Η Κύπρος απέναντι στις νέες τουρκικές προκλήσεις
Η πρόσφατη τοποθέτηση του προέδρου της λεγόμενης «βουλής» της υποτελούς στην Τουρκία «ΤΔΒΚ», ότι κάθε «τραπέζι» που στήνεται εναντίον των Τουρκοκυπρίων «θα το γκρεμίσουν μαζί με τη μητέρα πατρίδα Τουρκία», καθώς και ο ψυχολογικός πόλεμος ότι θα διπλασιαστεί ο αριθμός των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής, ήρθαν να προστεθούν σε ένα ήδη τεταμένο περιβάλλον στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι προκλήσεις αυτές συνδέονται με μια σειρά κινήσεων στρατιωτικής και ενεργειακής συνεργασίας ανάμεσα στην Κυπριακή Δημοκρατία και το Ισραήλ, με έμφαση στην εγκατάσταση συστημάτων αεράμυνας και στην ενίσχυση των κοινών στρατιωτικών ασκήσεων. Από την τουρκική και τουρκοκυπριακή σκοπιά, αυτή η ενδυνάμωση των σχέσεων ερμηνεύεται ως απειλή απέναντι στην επεκτατική στρατηγική τους, και την εκμεταλλεύονται για να επαναφέρουν με μεγαλύτερη ένταση το αφήγημα περί απομόνωσης και περιθωριοποίησης των τουρκοκυπρίων, καθώς και την επιδίωξή τους για λύση δύο κρατών. Η Τουρκία, άλλωστε, αξιοποιεί κάθε τέτοια ευκαιρία για να ενισχύσει τη θέση της στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου επιδιώκει να κατοχυρωθεί ως καθοριστικός παίκτης στις ισορροπίες ισχύος.
Τα τελευταία χρόνια η Κύπρος, η Ελλάδα και το Ισραήλ επενδύουν συστηματικά στη στρατηγική τους σύμπλευση, με επίκεντρο τόσο την ενεργειακή ασφάλεια όσο και την αποτροπή σ’ ένα περιβάλλον ασταθές και συχνά επικίνδυνο. Ο αγωγός EastMed, που μπορεί να παραμένει ακόμη σε στάδιο σχεδιασμού, και το πιο άμεσο έργο του Great Seas Interconnector, που θα ενώσει τα ηλεκτρικά δίκτυα Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ, αποτελούν κομβικά έργα για την ενεργειακή αυτάρκεια της περιοχής και για τη γεωστρατηγική θωράκιση της Κύπρου. Η Άγκυρα αντιλαμβάνεται ότι η Κυπριακή Δημοκρατία επιδιώκει, μέσα από αυτή τη συνεργασία, να καταστεί όχι μόνο ενεργειακός κόμβος αλλά και κρίσιμος στρατηγικός εταίρος για το Ισραήλ και την Ευρώπη. και παράγοντας σταθερότητας και ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο. Δεν είναι τυχαίο ότι τουρκικές δηλώσεις απειλούν με «παρεμπόδιση» ή ακόμη και «κατάρρευση» τέτοιων σχεδίων, εφόσον δεν λαμβάνεται υπόψη το ψευδοκράτος.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η Κυπριακή Δημοκρατία βρίσκεται μπροστά σε μια πρόκληση με πολλές διαστάσεις. Από τη μια πλευρά, η ανάγκη για ασφάλεια και συνεργασία με το Ισραήλ είναι υπαρκτή και επείγουσα. Η αεράμυνα του νησιού χρειάζεται εκσυγχρονισμό και τα νέα συστήματα που προμηθεύεται η Λευκωσία είναι καθοριστικά για να διασφαλίσει την αποτρεπτική της ισχύ. Από την άλλη, η ένταση με την Τουρκία και το ψευδοκράτος δεν μπορεί να οδηγηθεί σε ανεξέλεγκτη κλιμάκωση, καθώς κάτι τέτοιο θα μπορούσε να φέρει την Κύπρο αντιμέτωπη με μια απευκταία στρατιωτική κρίση. Η Λευκωσία οφείλει, λοιπόν, να βαδίσει σε μια λεπτή γραμμή: να ενισχύσει τις στρατηγικές της συμμαχίες χωρίς να δώσει στην Άγκυρα την ευκαιρία να εμφανιστεί ως δήθεν θύμα ή να νομιμοποιήσει περαιτέρω την παρουσία της στο νησί.
Η διεθνής συγκυρία προσφέρει τόσο ευκαιρίες όσο και κινδύνους. Στην Ευρώπη, η Κύπρος διαθέτει ισχυρά ερείσματα ως κράτος-μέλος της ΕΕ που συνορεύει με περιοχές κρίσης. Η στάση της Ένωσης είναι σαφής: δεν αναγνωρίζει και δεν πρόκειται να αναγνωρίσει την υποτελή στην Τουρκία «ΤΔΒΚ», ούτε να αποδεχθεί λύση δύο κρατών. Τα ψηφίσματα του ΟΗΕ, με κορυφαία την απόφαση 550 του Συμβουλίου Ασφαλείας, καθιστούν παράνομη κάθε απόπειρα αναβάθμισης του ψευδοκράτους σε διεθνές επίπεδο. Παράλληλα, η στενή σχέση της Κύπρου με τη Γαλλία, την Ιταλία και πρόσφατα και με τη Γερμανία στον τομέα της άμυνας και της ενέργειας, καθώς και οι στρατηγικές της συμφωνίες με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία, δημιουργούν μια ισχυρή ασπίδα απέναντι στις τουρκικές απειλές. Ωστόσο, το περιβάλλον είναι ρευστό. Η Ουάσιγκτον, υπό την ηγεσία του Ντόναλντ Τραμπ, δείχνει να προσεγγίζει την Άγκυρα με έναν πραγματισμό που αποσκοπεί κυρίως στην εξασφάλιση της τουρκικής συνεργασίας σε θέματα ΝΑΤΟ και Μέσης Ανατολής. Αυτό σημαίνει ότι η Κύπρος, πέραν της αμερικανικής στήριξης, οφείλει να εμβαθύνει τους δεσμούς της με την Ευρώπη και το Ισραήλ.
Μέσα σ´ αυτό το πλαίσιο, οι στρατηγικές επιλογές της Κυπριακής Δημοκρατίας πρέπει να εστιάσουν σε τρεις άξονες: διπλωματική ενίσχυση, θεσμική κατοχύρωση των δικαιωμάτων της και στοχευμένη αμυντική αναβάθμιση. Στο διπλωματικό επίπεδο, η Λευκωσία οφείλει να αναδείξει και να καταδικάσει διεθνώς τις δηλώσεις και τις απειλές της Τουρκίας και της υποτελούς σ’ αυτην «ΤΔΒΚ», που παραβιάζουν κατάφωρα το διεθνές δίκαιο και υπονομεύουν την περιφερειακή ασφάλεια. Η ανάδειξη του ζητήματος σε φόρα όπως το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι απαραίτητη, αλλά και μεμονωμένα ενώπιον των μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, ώστε να μην παραμένει η αντιπαράθεση σε διμερές επίπεδο Κύπρου-Τουρκίας, αλλά να μετατρέπεται σε ζήτημα διεθνούς ασφάλειας. Σημαντικό είναι, επίσης, να εμπλακούν ενεργά τρίτες χώρες της περιοχής, όπως η Αίγυπτος, η Ιορδανία και άλλες αραβικές χωπρες που αντιλαμβάνονται και οι ίδιες τη σταθερότητα της Ανατολικής Μεσογείου ως προϋπόθεση για την οικονομική τους ανάπτυξη.
Η θεσμική κατοχύρωση των δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι το δεύτερο κομβικό στοιχείο. Εδώ η αξιοποίηση του Δικαίου της Θάλασσας και των μηχανισμών της διεθνούς δικαιοσύνης μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά στις τουρκικές διεκδικήσεις. Η Κύπρος, έχοντας οριοθετήσει ΑΟΖ με γειτονικές χώρες, έχει δημιουργήσει ένα νομικό πλέγμα που δεν είναι εύκολο να αμφισβητηθεί. Κάθε τουρκική απειλή ή παρενόχληση πρέπει να καταγγέλλεται σε διεθνή φόρα και να τεκμηριώνεται νομικά, ώστε να υπονομεύεται η αξιοπιστία της Άγκυρας. Σ´ αυτή την κατεύθυνση, η συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η αξιοποίηση των εργαλείων ενεργειακής πολιτικής της ΕΕ είναι κρίσιμη, καθώς τα έργα που υλοποιούνται στην Κύπρο δεν είναι μόνο εθνικά, αλλά ευρωπαϊκά.
Τέλος, στο αμυντικό πεδίο, η Κυπριακή Δημοκρατία χρειάζεται μια στρατηγική που να συνδυάζει την αποτρεπτική ισχύ με την ψυχραιμία. Η απόκτηση σύγχρονων συστημάτων αεράμυνας, η αναβάθμιση του ναυτικού, η ενίσχυση των ειδικών δυνάμεων και η αναβάθμιση ναυτικών και αεροπορικών στρατιωτικών υποδομών και εγκαταστάσεων πρέπει να ενταχθούν σε μια βραχυπρόθεσμη, μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη στρατηγική που δεν θα στοχεύει στην πρόκληση αλλά στην αποτροπή. Η συνεργασία με το Ισραήλ, την Γαλλία και άλλες φίλιες χώρες, καθώς και οι στρατηγικές της συμφωνίες με ΗΠΑ, Βρετανία και Ινδία, σε επίπεδο αμυντικής τεχνολογίας, εξοπλισμού, υποδομών, πληροφοριών και εκπαίδευσης μπορεί να προσφέρουν στην Κύπρο ασφάλεια που υπερβαίνει τις περιορισμένες δυνατότητες του δικού της στρατού. Ωστόσο, εξίσου σημαντικό είναι να διατηρηθεί η εικόνα μιας χώρας που επενδύει στην ειρήνη και τη σταθερότητα, αποφεύγοντας ενέργειες που θα μπορούσαν να παρουσιαστούν ως επιθετικές.
Η πρόκληση που τίθεται ενώπιον της Λευκωσίας δεν είναι απλώς η αντιμετώπιση των τουρκικών απειλών, αλλά η διαμόρφωση ενός πλαισίου που να καθιστά την Κυπριακή Δημοκρατία αναπόσπαστο και θετικό παράγοντα στη σταθερότητα της περιοχής. Με την Ευρώπη στο πλευρό της, με στρατηγικές συνεργασίες στην Ανατολική Μεσόγειο και με μια ψύχραιμη αλλά αποφασιστική στάση απέναντι στις τουρκικές προκλήσεις, η Κύπρος μπορεί όχι μόνο να αμυνθεί, αλλά και να αναδειχθεί ως γέφυρα συνεργασίας και ειρήνης σε μια περιοχή που τη χρειάζεται όσο ποτέ. Η απάντηση στη ρητορική των απειλών δεν μπορεί να είναι η ένταση, αλλά η ψύχραιμη ενίσχυση της διεθνούς νομιμότητας και των στρατηγικών συμμαχιών που προσφέρουν στην Κύπρο το πιο πολύτιμο όπλο: την ασφάλεια, την σταθερότητα και την αξιοπιστία.
*Καθηγητής-ανθρωπολόγος στο Philips University, πρώην Πρύτανης.