (Ταρτούς–Χμεϊμίμ), ενώ οι ΗΠΑ διατηρούν αποσπασματική παρουσία και ισχυρή επιρροή μέσω εταίρων. Ένα modus vivendi Ουάσιγκτον–Μόσχας, ακόμα και περιορισμένο, μπορεί να προσφέρει καλύτερους μηχανισμούς αποφυγής επεισοδίων στον αέρα και στη θάλασσα, αλλά και “παράθυρα” για ανθρωπιστική πρόσβαση και σταθεροποίηση κατά μήκος των ενεργειακών και εμπορικών οδών της Ανατολικής Μεσογείου. Αντιστρόφως, εφόσον το Κρεμλίνο εκτιμήσει ότι κερδίζει αναγνώριση de jure ή de facto των εδαφικών του θέσεων στην Ουκρανία, θα έχει κίνητρο να σκληρύνει την τακτική του στη Μέση Ανατολή, ζητώντας ανταλλάγματα σε άλλους φακέλους – από το ιρανικό πλέγμα επιρροής έως τον έλεγχο προσπελάσεων στη Μαύρη Θάλασσα. Πρόκειται για εύλογη ανάλυση που αντανακλά τον στρατηγικό τρόπο με τον οποίο η Μόσχα “παίζει” την ύφεση για να εδραιώσει κέρδη και να διαβρώσει δυτικές δομές ισχύος.

Το δεύτερο πεδίο, η ενέργεια, καθιστά την Ανατολική Μεσόγειο κρίσιμη όχι μόνο για περιφερειακούς παράγοντες (Ισραήλ, Αίγυπτος, Τουρκία, Λίβανος, Κύπρος), αλλά και για την ευρωπαϊκή ενεργειακή ασφάλεια. Το 2025 βρίσκει τη λεκάνη αντιμέτωπη με επιβαρυντικές συγκρούσεις –υποτροπή Ισραήλ–Χεζμπολάχ και μακρά κρίση στη Γάζα– που θολώνουν τον ορίζοντα νέων επενδύσεων και διαδρομών εξαγωγής (LNG, αγωγοί, ηλεκτρικές διασυνδέσεις). Σε αυτό το σκηνικό, οποιαδήποτε αμερικανορωσική συνεννόηση που μειώνει τον κίνδυνο «ατυχήματος» ή απρόβλεπτης κλιμάκωσης έχει άμεση θετική επίδραση στα risk premia των έργων· αντίθετα, μια ύφεση που μεταφράζεται σε “νομιμοποίηση” της ρωσικής πίεσης προς την Ευρώπη θα μπορούσε να αυξήσει τη γεωπολιτική τιμή του αερίου και να ανακόψει τις επενδύσεις στην περιοχή. Οι σχετικές αναλύσεις think tanks καταγράφουν ήδη την ανασφάλεια και τη ρευστότητα του ενεργειακού τοπίου, που συνδέεται όσο ποτέ με τις στρατιωτικές ισορροπίες.

Στο τρίτο πεδίο, αυτό της Κύπρου, η επαναπροσέγγιση ΗΠΑ–Ρωσίας λειτουργεί με διττό πρόσημο. Αφενός, η Λευκωσία έχει αναβαθμίσει την εταιρική της σχέση με την Ουάσιγκτον –καθιερώνοντας μόνιμους διαλόγους στρατηγικής συνεργασίας, εμβαθύνοντας την αμυντική, ενεργειακή και εκπαιδευτική διάσταση– κάτι που την τοποθετεί σταθερά εντός της δυτικής αρχιτεκτονικής ασφαλείας. Αυτό προσφέρει θεσμικό “μαξιλάρι” σε μια εποχή παγκόσμιας αβεβαιότητας. Αφετέρου, η Μόσχα, παρά τη διαχρονική ρητορική στήριξη σε ψηφίσματα του ΟΗΕ για το Κυπριακό, έχει ιστορικά χρησιμοποιήσει την Κύπρο ως χώρο οικονομικών και πολιτικών στηρίξεων και δεν θα διστάσει να εργαλειοποιήσει τα κυπριακά συμφέροντα εφόσον αυτό υπηρετεί την ευρύτερη στρατηγική της στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή. Η συζήτηση που άνοιξε διεθνώς αν μια ενδεχόμενη «μεγάλη συναλλαγή» ΗΠΑ–Ρωσίας θα μπορούσε να αγγίξει το Κυπριακό –με ιδέες περί ουδετερότητας, αποστρατικοποίησης ή ρυθμίσεων ασφάλειας– οφείλει να αντιμετωπιστεί με νηφαλιότητα και σχέδιο, χωρίς αυταπάτες για «μαγικά κλειδιά».

Ποιες είναι λοιπόν οι άμεσες και μεσοπρόθεσμες επιπτώσεις για την Ανατολική Μεσόγειο και ειδικά για την Κυπριακή Δημοκρατία; Πρώτον, η εικόνα της συνάντησης στο Άνκορατζ –με την Ουκρανία εκτός αίθουσας αλλά στο επίκεντρο– στέλνει σήμα στους περιφερειακούς δρώντες ότι οι μεγάλες δυνάμεις μπορούν να συναποφασίζουν για τις αρχιτεκτονικές ασφάλειας χωρίς όλους τους «εντός» της γεωγραφίας. Αυτό αυξάνει την αξία της έγκαιρης κυπριακής διπλωματικής παρουσίας σε όλα τα φόρα και της διαρκούς επένδυσης σε ευρωπαϊκά και αμερικανικά κανάλια, ώστε η Λευκωσία να μην πληροφορείται εκ των υστέρων τετελεσμένα. Επιπλέον, η απουσία είτε ceasefire είτε σαφούς οδικού χάρτη σημαίνει ότι το επόμενο εξάμηνο θα είναι περίοδος διαπραγματευτικού “σπρώξιμου” και πίεσης – ιδίως μέσω δηλώσεων περί πυρηνικών/στρατηγικών ισορροπιών – που μπορεί να έχει παρενέργειες στις αγορές ενέργειας και ασφάλειας στην περιοχή μας.

Δεύτερον, η Τουρκία θα επιχειρήσει να κεφαλαιοποιήσει τη ρευστότητα. Έχοντας καλλιεργήσει σχέσεις τακτικής με τη Μόσχα (S-400, οικονομική διασύνδεση, συντονισμός στη Συρία) και διατηρώντας ταυτόχρονα ανοιχτή γραμμή με την Ουάσιγκτον και το ΝΑΤΟ, η Άγκυρα πιθανότατα θα προωθήσει μια ατζέντα «μεσολάβησης» ή αντισταθμιστικών ανταλλαγμάτων, από F-16 έως ενεργειακά projects. Για την Κύπρο αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται ενεργητική διαχείριση των θαλασσίων ζωνών και της έρευνας–εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων, με στενό συντονισμό με εταίρους ΕΕ και ΗΠΑ, ώστε να προληφθούν μονομερείς τετελεσμένες ενέργειες ή “γκριζάρισμα” αρμοδιοτήτων μέσω de facto μηχανισμών αποφυγής κρίσεων που να ευνοούν την Τουρκία. Το πλαίσιο της αμερικανοκυπριακής στρατηγικής συνεργασίας μπορεί να αποτελέσει υπόβαθρο για θαλάσσια επιτήρηση, νομική θωράκιση και ανταλλαγή πληροφοριών, εφόσον αξιοποιηθεί έγκαιρα και στοχευμένα.

Τρίτον, στα ενεργειακά, η Λευκωσία οφείλει να δει τη συγκυρία όχι μόνο αμυντικά αλλά και επιχειρησιακά: η αβεβαιότητα της διεθνούς σκηνής ενισχύει το case υπέρ “modular” λύσεων – LNG μέσω Αιγύπτου, πλωτές υποδομές, ηλεκτρικές διασυνδέσεις με Ελλάδα–Ισραήλ–Αίγυπτο – που μπορούν να προχωρήσουν κλιμακωτά, χωρίς να απαιτούν μονομιάς τεράστια πολιτική σταθερότητα. Μια ύφεση ΗΠΑ–Ρωσίας που δεν θα εκτονώνει τις εστίες στη Γάζα και στον Λίβανο, αλλά θα μειώνει τον κίνδυνο διευρωπαϊκής κλιμάκωσης, μπορεί να ρίξει τα ασφάλιστρα ρίσκου και να φέρει ξανά κεφάλαια σε επιλεγμένα assets της Ανατολικής Μεσογείου. Αντίθετα, μια αποτυχία της ύφεσης που θα συνοδευτεί από νέο κύκλο στρατηγικής αντιπαράθεσης – ρητορικής ή εξοπλισμών – θα λειτουργήσει αποτρεπτικά για επενδύσεις και θα αυξήσει το κόστος δανεισμού και ασφάλισης έργων. Οι τελευταίες αποτιμήσεις για την περιοχή αποτυπώνουν ήδη τη συσχέτιση γεωπολιτικού κινδύνου και ενεργειακών επενδύσεων.

Τέταρτον, στο ίδιο το Κυπριακό, δεν πρέπει να αναμένονται αυτόματες μετατοπίσεις. Η εμπειρία δείχνει ότι οι μεγάλες δυνάμεις σπανίως «χαρίζουν» λύσεις· συχνότερα “πακετάρουν” περιφερειακές ρυθμίσεις μέσα σε ευρύτερες διευθετήσεις ισχύος. Η ρητή απουσία ουκρανικού ceasefire και ο τρόπος με τον οποίο τέθηκε η ατζέντα στο Άνκορατζ μαρτυρούν ότι η Μόσχα θα εμμένει στις μέγιστες θέσεις της στο κύριο μέτωπο, προσδοκώντας ανταλλάγματα αλλού, ενώ η Ουάσιγκτον θα επιδιώξει χρόνο και περιθώρια για «μεγάλη συμφωνία» σε πολλαπλά μέτωπα. Για την Κύπρο, η ορθή στάση είναι «στρατηγική ανθεκτικότητα»: θεσμική προσήλωση στο ευρωπαϊκό κεκτημένο, επιτάχυνση μεταρρυθμίσεων (διαφάνεια, δικαιοσύνη, αμυντική αναβάθμιση σε διαλειτουργικότητα ΝΑΤΟ/ΕΕ), έκδοση σαφούς οδικού χάρτη για την ενέργεια και την πράσινη μετάβαση, και ταυτόχρονα διατήρηση ανοιχτών καναλιών με όλα τα μόνιμα μέλη του ΣΑ/ΟΗΕ, χωρίς αυταπάτες περί «ουδετερότητας». Η συζήτηση που έχει αναζωπυρωθεί διεθνώς για πιθανή «ουδέτερη» Κύπρο πρέπει να ιδωθεί υπό το πρίσμα της ευρωπαϊκής ένταξης και των πραγματικών αναγκών αποτροπής, όχι ως ευχολόγιο.

Πέμπτον, η επικοινωνιακή διάσταση της Αλάσκας έχει σημασία: Πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες εξέφρασαν ενόχληση για την «ισοτιμία» που προσφέρθηκε στον Ρώσο πρόεδρο στο αμερικανικό έδαφος χωρίς απτά ανταλλάγματα. Για κράτη–μέλη της ΕΕ στην πρώτη γραμμή της ρωσικής πίεσης, αυτό ερμηνεύεται ως κακό προηγούμενο. Η Λευκωσία, που ανήκει σε μια ΕΕ με πολύπλοκες σχέσεις με την Τουρκία, οφείλει να εμβαθύνει τις γέφυρες με Παρίσι και Ρώμη –δύο πρωτεύουσες με άμεσο ενδιαφέρον για την Ανατολική Μεσόγειο– αλλά και με Βερολίνο και Βρυξέλλες για τη θωράκιση ενός κοινού πλαισίου επενδύσεων και ασφάλειας στην περιοχή. Συνακόλουθα, η έμπρακτη ενσωμάτωση της Κύπρου σε πρωτοβουλίες θαλάσσιας επιτήρησης, SSR (security sector reform) στη γειτονιά και ανθρωπιστικές θαλάσσιες αποστολές μπορεί να λειτουργήσει ως «πολλαπλασιαστής επιρροής» ανεξαρτήτως της έκβασης του αμερικανορωσικού διαλόγου. Η κριτική που καταγράφηκε για την απουσία ουσιαστικού αποτελέσματος στο Άνκορατζ επιβεβαιώνει πως οι ισορροπίες εντός Δύσης παραμένουν τεταμένες.

Τέλος, δεν πρέπει να υποτιμούμε τον παράγοντα χρόνου. Η σύνοδος της Αλάσκας ήρθε μετά από εβδομάδες υψηλής ρητορικής όξυνσης, αναφορών σε πυρηνικά δόγματα και κινήσεις «επίδειξης» στρατηγικών μέσων. Η μεταπήδηση από αυτή την ατμόσφαιρα σε σταθερό διάλογο είναι από μόνη της κέρδος για την παγκόσμια ασφάλεια, αλλά ένα εύθραυστο κέρδος, υπό αίρεση από την πραγματικότητα του μετώπου στην Ουκρανία. Όσο το «σκληρό» παζάρι συνεχίζεται εκεί, η Ανατολική Μεσόγειος θα παραμένει ευάλωτη σε μετακυλίσεις πίεσης – από τις τιμές ενέργειας μέχρι τη ναυσιπλοΐα και τις ροές προσφύγων– και η Κύπρος θα χρειαστεί να λειτουργεί με ταυτόχρονη ψυχραιμία και προνοητικότητα. Ο ρεαλιστικός στόχος για τη Λευκωσία δεν είναι να ποντάρει σε «αναθέρμανση» ΗΠΑ–Ρωσίας ως μοχλό λύσης, αλλά να χρησιμοποιήσει τον χρόνο και τα κανάλια που προσφέρει η ύφεση για να ενισχύσει την ανθεκτικότητα του κράτους, να μειώσει τα περιθώρια τουρκικού αναθεωρητισμού στην ΑΟΖ και να ασφαλίσει –μέσω πολυμερούς πλαισίου– την προώθηση ενεργειακών/ηλεκτρικών διασυνδέσεων που αναβαθμίζουν την ευρωπαϊκή της αξία. Τα διδάγματα των τελευταίων μηνών, όπως τα αποτυπώνουν αναλυτικά κέντρα πολιτικής, είναι σαφή: η Μόσχα «παίζει» την ύφεση ως εργαλείο εδραίωσης και όχι ως πρόλογο συμβιβασμού, ενώ η Ουάσιγκτον αναζητεί κέρδη χαμηλού κόστους και εικόνας χωρίς να αναλαμβάνει βαριές δεσμεύσεις επί του πεδίου.

Συμπερασματικά, η συνάντηση της 15ης Αυγούστου 2025 δεν αλλάζει μονομιάς τους κανόνες του παιχνιδιού, αλλά εισάγει μια περίοδο «διαχείρισης ασάφειας» που χρειάζεται πειθαρχία και στρατηγική οξυδέρκεια από όλους. Για την Ανατολική Μεσόγειο, η μερική ύφεση μειώνει τον άμεσο κίνδυνο απρογραμμάτιστων συγκρούσεων ανάμεσα σε μεγάλες δυνάμεις, αλλά δεν επιλύει –ούτε καν μετριάζει σταθερά– τις πηγές αστάθειας. Για την Κύπρο, το στοίχημα είναι να κεφαλαιοποιήσει την αναβαθμισμένη σχέση με τις ΗΠΑ, να αξιοποιήσει πλήρως τα ευρωπαϊκά εργαλεία και να διατηρήσει τεχνοκρατική σοβαρότητα στα ενεργειακά και στις θαλάσσιες πολιτικές της. Σε έναν κόσμο όπου οι «μεγάλες διευθετήσεις» γίνονται ερήμην των μικρών κρατών, η πραγματική ισχύς της Λευκωσίας θα μετρηθεί στην ικανότητά της να σχεδιάζει με ορίζοντα δεκαετίας, να επενδύει σε συμμαχίες αξίας και να αποφεύγει την παγίδα των ευσεβών πόθων. Η Αλάσκα δεν έφερε την ειρήνη· έδειξε όμως ξεκάθαρα ότι ο αγώνας για την ασφάλεια και την ευημερία στην Ανατολική Μεσόγειο θα παιχτεί σε πολλαπλά ταμπλό – και ότι η Κύπρος, αν κινηθεί έγκαιρα και ψύχραιμα, μπορεί να είναι παίκτης, όχι θεατής.

*Καθηγητής-ανθρωπολόγος στο Philips University, πρώην Πρύτανης.