Αναλύσεις

Όταν η φωτιά πληγώνει την παιδική ψυχή

Η ψυχολογική διάσταση μιας τραγωδίας

Όταν μια φυσική καταστροφή χτυπά μια κοινότητα, όπως συνέβη πρόσφατα με τη φονική πυρκαγιά στη Λεμεσό, η προσοχή των περισσοτέρων εστιάζει στις απώλειες ζωών, τις καταστροφές περιουσιών και τις ευθύνες των Αρχών. Ωστόσο, ένα εξίσου κρίσιμο αλλά λιγότερο ορατό πεδίο είναι αυτό των ψυχικών συνεπειών, ειδικά στα παιδιά. Για τα μικρά παιδιά, η φωτιά δεν είναι απλώς ένα φυσικό φαινόμενο, αλλά ένας εφιάλτης, που μπορεί να χαράξει βαθιά τον ψυχισμό τους, είτε βρέθηκαν στο επίκεντρο είτε απλώς εκτέθηκαν έμμεσα στις εικόνες, στους ήχους και στα συναισθήματα του περιβάλλοντος.

Η ψυχολόγος και προσωποκεντρική ψυχοθεραπεύτρια, Ράνια Μιχαηλίδου, μιλώντας στη «Σημερινή», εξηγεί πώς ένα γεγονός όπως η πυρκαγιά προκαλεί έντονο σοκ, ειδικά όταν οι άνθρωποι βρέθηκαν άμεσα στην περιοχή, έπρεπε να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους ή απειλήθηκαν να χάσουν τα πάντα. Ακόμη και όσοι δεν ήταν φυσικά παρόντες, ενεργοποιούνται ψυχολογικά, βιώνοντας άγχος, πανικό και αίσθηση απώλειας ελέγχου. Τα παιδιά, σε τέτοιες συνθήκες, μπορεί να νιώσουν ότι ο κόσμος δεν είναι πια ασφαλής. Οι γονείς συχνά μπαίνουν σε κατάσταση επιβίωσης (fight or flight) και αποσυνδέονται συναισθηματικά για να προστατεύσουν τα παιδιά τους. Το τραύμα ξεκινά από αυτήν την απώλεια σταθερότητας και το ρήγμα στην αίσθηση ασφάλειας.

Πότε ένα παιδί έχει τραυματιστεί ψυχολογικά

Ακόμη κι αν το παιδί δεν προέρχεται από άμεσα πληγείσα οικογένεια, μπορεί να έχει επηρεαστεί βαθιά. Σύμφωνα με την κ. Μιχαηλίδου, ακόμα και η απλή έκθεση στο γεγονός, όπως η θέα των φλογών, οι σειρήνες, η εκκένωση ή το άκουσμα εμπειριών άλλων παιδιών, μπορεί ν’ αφήσει τραυματικό αποτύπωμα. Οι γονείς οφείλουν να παρατηρούν σημάδια όπως εφιάλτες και δυσκολία στον ύπνο, υπερβολική προσκόλληση στους γονείς, παλινδρόμηση σε πιο παιδική συμπεριφορά, όπως η ενούρηση, απόσυρση από το παιχνίδι ή από φίλους, ευερεθιστότητα ή ξεσπάσματα θυμού, αλλά και σωματικά συμπτώματα χωρίς οργανική αιτία, όπως στομαχόπονος ή πονοκέφαλος. Όλα αυτά μπορεί να μαρτυρούν την ύπαρξη ψυχικού τραύματος.

Πώς να μιλήσουν οι γονείς στα παιδιά

Η σωστή επικοινωνία των γονιών με τα παιδιά τους, μετά από ένα τόσο τραυματικό γεγονός, είναι καθοριστική. Η Ράνια Μιχαηλίδου τονίζει πως η επικοινωνία πρέπει να προσαρμόζεται στην ηλικία και στο γνωστικό επίπεδο του παιδιού. Στην προσχολική ηλικία, δηλαδή από 3 έως 6 ετών, χρειάζονται απλές και καθησυχαστικές φράσεις, με έμφαση στην ασφάλεια, όπως: «Είμαστε μαζί, είσαι ασφαλής». Στη σχολική ηλικία, από 7 έως 12 ετών, απαιτείται μια πιο ειλικρινής συζήτηση, με απαντήσεις στις ερωτήσεις που ενδέχεται να έχουν τα παιδιά, δίνοντας χώρο στην έκφραση συναισθημάτων.

Στους εφήβους, η συζήτηση πρέπει να είναι πιο ώριμη, με σεβασμό στην ανάγκη τους για αναγνώριση των φόβων τους, για αυτονομία και για αληθινό διάλογο. Δεν λέμε ψέματα στα παιδιά, ούτε υποβαθμίζουμε την κατάσταση. Δεν χρειάζεται να τα τρομάξουμε, αλλά να τα ενημερώσουμε με ειλικρίνεια και ενσυναίσθηση. Μια δημιουργική πρόταση που βοηθά ιδιαίτερα είναι να χρησιμοποιηθεί η φαντασία. Μπορούμε να προτρέψουμε τα παιδιά να φανταστούν πώς θα ήθελαν να είναι ξανά ο χώρος γύρω τους, να ζωγραφίσουμε μαζί τους, ν’ αλλάξουμε χρώματα στον χώρο ή να δημιουργήσουμε εσωτερικές εικόνες ελπίδας. Η φαντασία λειτουργεί θεραπευτικά.

Όταν το παιδί έχει χάσει το σπίτι ή αγαπημένο πρόσωπο

Για τα παιδιά που έχουν βιώσει απώλεια σπιτιού ή ακόμη και αγαπημένου προσώπου, υπάρχουν συγκεκριμένα βήματα που μπορούν να συμβάλουν στην ψυχική αποκατάσταση. Όπως επισημαίνει η κ. Μιχαηλίδου, αυτό που χρειάζονται πρώτα είναι ένα ασφαλές περιβάλλον και μια καθημερινή ρουτίνα, η συναισθηματική παρουσία των γονιών -ακόμη κι αν είναι δακρυσμένοι- καθώς και υποστήριξη από ειδικούς ψυχικής υγείας, κατά προτίμηση με εμπειρία στο παιδικό τραύμα. Οι εκφραστικές δραστηριότητες, όπως η ζωγραφική, το παιχνίδι και η αφήγηση ιστοριών, είναι επίσης ιδιαίτερα χρήσιμες. Μια απλή αλλά αποτελεσματική άσκηση είναι να ζητηθεί από τα παιδιά να ζωγραφίσουν τους φόβους και τις ανασφάλειές τους, ώστε να επέλθει συναισθηματική αποφόρτιση και να γίνει κατανοητό το τραύμα που έχουν βιώσει.

Ενοχές, φόβος και πρόληψη

Δεν είναι σπάνιο τα παιδιά να νιώθουν ενοχές ή φόβο ότι μπορεί να ξανασυμβεί κάτι παρόμοιο. Η κ. Μιχαηλίδου το επιβεβαιώνει, λέγοντας πως είναι φυσιολογικό να νιώθουν ενοχές του τύπου «γιατί σώθηκα εγώ;», ή και φόβο επανάληψης του συμβάντος. Οι γονείς σε αυτές τις περιπτώσεις οφείλουν να ακούν ενεργητικά και χωρίς κριτική, να λένε φράσεις όπως «καταλαβαίνω ότι φοβάσαι», να ενημερώνουν ρεαλιστικά και καθησυχαστικά, και να προσφέρουν στο παιδί μια πρακτική αίσθηση ελέγχου, για παράδειγμα μιλώντας για σχέδια εκκένωσης ή μέτρα πρόληψης.

Ο ρόλος του σχολείου και των ειδικών

Ο ρόλος των σχολείων στη διαχείριση του τραύματος είναι καθοριστικός. Όπως σημειώνει η ειδικός, τα σχολεία οφείλουν να συμβάλουν ουσιαστικά, ξεκινώντας από την εκπαίδευση των δασκάλων στην αναγνώριση ψυχολογικών συμπτωμάτων. Χρειάζονται ομαδικές συζητήσεις, παιχνίδια και δημιουργία χώρων για έκφραση των παιδιών, αλλά και συστηματική συνεργασία με ειδικούς, όπως ψυχολόγοι. Δεν αρκεί μια απλή συζήτηση. Απαιτούνται συστηματικές παρεμβάσεις σε βάθος χρόνου. Ιδανικά, σε κάθε σχολείο θα έπρεπε να υπάρχει ψυχολόγος, ο οποίος θα αξιολογήσει ποια παιδιά έχουν επηρεαστεί, θα υποστηρίξει τους δασκάλους και τους γονείς, και θα προσφέρει στοχευμένη συμβουλευτική ή παραπομπή όπου χρειάζεται.

Τι να αποφεύγουν οι γονείς

Η κ. Μιχαηλίδου επισημαίνει και τι πρέπει να αποφεύγουν οι γονείς σε τέτοιες καταστάσεις. Συγκεκριμένα, να μην αποκρύπτουν την αλήθεια, να μην εκδηλώνουν πανικό μπροστά στο παιδί, να μην το πιέζουν να μιλήσει αν δεν είναι έτοιμο, να μην υποτιμούν τα συναισθήματά του με φράσεις όπως «έλα μωρέ, πέρασε», και να μην το εκθέτουν σε σοκαριστικές εικόνες από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.

Η ευθύνη των ΜΜΕ

Ο ρόλος των ΜΜΕ, σύμφωνα με την ειδικό, είναι κρίσιμος, αφού η συνεχής έκθεση σε εικόνες καταστροφής εντείνει το άγχος. Οι γονείς καλούνται να περιορίζουν την παρακολούθηση ειδήσεων, να βλέπουν μαζί με το παιδί και να εξηγούν αυτά που προβάλλονται, επιλέγοντας πάντοτε αξιόπιστες και ισορροπημένες πηγές ενημέρωσης.

Μετατραυματικό στρες και επιστροφή στη ρουτίνα

Το μετατραυματικό στρες (PTSD) μπορεί να εμφανιστεί στα παιδιά ακόμη και μήνες μετά το τραυματικό γεγονός. Η ειδικός περιγράφει συμπτώματα όπως flashbacks ή έντονους εφιάλτες, αποφυγή παρόμοιων καταστάσεων, υπερεπαγρύπνηση που εκδηλώνεται με φόβο ή πανικό, καθώς και σημαντικές αλλαγές στη διάθεση ή τη συμπεριφορά του παιδιού. Η διάγνωση, διευκρινίζει, μπορεί να γίνει μόνο από παιδοψυχίατρο ή ψυχολόγο με κατάρτιση στο τραύμα.

Η επιστροφή στη ρουτίνα δεν είναι απλώς χρήσιμη, αλλά και θεραπευτική. Η ρουτίνα προσφέρει αίσθηση κανονικότητας, συναισθηματική ασφάλεια και ενισχύει την ανθεκτικότητα. Η επιστροφή στο σχολείο, τις δραστηριότητες και τις παρέες λειτουργεί ως ένα ηχηρό μήνυμα: «Η ζωή συνεχίζεται».

Το μήνυμα στους γονείς

Το τελικό μήνυμα της ψυχολόγου προς τους γονείς είναι συγκινητικό μέσα στην απλότητά του. Όπως λέει: «Δεν χρειάζεται να είστε τέλειοι. Χρειάζεται να είστε παρόντες. Τα παιδιά σας χρειάζονται έναν γονιό που θα τα βλέπει, θα τα ακούει και θα τα αγαπά. Και εσείς, με τη σειρά σας, χρειάζεστε στήριξη. Η φροντίδα του δικού σας ψυχισμού είναι αναγκαία για να μπορέσετε να σταθείτε δίπλα στα παιδιά σας».