Αναλύσεις

Απέλαση ως Ποινή στηνΚυπριακη Δημοκρατία

Συζητώντας εδω και καιρό με βουλευτές και οργανώσεις, φαίνεται να είναι όλο και πιο σημαντικό να γίνουν οι ανάλογες τροποποιήσεις με σκοπό να μπορεί ένα Ποινικό Δικαστήριο να επιβάλει ως ποινή την απέλαση ενός αλλοδαπού.

Ο θεσμός της απέλασης ως ποινή για την τέλεση εγκλημάτων αποτελεί ένα ιδιαίτερο και συχνά αμφιλεγόμενο μέτρο στο πεδίο του ποινικού δικαίου.

Σε πολλές έννομες τάξεις ανά τον κόσμο, η απέλαση εφαρμόζεται κυρίως σε αλλοδαπούς που καταδικάζονται για αδικήματα, με σκοπό τόσο την αποτροπή της επανάληψης εγκληματικών συμπεριφορών εντός της χώρας, όσο και την προστασία της δημόσιας τάξης και ασφάλειας.

Σε αντίθεση με την κλασική ποινή της φυλάκισης, η απέλαση συνδυάζει ποινικά και διοικητικά χαρακτηριστικά, καθώς συνεπάγεται την απομάκρυνση του ατόμου από το έδαφος του κράτους και την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής ή σε τρίτο κράτος που δέχεται να τον δεχθεί.

Σε διεθνές επίπεδο, πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν ενσωματώσει την απέλαση στο ποινικό τους οπλοστάσιο. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, η απέλαση μπορεί να επιβληθεί ως παρεπόμενη ποινή μετά από καταδίκη για βαριά εγκλήματα, όπως τρομοκρατία ή διακίνηση ναρκωτικών. Στη Γερμανία, η νομοθεσία προβλέπει την απομάκρυνση αλλοδαπών που καταδικάζονται σε ποινές άνω των τριών ετών ή για συγκεκριμένα αδικήματα κατά της δημόσιας ασφάλειας. Στη Μεγάλη Βρετανία, το Home Office έχει ευρείες εξουσίες να διατάξει την απέλαση αλλοδαπών καταδικασθέντων, ενώ συχνά οι αποφάσεις αυτές προσβάλλονται ενώπιον δικαστηρίων για λόγους σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Εκτός Ευρώπης, οι Ηνωμένες Πολιτείες εφαρμόζουν συστηματικά την απέλαση αλλοδαπών που καταδικάζονται για κακουργήματα, με ειδική διαδικασία μέσω του Immigration and Customs Enforcement (ICE).

Η πρακτική αυτή δεν στερείται νομικών και ηθικών προβληματισμών. Ο βασικός αντίλογος εστιάζει στο ότι η απέλαση λειτουργεί συχνά ως «διπλή ποινή», αφού ο καταδικασθείς αλλοδαπός εκτίει την ποινή φυλάκισης και στη συνέχεια τιμωρείται εκ νέου με απομάκρυνση από τη χώρα όπου πιθανόν να έχει αναπτύξει οικογενειακούς, κοινωνικούς ή επαγγελματικούς δεσμούς. Επιπλέον, ανακύπτουν ζητήματα σχετικά με τον σεβασμό της αρχής της μη επαναπροώθησης (non-refoulement), ιδίως όταν ο απελαυνόμενος κινδυνεύει να υποστεί βασανιστήρια ή διώξεις στη χώρα επιστροφής του.

Όσον αφορά την Κύπρο, το ισχύον νομικό πλαίσιο παρέχει ήδη δυνατότητες διοικητικής απέλασης αλλοδαπών μέσω των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου. Μάλιστα υπάρχουν προνειες που επιτρέπουν την άμεση απέλαση χωρις την ανάγκη να επιβληθεί καποια ποινη ή να παει η υποθεση ενώπιον Δικαστηρίου. Στην πραξη ομως αυτο φαινεται να μην τυχανει εφαρμογης. Η απέλαση ως ποινικό μέτρο δεν έχει αναπτυχθεί συστηματικά και συνήθως εφαρμόζεται κατόπιν διοικητικής απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών. Η εισαγωγή της απέλασης ως παρεπόμενης ποινής, που θα επιβάλλεται απευθείας από τα δικαστήρια σε ποινικές υποθέσεις, θα μπορούσε να λειτουργήσει τόσο αποτρεπτικά όσο και εξυγιαντικά για το σωφρονιστικό σύστημα, μειώνοντας τον αριθμό των αλλοδαπών κρατουμένων.

Για να εφαρμοστεί ένα τέτοιο μέτρο στην Κύπρο, απαιτείται καταρχάς νομοθετική ρύθμιση που να ορίζει ρητά τις κατηγορίες αδικημάτων για τις οποίες μπορεί να επιβληθεί απέλαση. Παράλληλα, πρέπει να διασφαλιστεί η τήρηση των διεθνών υποχρεώσεων της Δημοκρατίας, ιδίως της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της Σύμβασης της Γενεύης για τους πρόσφυγες. Την ίδια ώρα όπως φαίνεται εκ των πραγμάτων θα πρέπει να γίνει σοβαρή σκέψη ως προς τους ανήλικους αλλοδαπούς παραβάτες και την διαφορα που ίσως υπάρχει μεταξύ ανήλικων που έχουν οικογένεια στην Κύπρο με αυτούς που δεν έχουν οικογένεια στη Κύπρο.

Συνοψίζοντας, η απέλαση ως ποινή συνιστά ένα εργαλείο που έχει υιοθετηθεί σε πολλές χώρες, με στόχο την προστασία της κοινωνίας από επικίνδυνους παραβάτες.

Η Κύπρος, αντιμετωπίζοντας ζητήματα υπερπληθυσμού στις φυλακές και αυξημένη παρουσία αλλοδαπών κρατουμένων όπως επίσης και αλλοδαπών παραβατών που φαίνεται να εκμεταλλεύονται στο παρών στάδιο την δυσκινησία της Κυπριακης Δικαιοσύνης και γενικα της Πολιτειας, θα έπρεπε να εξετάσει σοβαρά την ενσωμάτωση του μέτρου αυτού, πάντοτε με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα και με σαφές θεσμικό πλαίσιο που θα αποτρέπει καταχρήσεις.

*Δικηγόρος