Διεθνή

Οι δασμοί του Τραμπ ως γεωπολιτικό όπλο: Η Τεχνητή Νοημοσύνη και το μέλλον της στρατιωτικής βιομηχανίας

Σε κάθε περίπτωση, αυτά τα τσιπ στη στρατιωτική βιομηχανία είναι εργαλεία τεχνολογικής κυριαρχίας ικανά ν’ αλλάξουν τον σύγχρονο πόλεμο, καθώς τροφοδοτούν συστήματα που γίνονται όλο και πιο αυτόνομα, γρήγορα και σύνθετα.

Ο Πρόεδρος Τραμπ απέδειξε γι’ άλλη μια φορά το επιχειρηματικό του ταλέντο στη γεωπολιτική σκηνή. Οι δασμοί κατά τον τρόπο του Τραμπ στον στρατηγικό τομέα των ημιαγωγών και των τσιπ αποτελούν ένα γεωπολιτικό όπλο για την επίτευξη τεχνολογικής κυριαρχίας. Μια εταιρεία, η TSMC (Taiwan Semiconductor Manufacturing Company), που κατασκευάζει το 90% των πιο προηγμένων τσιπ τεχνητής νοημοσύνης στον κόσμο, τα οποία χρησιμοποιούνται ευρέως στη στρατιωτική βιομηχανία, κρυσταλλώνει την αντιπαλότητα μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών. Πρόκειται για το κέντρο της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, η TSMC είναι η ‘‘Μέκκα’’ των ημιαγωγών.

Στις 6 Αυγούστου 2025, ο Αμερικανός Πρόεδρος ανακοίνωσε την επιβολή επιπλέον φόρου 100% στα τσιπ και τους ημιαγωγούς, με σκοπό να παροτρύνει τις ξένες εταιρείες να μεταφέρουν την παραγωγή τους στις ΗΠΑ. Η TSMC, ο κύριος εξαγωγέας, εξαιρέθηκε από αυτούς τους φόρους. Στην πραγματικότητα, αυτή η εξαίρεση εντάσσεται στο πλαίσιο μιας απειλής που εκτόξευε εναντίον τής Ταϊβάν εδώ και αρκετούς μήνες : η εικαζόμενη υπονόμευση της αμερικανικής βιομηχανίας εξαιτίας της συγκέντρωσης της παραγωγής τσιπ τεχνητής νοημοσύνης στην Ταϊβάν λόγω του ότι η TSMC αποτελεί την παγκόσμιο τροφοδότη αυτών των τσιπ. Η TSMC εξαιρείται λοιπόν από αυτόν τον επιπλέον φόρο χάρη στην τεράστια επένδυσή της ύψους 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων στις ΗΠΑ για την κατασκευή τουλάχιστον 2 εργοστασίων.

Όλα αυτά εντάσσονται στο πολιτικό δόγμα που χαρακτηρίζει την πολιτική Τραμπ : «America first». Ο Πρόεδρος Τραμπ, χρησιμοποιώντας τις διαπραγματευτικές του ικανότητες και την τακτική τού εκβιασμού, επιδιώκει τον γνωστό σε όλους στόχο του: να συγκεντρώσει το κεφάλαιο και τη στρατηγική παραγωγή στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και να υποστηρίξει και να προστατεύσει την αμερικανική οικονομία. Στην πραγματικότητα, εκμεταλλεύεται τη δεσπόζουσα θέση του για να επιβάλει τους όρους του παιχνιδιού. Έτσι, αναγκάζει την TSMC να επενδύσει μαζικά στις ΗΠΑ, ελέγχοντας έτσι τον κεντρικό κόμβο του παγκόσμιου δικτύου κατασκευής προηγμένων τσιπ που χρησιμοποιούνται στη στρατιωτική βιομηχανία (και όχι μόνο). Κατά συνέπειαν, εκμεταλλεύεται την οικονομική αλληλεξάρτηση, δηλαδή την παγκόσμια εξάρτηση από την TSMC.

Τι είναι συγκεκριμένα τα τσιπ τεχνητής νοημοσύνης και οι ημιαγωγοί και ποιο είναι το ενδιαφέρον τους; Πρόκειται για εξειδικευμένο υλικό που έχει σχεδιαστεί για να επιταχύνει τις εργασίες αυτόματης μάθησης. Επεξεργάζονται μεγάλες ποσότητες δεδομένων γρήγορα και αποτελεσματικά, επιτρέποντας την επεξεργασία και ανάλυση σε πραγματικό χρόνο. Αυτά τα τσιπ τεχνητής νοημοσύνης αποτελούν σήμερα ένα σημαντικό στρατηγικό στοιχείο στη στρατιωτική βιομηχανία, διότι ακριβώς χάρη στην επεξεργασία τεράστιων ποσοτήτων δεδομένων σε πραγματικό χρόνο αλλάζουν ριζικά τις επιχειρησιακές δυνατότητες των ενόπλων δυνάμεων. Πρόκειται για τσιπ 3 νανομέτρων που επιτρέπουν την αύξηση της ταχύτητας λειτουργίας έως και 10-15% σε σύγκριση με τα πιο ‘‘κλασικά’’ τσιπ 5 νανομέτρων, με ισοδύναμη κατανάλωση ενέργειας. Η TSMC εργάζεται ήδη πάνω στην επόμενη γενιά τεχνολογιών, με τσιπ 2 νανομέτρων που προβλέπονται για το 2026, αποδεικνύοντας τον συνεχή αγώνα για καινοτομία στον τομέα των ημιαγωγών.

Αυτά τα τσιπ τεχνητής νοημοσύνης χρησιμοποιούνται ευρέως στη στρατιωτική βιομηχανία. Αρχικά, βρίσκονται σε αυτόνομα drones (αεροπορικά, χερσαία, θαλάσσια) και σε μη επανδρωμένα συστήματα μάχης, τα οποία μπορούν, για παράδειγμα, να επιλέγουν τα ίδια τους στόχους τους. Χρησιμοποιούνται επίσης στους τομείς της αυτόματης αναγνώρισης, πληροφοριών και επιτήρησης (ISR), μέσω της επεξεργασίας σε πραγματικό χρόνο δεδομένων που προέρχονται από ενσωματωμένες κάμερες, ραντάρ και δορυφόρους, προκειμένου να εντοπίζονται απειλές, κινήσεις στρατευμάτων ή όπλων. Επιπλέον, τα εν λόγω τσιπ τεχνητής νοημοσύνης χρησιμοποιούνται επίσης στον τομέα της κυβερνοασφάλειας και του ηλεκτρονικού πολέμου, ανιχνεύουν κυβερνοεπιθέσεις σε πραγματικό χρόνο, προβλέπουν κακόβουλες συμπεριφορές και μπορούν ακόμη ν’ αντιδρούν αυτόματα σε ορισμένες απειλές (έξυπνα τείχη προστασίας, honeypots τεχνητής νοημοσύνης κ.λπ.).

Παράλληλα, αυτά τα τσιπ τεχνητής νοημοσύνης εγείρουν μια πληθώρα στρατηγικών και ηθικών ζητημάτων. Οι ΗΠΑ, η Κίνα, η Ρωσία και η Γαλλία επενδύουν μαζικά σε αυτά τα τσιπ τεχνητής νοημοσύνης, καθώς βρίσκονται στο επίκεντρο της στρατιωτικής τεχνολογικής υπεροχής. Η μικροποίηση (miniaturization) και η αυξανόμενη ισχύς αυτών των τσιπ καθιστούν δυνατή την ανάπτυξη αυτόνομων θανατηφόρων συστημάτων, γεγονός που αποτελεί πηγή μεγάλων ηθικών και νομικών συζητήσεων. Εξάλλου, ο ανθρώπινος έλεγχος (ή μη) στη λήψη της απόφασης για τη δολοφονία παραμένει ένα πολύ αμφιλεγόμενο θέμα. Σημειωτέον ότι υπάρχει νομικό κενό όσον αφορά τη λογοδοσία στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης και κατ’ επέκτασιν στον τομέα των αυτόνομων όπλων.

Σε κάθε περίπτωση, αυτά τα τσιπ στη στρατιωτική βιομηχανία είναι εργαλεία τεχνολογικής κυριαρχίας ικανά ν’ αλλάξουν τον σύγχρονο πόλεμο, καθώς τροφοδοτούν συστήματα που γίνονται όλο και πιο αυτόνομα, γρήγορα και σύνθετα. Και χωρίς την TSMC, αυτά τα τσιπ τεχνητής νοημοσύνης που χρησιμοποιούνται στη στρατιωτική βιομηχανία δεν θα υπήρχαν σε αυτό το επίπεδο απόδοσης.

Είναι λοιπόν σαφές ότι αυτή η τεχνική απειλής και πίεσης μέσω των δασμών χρησιμοποιείται από τις ΗΠΑ για σκοπούς υπεροχής, προκειμένου να κυριαρχήσει στην τεχνητή νοημοσύνη. Είναι σαν ο Ντόναλντ Τραμπ να εφάρμοσε κατά γράμμα αυτό που ο Πούτιν είχε προβλέψει το 2017: «Όποιος γίνει ηγέτης της τεχνητής νοημοσύνης, θα είναι κυρίαρχος του κόσμου». Οκτώ χρόνια αργότερα, βρισκόμαστε στο κατώφλι μιας άνευ προηγουμένου τεχνολογικής επιτάχυνσης της τεχνητής νοημοσύνης, που αγγίζει: την ανθρώπινη καθημερινότητα, την οικονομία και ιδίως τον στρατό και το πώς θα διεξάγεται ο πόλεμος στο μέλλον, ένα μέλλον που ίσως είναι πιο κοντά απ’ ό,τι νομίζουμε.

Και οι δύο πλευρές του Ειρηνικού ακολουθούν την ίδια λογική. Το Πεντάγωνο των ΗΠΑ, σε μία από τις στρατηγικές του εκθέσεις για το 2023, υποστήριξε ότι η τεχνητή νοημοσύνη εξασφαλίζει ένα απαραίτητο πλεονέκτημα στη λήψη αποφάσεων στο πεδίο της μάχης. Η Κίνα, απ’ την άλλη, βάσει ενός εγγράφου του Συμβουλίου των Κρατικών Υποθέσεων, φιλοδοξεί να γίνει η πρώτη δύναμη στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης έως το 2030. Στις ΗΠΑ, οι επενδύσεις είναι τεράστιες: 120 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, στην Κίνα οι επενδύσεις ανέρχονται σε 90-100 δισεκατομμύρια, ο ανταγωνισμός έχει ξεκινήσει.

Στο επίκεντρο αυτού του ανταγωνισμού βρίσκεται η Ταϊβάν και η περίφημη εταιρεία TSMC, ένα τεχνολογικό ‘‘στολίδι’’, παγκόσμιος ηγέτης στον τομέα των ημιαγωγών που χρησιμοποιούνται σε όλες τις ηλεκτρονικές συσκευές: αυτοκίνητα, κινητά τηλέφωνα, βάσεις δεδομένων, αλλά όλα αυτά απευθύνονται στο ευρύ κοινό. Το πραγματικό διακύβευμα είναι τα τσιπ υψηλής προστιθέμενης αξίας που κατασκευάζει η εν λόγω εταιρεία, τα οποία χρησιμοποιούνται ευρέως στη στρατιωτική βιομηχανία και από τους γίγαντες της τεχνολογίας: Google, Apple, OpenAI, η οποία λανσάρει την έκδοση 5 του chatgpt ακριβώς χάρη σε αυτά τα προηγμένα ημιαγωγικά. Οι ΗΠΑ και η Κίνα εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από αυτά - καθώς αποτελούν μοχλούς δύναμης που μόνο αυτή η ταϊβανέζικη εταιρεία είναι σε θέση να κατασκευάσει, αντιλαμβανόμαστε την ύψιστη σημασία αυτής της εταιρείας για όλον τον πλανήτη.

Το γεωπολιτικό ζήτημα είναι σαφές: η TSMC κατασκευάζει το 90% των πιο προηγμένων τσιπ στον κόσμο, από την Ταϊβάν, μόλις 130 χιλιόμετρα από τις κινεζικές ακτές. Το Πεκίνο διεκδικεί το νησί, ενώ η Ουάσιγκτον δεσμεύεται να το προστατεύσει. Αυτή η συγκέντρωση της παραγωγής λειτουργεί ως ασπίδα για την Ταϊβάν: μια εισβολή ή ένας αποκλεισμός θα έθετε σε κίνδυνο τον παγκόσμιο εφοδιασμό, μια προοπτική απαράδεκτη για τις Ηνωμένες Πολιτείες, που εξαρτώνται από αυτά τα τσιπ τόσο στον πολιτικό όσο και στον στρατιωτικό τομέα. Σε ένα πλαίσιο αντιπαλότητας γύρω από την τεχνητή νοημοσύνη, ιδίως για στρατιωτικές εφαρμογές, θα ήταν αδιανόητο για την Ουάσιγκτον ν’ αφήσει το Πεκίνο ν’ αποκτήσει ένα τέτοιο πλεονέκτημα. Καθώς οι δύο δυνάμεις αποφεύγουν την άμεση σύγκρουση, οι δασμοί γίνονται στρατηγικό μέσο πίεσης: για να τους αποφύγει, η TSMC θα επενδύσει 100 δισεκατομμύρια δολάρια σε τρία νέα εργοστάσια στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Παράλληλα πρέπει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση της παραμικρής απόπειρας της Κίνας να κάνει κίνηση στην Ταϊβάν, εν όψει της κατάκτησης αυτής της τεχνολογίας, τα εργοστάσια της εταιρείας χάρη σ’ έναν εξ αποστάσεως έλεγχο, μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα θα καταστούν άχρηστα, το ίδιο θα συμβεί και στις μηχανές παραγωγής τους.

Η Ουάσιγκτον, με την τέχνη της διαπραγμάτευσης (εκβιασμού), εξασφαλίζει έτσι την πρόσβασή της σε πολύ εξελιγμένα τσιπ, διατηρεί την ηγετική της θέση έναντι της Κίνας, προσφέροντας παράλληλα στην Ταϊβάν μια επιπλέον εγγύηση ασφάλειας. Είναι λοιπόν προφανές ότι οι δασμοί του Τραμπ αποτελούν ένα γεωπολιτικό όπλο.

Λαμβάνοντας υπόψη την ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας της στρατιωτικής βιομηχανίας, σε σύγκριση με την υφιστάμενη άμυνα της Κυπριακής Δημοκρατίας, αυτή φαίνεται να είναι προϊστορική σε σχέση με τα σύγχρονα δεδομένα, όχι μόνο από πλευράς εφαρμογής των σύγχρονων τεχνολογικών εξελίξεων, αλλά και από την μη ύπαρξη εξειδικευμένου προσωπικού, αφού η επένδυση και στους δύο προαναφερθέντες συντελεστές είναι ανύπαρκτη. Η ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος της άμυνάς μας επιβάλλει να επενδύσουμε περισσότερο από το ΑΕΠ μας στην άμυνα, ούτως ώστε να συμβαδίζει η απόκτηση τεχνολογικού εξοπλισμού με το απαραίτητο εξειδικευμένο προσωπικό. Είναι καιρός ν’ αποκτήσει η Κυπριακή Δημοκρατία ένα σύγχρονο, πιο προηγμένο αμυντικό σύστημα, που θα συμβαδίζει με τη σημερινή πραγματικότητα και που θα προσφέρει την απαραίτητη αποτρεπτική ισχύ που πρέπει να χαρακτηρίζει κάθε κράτος το οποίο σέβεται τον εαυτό του, ιδίως όταν είναι ημικατεχόμενο και βρίσκεται υπό τη συνεχή απειλή του τουρκικού σοβινισμού.