Αναλύσεις

Κύπρος υπό κατοχή, Ευρώπη υπό σιωπή

Η αδράνεια της ΕΕ και η ευθύνη των εθνικών κυβερνήσεων στο Κυπριακό.

Στις 9 Σεπτεμβρίου ξεκινά η ετήσια Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Ας ελπίσουμε ότι ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας θα έχει το θάρρος να παρουσιάσει με σαφήνεια και τόλμη την πραγματική εικόνα των τουρκικών επεκτατικών σχεδιασμών. Ν’ αναδείξει τις ζωντανές μνήμες από τα εγκλήματα της εισβολής του Αττίλα το 1974 και τις συνέπειες των τελευταίων σχεδόν 52 ετών: τις δολοφονίες αμάχων, τους βιασμούς, τον εποικισμό, την πλήρη δημογραφική αλλοίωση των κατεχομένων, τον σφετερισμό περιουσιών. Ν’ αποδομήσει την τουρκική προπαγάνδα περί «ειρηνευτικής επιχείρησης», την οποία ο Τούρκος Πρόεδρος παρουσίασε αναιδώς στην περσινή του ομιλία από το βήμα του ΟΗΕ.

Ξεκινήσαμε τον πεντηκοστό δεύτερο χρόνο μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, και το Κυπριακό παραμένει άλυτο. Η Κύπρος είναι το μόνο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που τελεί υπό στρατιωτική κατοχή. Και, όμως, η ΕΕ, παρά τις διακηρύξεις περί δικαίου και ελευθερίας, παραμένει σιωπηλή! Το ερώτημα είναι αναπόφευκτο: πρόκειται για αδράνεια ή για συνειδητή στρατηγική επιλογή;

Η ΕΕ έχει επιλέξει ν’ αντιμετωπίζει το Κυπριακό ως «διμερές πρόβλημα» μεταξύ Κύπρου και Τουρκίας, αποδεχόμενη την τουρκική εκδοχή ότι το πρόβλημα είναι «δικοινοτικό», αποφεύγοντας να το εντάξει στην ευρωπαϊκή της ημερήσια διάταξη. Η αδράνεια αυτή εκφράζεται με την απουσία ουσιαστικής πίεσης προς την Τουρκία, την αποδοχή της παρουσίας κατοχικών στρατευμάτων, την ανοχή στον εποικισμό και την αποδοχή ότι ένα μέρος της ΕΕ βρίσκεται υπό κατοχή.

Η στάση της ΕΕ απέναντι στο Κυπριακό συχνά χαρακτηρίζεται από θεσμική αδράνεια και διπλωματική ουδετερότητα. Ωστόσο, αυτή η στάση δεν είναι ανεξάρτητη από τη συμπεριφορά των ίδιων των κρατών-μελών που επηρεάζονται άμεσα από αυτό το πρόβλημα - της Κυπριακής Δημοκρατίας πρωτίστως και της Ελλάδας.

Η στάση της κυπριακής και της ελληνικής Κυβέρνησης απέναντι στην ΕΕ και στην Τουρκία επηρεάζει καθοριστικά την ευρωπαϊκή πολιτική στο Κυπριακό. Η έλλειψη συντονισμένης, διεκδικητικής στρατηγικής, η αποδοχή χαμηλών προσδοκιών και η συχνή επίκληση της «διπλωματικής υπομονής» έχουν οδηγήσει σε μια παθητική διαχείριση του προβλήματος.

Οι κυβερνήσεις των δύο χωρών, αντί ν’ αξιοποιήσουν δυναμικά τα ευρωπαϊκά εργαλεία πίεσης, επιλέγουν μια ήπια, σχεδόν απολογητική προσέγγιση. Η απουσία στρατηγικής, ο φόβος της απομόνωσης και η μειοδοτική λογική των «ήρεμων νερών» έχουν μετατρέψει την Κύπρο από ενεργό διεκδικητή σε παθητικό παρατηρητή. Έτσι, η ΕΕ δεν πιέζεται από τα ίδια της τα μέλη ν’ αναλάβει ουσιαστικό ρόλο, με αποτέλεσμα να περιορίζεται σε γενικόλογες δηλώσεις αρχών.

Η αντίφαση είναι κραυγαλέα: ευρωπαϊκό έδαφος τελεί υπό κατοχή, και η Ένωση σιωπά. Η Κύπρος φαίνεται να είναι μέλος της ΕΕ μόνο στα χαρτιά, όχι στην πράξη.

Η απόρριψη του Σχεδίου Ανάν από τους νόμιμους πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας το 2004 ανέδειξε την ανάγκη για λύση που ν’ ανταποκρίνεται στις ανησυχίες και τις προσδοκίες όλων. Παρά την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δεν οδήγησε σε ουσιαστική αναθεώρηση της ευρωπαϊκής στάσης.

Τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ), αν και παρουσιάστηκαν ως εργαλεία προσέγγισης, απέτυχαν να δημιουργήσουν πραγματική εμπιστοσύνη μεταξύ των κοινοτήτων. Μάλλον αδυναμία φανερώνουν. Η ΕΕ δεν επένδυσε ουσιαστικά στην ενίσχυση αυτών των πρωτοβουλιών.

Η συμμετοχή του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας στις συνομιλίες ως εκπροσώπου της ελληνοκυπριακής κοινότητας, και όχι ως Προέδρου κράτους, μέλους του ΟΗΕ και της ΕΕ, υποβαθμίζει θεσμικά την Κυπριακή Δημοκρατία και ενισχύει την τουρκική αφήγηση περί «δικοινοτικού προβλήματος» και ρητορική ότι η ΚΔ είναι εκλιπούσα.

Η στάση της ΕΕ απέναντι στην Κύπρο έρχεται σε αντίθεση με την ενεργό εμπλοκή της στην περίπτωση της Ουκρανίας, όπου η παραβίαση της κυριαρχίας αντιμετωπίστηκε με κυρώσεις, πολιτική στήριξη και στρατηγική κινητοποίηση. Η σύγκριση είναι αναπόφευκτη και αποκαλυπτική για την επιλεκτική ευαισθησία της ΕΕ.

Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η δημόσια εικόνα που εκπέμπεται από κινήσεις όπως η πρόσφατη συνάντηση του Προέδρου της Δημοκρατίας και του Πρωθυπουργού της Ελλάδας να συναναστρέφονται με τον Πρόεδρο της χώρας που εισέβαλε και ασύστολα παραβιάζει επί δεκαετίες την κυριαρχία της Κύπρου! Το μήνυμα που εκπέμπεται διεθνώς είναι ότι το Κυπριακό δεν αποτελεί πλέον επείγον ή ανοιχτό ζήτημα. Η εικόνα αυτή ενισχύει την αντίληψη ότι η κατοχή είναι «διαχειρίσιμη», ότι η διχοτόμηση είναι «πραγματικότητα και αποδεχτή» και ότι η ΕΕ δεν χρειάζεται να εμπλακεί ενεργά. Πρόκειται για επικοινωνιακή και πολιτική υπονόμευση του κυπριακού αγώνα.

Η Κύπρος οφείλει να διεκδικήσει ενεργότερο ρόλο εντός της ΕΕ. Ν’ απαιτήσει την ένταξη του Κυπριακού στην ευρωπαϊκή πολιτική ημερήσια διάταξη, να κινητοποιήσει τους ευρωβουλευτές, ν’ αξιοποιήσει τις συμμαχίες της. Η διπλωματική αδράνεια πρέπει να δώσει τη θέση της σε δυναμική πολιτική διεκδίκηση. Παράλληλα, η κοινωνία των πολιτών, η νεολαία και οι απόδημοι μπορούν ν’ ασκήσουν πίεση, να διατηρήσουν τη μνήμη ζωντανή και να απαιτήσουν δράση.

Η στάση της ΕΕ απέναντι στο Κυπριακό είναι δοκιμασία για τις αξίες της. Αν η ΕΕ δεν μπορεί να υπερασπιστεί την ελευθερία και την κυριαρχία ενός κράτους-μέλους, τότε ποια είναι η πραγματική της ταυτότητα;

Το Κυπριακό δεν είναι περιφερειακό ζήτημα. Είναι ευρωπαϊκή πρόκληση. Και η απάντηση της ΕΕ θα κρίνει όχι μόνο το μέλλον της Κύπρου, αλλά και την αξιοπιστία της ίδιας της Ένωσης. Η Κύπρος φαίνεται να είναι μέλος της ΕΕ μόνο στα χαρτιά. Ήρθε η ώρα να γίνει μέλος και στην πράξη.

*Μόνιμος κάτοικος Μελβούρνης