Αναλύσεις

14 Αυγούστου 1974: Αττίλας Δύο

Οι μόνοι που επηρέασαν αρνητικά τον Αβέρωφ ήταν οι τέσσερεις ηγέτες των Ενόπλων Δυνάμεων, Μπονάνος, Γαλατσάνος, Αραπάκης και Παπανικολάου, δηλαδή αυτοί που διέταξαν το πραξικόπημα και άφησαν την Κύπρο αφύλακτη, ενώ γνώριζαν ότι η 39η Τουρκική Μεραρχία προετοιμαζόταν από καιρό να εισβάλει στο νησί μας.

ΜΕΡΟΣ Ζ΄

Η δεύτερη φάση της εισβολής στις 14 Αυγούστου 1974 ήταν προμελετημένη από τους Τούρκους, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν την κατάπαυση του πυρός, από τις 22 Ιουλίου μέχρι τις 14 Αυγούστου, για ν’ αποβιβάσουν ανενόχλητα στην Κύπρο μεγάλες δυνάμεις στρατού και πολεμικού υλικού, ενώ είχε αρχίσει από τις 25 Ιουλίου στη Γενεύη διάσκεψη, στην οποία συμμετείχαν Ελλάδα, Τουρκία και Βρετανία. Την Ελλάδα αντιπροσώπευσε ο Υπουργός Εξωτερικών Μαύρος, την Τουρκία ο Υπουργός των Εξωτερικών Γκιουνές και τη Βρετανία ο επίσης Υπουργός Εξωτερικών Κάλαχαν. Η διάσκεψη, που συνεχίστηκε μέχρι τις 30 Ιουλίου, σημείωσε κάποια πρόοδο, η οποία επιβεβαιώθηκε και από επίσημο ανακοινωθέν των τριών Υπουργών. Στις 28, όμως, του μήνα η ελληνική πλευρά (Καραμανλής) κατήγγειλε με μήνυμά της στον Ετζεβίτ τις τουρκικές ενέργειες, αποκρούοντας ταυτόχρονα και πρόταση του Τούρκου Πρωθυπουργού να συναντηθούν, θέτοντάς όρους για να γίνει συνάντησή τους.

Η διάσκεψη επανέλαβε τις εργασίες της με τη συμμετοχή του Γλαύκου Κληρίδη ως εκπροσώπου της ελληνοκυπριακής πλευράς και του Ραούφ Ντενκτάς ως εκπροσώπου της τουρκοκυπριακής πλευράς. Οι τουρκικές, όμως, ενέργειες, που παραβίαζαν την εκεχειρία, είχαν προκαλέσει δυσπιστία και ανησυχίες στην ελληνική Κυβέρνηση, η οποία όφειλε να εξετάσει το ενδεχόμενο νέων εχθροπραξιών, και στις 3, 13 και 14 Αυγούστου ο Καραμανλής συγκάλεσε απανωτές συσκέψεις με τη στρατιωτική ηγεσία και τους αρμόδιους υπουργούς. Κατά τις συσκέψεις αυτές, αναφέρει ο Καραμανλής στην επιστολή του για τον Φάκελο της Κύπρου, «διεπιστώθη η πλήρης αδυναμία στρατιωτικής επεμβάσεως στην Κύπρο, καθώς και ευρύτερης αναμετρήσεως με την Τουρκία».

ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ.jpg

O Κωνσταντίνος Καραμανλής.

Τελικά, η διάσκεψη της Γενεύης κατέρρευσε λόγω της τουρκικής αδιαλλαξίας και της φιλοτουρκικής στάσης Κίσινγκερ - Κάλαχαν και χαράματα της 14ης Αυγούστου ο Γκιουνές, με το κωδικό μήνυμα «η Αϊσέ πάει για διακοπές», άναβε το πράσινο στον Αττίλα για την έναρξη της δεύτερης φάσης της εισβολής. Η Κύπρος κατήγγειλε την παραβίαση της εκεχειρίας και την έναρξη νέων τουρκικών πολεμικών επιχειρήσεων στην Κύπρο, αλλά οι Τούρκοι εξακολουθούσαν να προελαύνουν.

Και το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών εδέησε στις 16 Αυγούστου να καλέσει τα εμπόλεμα μέρη σε κατάπαυση του πυρός με απόφαση, όπου ανέφερε:

  • Ενθαρρύνει τις πλευρές να συμμορφωθούν με όλους τους όρους των προηγούμενων αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που αφορούν την υποχρέωση, από τη Δημοκρατία της Κύπρου, χωρίς καθυστέρηση, του ξένου στρατιωτικού προσωπικού, που βρίσκεται χωρίς να προβλέπεται από τις διεθνείς συμφωνίες.
  • Ενθαρρύνει τις πλευρές να ξαναρχίσουν, χωρίς καθυστέρηση, σε ατμόσφαιρα εποικοδομητικής συνεργασίας, τις διαπραγματεύσεις που αναφέρονται στην απόφαση 353 (1974), των οποίων η έκβαση δεν θα απειλείτο ή θα ήταν προκατειλημμένη από την απόκτηση πλεονεκτημάτων, που θα ερχόταν από στρατιωτική επιχείρηση.
  • Αποφασίζει να παρακολουθεί μόνιμα την υπόθεση και να συνέλθει σε οποιαδήποτε στιγμή. Για να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για την εξέλιξη της κατάστασης.

Τραγική κατάσταση - Ο συσχετισμός δυνάμεων κατά τον «Αττίλα 2»

Κατά την έναρξη της δεύτερης φάσης της εισβολής, ο συσχετισμός δυνάμεων ήταν:

Έλληνες: Εθνική Φρουρά και ΕΛΔΥΚ με 11.000 περίπου άντρες και ελάχιστα πολεμικά μέσα:

- 11 παλαιά ρωσικά άρματα Τ-34.

- 70 πυροβόλα.

Το σύνολο των επιτιθέμενων τουρκικών δυνάμεων ήταν:

- Διοίκηση Σώματος Στρατού.

- 2 Μεραρχίες Πεζικού.

- 3 Ταξιαρχίες Ειδικών Δυνάμεων (Αλεξιπτωτιστών και Καταδρομέων).

- 220 Άρματα.

- 200 Τεθωρακισμένα.

- 120 Πυροβόλα.

- Ελικόπτερα.

- Σημαντικός αριθμός αντιαεροπορικών και αντιαρματικών όπλων.

ευάγγελος αβέρωφ.jpg

Ο Ευάγγελος Αβέρωφ.

Όπως δείχνουν οι αριθμοί, η κατάσταση ήταν τραγική για την Κύπρο, που αγωνιζόταν σχεδόν άοπλη, με ελάχιστους στρατιώτες, εναντίον του μεγαλύτερου στρατού της Ευρώπης, που, εκτός των άλλων, διέθετε πληθώρα υπερσύγχρονων πολεμικών μέσων. Η Κύπρος καιγόταν, αναμένοντας βοήθεια, που, δυστυχώς, δεν έμελλε να έρθει. Στην Αθήνα, πολιτικοστρατιωτικές συσκέψεις επί συσκέψεων, για την αποστολή βοήθειας, δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Σ’ ερωτήσεις του Καραμανλή για την ετοιμασία ισχυρής Μεραρχίας, οι ηγέτες των ενόπλων δυνάμεων ήταν αρνητικοί. Όλοι επικαλούνταν την απόσταση Ελλάδας - Κύπρου και το πλεονέκτημα των Τούρκων, που είχαν ήδη αποβιβάσει ισχυρές δυνάμεις πεζικού, αρμάτων-τεθωρακισμένων και πυροβολικού. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Υπουργού Άμυνας, Ε. Αβέρωφ, για τη σύσκεψή του με τους Αρχηγούς των Ενόπλων Δυνάμεων στις 13 Αυγούστου: «Ο Αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων (στρατηγός Μπονάνος) δήλωσε ότι η, υπό τον στρατηγό Καραγιάννη, Εθνική Φρουρά ήταν ανέφικτο να προτάξει αποτελεσματική άμυνα, λόγω υπερτέρων εν παντί τουρκικών δυνάμεων. Άμυνα μέχρις εσχάτων ουδέν ουσιαστικόν όφελος θα απέφερε, αλλά αντιθέτως θα προεκάλει άσκοπον θυσίαν προσωπικού, δεδομένου ότι, αι εν Κύπρω τουρκικαί στρατιωτικαί δυνάμεις έχουν δυνατότητα επιτεύξεως αντικειμενικού σκοπού των, παρά την οποιανδήποτε αντίστασιν των εκεί ευρισκομένων ελληνικών δυνάμεων. Εκ παραλλήλου, αποστολή ενισχύσεων τεχνικώς είναι αδύνατος, πλην προσωπικού εφοδιασμένου με ελαφρά όπλα, βοήθεια, όμως, η οποία δεν μεταβάλλει την κατάστασιν από πλευράς συγκρίσεως δυνάμεών μας, δεν θα εβελτίωνε…».

Ούτε όμως και αυτή η αποστολή προσωπικού με ελαφρά όπλα δεν αποφασίστηκε και δεν διατάχθηκε από τους στρατιωτικούς ηγέτες, με την ανοχή και την κάλυψη του Υπουργού Άμυνας Ευάγγελου Αβέρωφ. Με τις εκτιμήσεις του Μπονάνου συμφώνησαν και οι αρχηγοί των Τριών Όπλων, οπότε συμπερασματικά διαπιστώθηκε ότι η μόνη στρατιωτικά εφικτή ενέργεια για την Εθνική Φρουρά ήταν η υποχωρητική άμυνα με επαφή με τον εχθρό, για την αποτροπή εγκλωβισμού φιλίων δυνάμεων. Σε όλες τις στρατιωτικοπολιτικές συσκέψεις υπό τον Καραμανλή, οι αποφάσεις ήταν το ίδιο τραγικές για την Κύπρο: Καμιά ουσιαστική βοήθεια. Οι ανάξιοι στρατιωτικοί ηγέτες, αυτοί που έκαμαν το πραξικόπημα και ανέτρεψαν τον Μακάριο, δήλωναν τώρα ότι: «Άμυνα στην Κύπρο, έστω και δι’ αποστολής ενισχύσεων, θα οδήγει εις άσκοπον θυσίαν ημετέρων μονάδων, πιθανήν εξώθησιν των Τούρκων εις ανάληψιν ευρύτερων επιχειρήσεων καταλήψεως ακόμη και ολοκλήρου της Κύπρου και αμφίβολα διά την τιμήν των όπλων αποτελέσματα, δεδομένου ότι εξόντωσις των δυνάμεών μας δέον να θεωρείται βεβαία…».

Ο Αβέρωφ ανέφερε τότε στους στρατιωτικούς ηγέτες ότι ο Καραμανλής επιθυμούσε να γνωρίζει, εάν και κατά πόσον είναι δυνατή άμυνα στην Κύπρο των ελληνικών δυνάμεων διάρκειας, έστω, 48 ωρών, αλλά και πάλι η απάντηση των στρατιωτικών ηγετών ήταν αρνητική.

Από τα επίσημα έγγραφα και τις καταθέσεις - υπομνήματα στην Επιτροπή της Βουλής για τον Φάκελο της Κύπρου εγείρονται πολλά ερωτήματα για τη στάση του Υπουργού Άμυνας Ε. Αβέρωφ στην τελική απόφαση να μη σταλεί καμιά βοήθεια στην Κύπρο, ενώ η Εθνική Φρουρά έδινε μόνη και αβοήθητη αγώνα μέχρις εσχάτων για την τιμή των όπλων. Συγκεκριμένα:

α) Απέτρεψε την εφαρμογή του σχεδίου δράσης που πρότεινε ο Καραμανλής και δεν ανέλαβαν οι στρατιωτικοί άμεση δράση εναντίον του εισβολέα την αυγή της 14ης Αυγούστου. Στη βάση του σχεδίου που πρότεινε ο Καραμανλής.

β) Απέτρεψε δεύτερη απόφαση του Καραμανλή για τη συγκρότηση και αποστολή Μεραρχίας στην Κύπρο.

γ) Αποδέχθηκε την τακτική που ακολούθησε το ΓΕΕΦ (στρατηγός Ευθύμιος Καραγιάννης), στην αντιμετώπιση της τουρκικής προέλασης, δηλαδή της υποχωρητικής κίνησης με διατήρηση επαφής με τον εχθρό, προς αποφυγήν εγκλωβισμού δυνάμεων, όπως είχαν προτείνει οι στρατιωτικοί.

ΧΑΜΠΗΣ 1.jpg

Αντίθετα με την επικρατήσασα άποψη, περί πραγματικής αδυναμίας αποστολής δυνάμεων για την ενίσχυση της Εθνικής Φρουράς, υπάρχουν τα ακόλουθα περιστατικά, που καταμαρτυρούν την ύπαρξη τέτοιας δυνατότητας. Τα περιστατικά αυτά είναι:

α) Η αποστολή της στρατιωτικής δύναμης με τα μεταγωγικά «Α/Φ ΝΟΡΑΤΛΑΣ».

β) Η βεβαιωμένη από έγγραφα και μαρτυρίες αποστολή πυρομαχικών στην κρίσιμη αυτή περίοδο με αεροσκάφη της «Ολυμπιακής».

Οι μόνοι που επηρέασαν αρνητικά τον Αβέρωφ ήταν οι τέσσερεις ηγέτες των Ενόπλων Δυνάμεων, Μπονάνος, Γαλατσάνος, Αραπάκης και Παπανικολάου, δηλαδή αυτοί που διέταξαν το πραξικόπημα και άφησαν την Κύπρο αφύλακτη, ενώ γνώριζαν ότι η 39η Τουρκική Μεραρχία προετοιμαζόταν από καιρό και περίμενε ν’ αδράξει την ευκαιρία για να εισβάλει στο νησί μας. Το αξιοπερίεργο ήταν ότι οι τέσσερεις δεν αποστρατεύτηκαν αμέσως. Καλύφθηκαν από τον Αβέρωφ, ο οποίος, ως Υπουργός Άμυνας, απέφυγε να εισηγηθεί στον Πρωθυπουργό Καραμανλή την αποστράτευσή τους, ενώ γνώριζε καλύτερα απ’ όλους ότι αυτοί βαρύνονταν για το πραξικόπημα και την επιτυχία της τουρκικής εισβολής. Επίσης γνώριζε ο κ. Αβέρωφ ότι αυτοί ευθύνονταν για την καθυστέρηση συγκρότησης Μεραρχίας, που είχε διατάξει ο Καραμανλής για να σταλεί στην Κύπρο, μόλις ανέλαβε την πρωθυπουργία. Η Μεραρχία ήταν έτοιμη στην Κρήτη στις 19 Αυγούστου, όταν η επιχείρηση Αττίλας 2 είχε πια συντελεσθεί με την κατάληψη περίπου 38% κυπριακού εδάφους.

Συμπερασματικά, όπως προκύπτει από τις καταθέσεις στον Φάκελο της Κύπρου και τις αναλύσεις στρατιωτικοπολεμικών αναλυτών, ακεραία την ευθύνη για την τραγωδία της Κύπρου, τόσο για την πρώτη, όσο και τη δεύτερη φάση της εισβολής, φέρουν οι δικτατορικές κυβερνήσεις της Ελλάδας και ιδιαίτερα οι Αρχηγοί Ενόπλων Δυνάμεων (Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας), διότι:

Διέταξαν την ανατροπή του Μακαρίου, χωρίς να πάρουν κανένα απολύτως μέτρο προστασίας της Κύπρου πριν και μετά την εισβολή. Την άφησαν ανοχύρωτη, εύκολη λεία στον Αττίλα. Παρέμεναν οι χουντικοί στρατιωτικοί ηγέτες απαθείς και ανάλγητοι, όταν η Εθνική Φρουρά και η κυπριακές κυβερνήσεις Σαμψών και Κληρίδη με αναφορές τους ζητούσαν επειγόντως αποστολή ενισχύσεων, υλικού και αντιαρματικών όπλων. Συνειδητά και οι τέσσερεις έπεισαν τον Αβέρωφ ότι ήταν ανέφικτη η αποστολή ενισχύσεων και βαρέος πολεμικού υλικού στην Κύπρο και αυτός, ως Υπουργός Άμυνας, είτε συμφώνησε είτε ανέχθηκε τις θέσεις τους και κάλυψε την κωλυσιεργία τους στην εκτέλεση της εντολής του Καραμανλή στις 3 Αυγούστου για συγκρότηση Μεραρχίας, η οποία άρχισε ήδη να ετοιμάζεται με ευθύνη του στρατηγού Επιτήδειου. Ο Αβέρωφ ενημέρωσε τον Καραμανλή στις 29 Αυγούστου ότι η Μεραρχία ήταν έτοιμη στην Κρήτη. Δηλαδή, όταν ο Αττίλας 2 είχε ήδη συμπληρώσει το έγκλημά του, με την κατοχή του 38% του κυπριακού εδάφους και τον διωγμό του ενός τρίτου του ελληνικού πληθυσμού από τις πατρογονικές του εστίες.

ΧΑΜΠΗΣ 2.jpg

*Την επόμενη Κυριακή το Τελευταίο Μέρος