Διεθνή

Η Εμπορική «Συμφωνία ΗΠΑ – ΕΕ»: Μια θεσμική υποχώρηση ή μια στρατηγική αναγκαιότητα;

Η συμφωνία ΗΠΑ - ΕΕ αποτελεί καθρέφτη της νέας εποχής: μιας εποχής όπου η ισχύς υποκαθιστά τον κανόνα δικαίου και όπου οι εμπορικές σχέσεις γίνονται πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης.

Η πρόσφατη εμπορική συμφωνία μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ανακοινώθηκε στο Turnberry της Σκωτίας από τον Πρόεδρο Donald Trump και την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ursula von der Leyen, υπερβαίνει τα όρια μιας τεχνικής ρύθμισης εμπορικών διαφορών. Αντιθέτως, ενσαρκώνει μια βαθιά μετάβαση από το μοντέλο του θεσμικού πολυμερούς εμπορίου σε ένα νέο, αμοιβαία επιβεβλημένο καθεστώς διαχειριζόμενης αλληλεξάρτησης, μια εκδοχή «διεθνοποιημένου οικονομικού ρεαλισμού» με έντονη ασυμμετρία.

Η συμφωνία, υπό τον τίτλο «Cooperation Agreement on Reciprocal, Fair and Balanced Trade», προβλέπει έναν ενιαίο δασμό 15% στις περισσότερες ευρωπαϊκές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ, αποτρέποντας μια επιβλητική απειλή δασμών 30%. Σε αντάλλαγμα, η ΕΕ προχωρεί στην άρση σχεδόν όλων των δασμών στα αμερικανικά βιομηχανικά προϊόντα, ενώ δεσμεύεται για αγορές αμερικανικής ενέργειας ύψους 750 δισ. δολαρίων έως το 2028, προμήθειες μικροτσίπ ύψους 40 δισ. ευρώ και επενδύσεις ευρωπαϊκών εταιρειών στις ΗΠΑ συνολικής αξίας 600 δισ. δολαρίων. Πρόκειται αναμφισβήτητα για μια συμφωνία όπου η «διαπραγμάτευση» υποκαταστάθηκε από την «επιβολή», με την Ουάσιγκτον να λειτουργεί ως ηγεμονική δύναμη και την ΕΕ ως αμυνόμενος θεσμικός Οργανισμός.

Η ανάλυση της συμφωνίας φανερώνει την απομάκρυνση από τον φιλελεύθερο θεσμικισμό και την παγίωση ενός αναθεωρητικού ρεαλισμού. Ο Donald Trump αξιοποιεί πλήρως τα εργαλεία του επιθετικού ρεαλισμού, επιδιώκοντας τη μέγιστη εθνική ισχύ και την αναδιάταξη της παγκόσμιας εμπορικής αρχιτεκτονικής υπέρ των ΗΠΑ, μέσω διμερών και ασύμμετρων συμφωνιών. Η Von der Leyen και η ΕΕ, από την πλευρά τους, υποχωρούν σε ένα καθεστώς de facto αποδοχής της αμερικανικής οικονομικής ηγεμονίας, εγκαταλείποντας (είτε προσωρινά είτε μόνιμα) το αφήγημα της «κανονιστικής ισχύος» της Ευρώπης.

Η συμφωνία υπονομεύει ευθέως τη θεσμική τάξη του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), με παραβίαση της αρχής της μη-διάκρισης και της συμμετρικής πρόσβασης. Ο ίδιος ο τρόπος επιβολής των όρων (με την απειλή μονομερούς αύξησης των δασμών) παραπέμπει σε εμπορικό εξαναγκασμό, ενισχύοντας το παράδειγμα της «συναίνεσης υπό πίεση».

Η ανάληψη δέσμευσης από πλευράς ΕΕ για αγορές αμερικανικών ενεργειακών πόρων, αξίας 750 δισ. δολαρίων, συνιστά μια εναλλαγή εξάρτησης (από τη ρωσική κυριαρχία) σε έναν νέο μονομερή προσανατολισμό. Η Von der Leyen επιχειρεί να παρουσιάσει τη δέσμευση ως μεταβατική επιλογή ασφάλειας, με τη συμφωνία να στερείται σαφούς σχεδίου ενεργειακής απεξάρτησης και διαφοροποίησης. Αντίστοιχα, η συμφωνία στον τεχνολογικό τομέα (μέσω προμηθειών μικροτσίπ και ευρωπαϊκών επενδύσεων σε αμερικανικές εγκαταστάσεις) ενισχύει την κυρίαρχη θέση των ΗΠΑ στον παγκόσμιο τεχνολογικό ανταγωνισμό. Το αποτέλεσμα είναι μια δομική ενίσχυση των Δυτικών αλυσίδων αξίας με τις ΗΠΑ στο κέντρο – μια μορφή τεχνολογικού «hub-and-spoke» συστήματος, όπου η ΕΕ παραμένει κόμβος και όχι πυρήνας.

Ο τομέας της αυτοκινητοβιομηχανίας καταδεικνύει ξεκάθαρα την ανισορροπία της συμφωνίας: οι ΗΠΑ διατηρούν δασμό 15% στις ευρωπαϊκές εξαγωγές οχημάτων, ενώ η ΕΕ αποδέχεται το αμερικανικό καθεστώς 2,5%, επανερχόμενη δηλαδή σε προ-Τραμπ επίπεδα. Η απόφαση αυτή πλήττει χώρες με βιομηχανική εξαγωγική εξάρτηση, όπως η Γερμανία, και εγείρει ζητήματα ανταγωνιστικότητας.

Στον αγροτικό τομέα, οι ευρωπαϊκές παραχωρήσεις είναι περιορισμένες και στοχευμένες, προστατεύοντας «ευαίσθητους τομείς», μια τακτική που επέτρεψε στη Γαλλία και σε άλλες χώρες να διατηρήσουν πολιτική κάλυψη. Ωστόσο, η συνολική εικόνα ωφελεί κυρίως την Ουάσινγκτον, η οποία εξασφαλίζει μεγαλύτερη πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά τροφίμων και προϊόντων χαμηλής επεξεργασίας.

Σε γεωπολιτικό επίπεδο, η συμφωνία δεν αφορά μόνο το διμερές εμπόριο. Εγκαινιάζει μια στρατηγική με επίκεντρο ένα «δυτικό» οικονομικό σύστημα με σαφείς αναφορές σε κοινή αντιμετώπιση των «μη αγοραίων πρακτικών τρίτων χωρών», με την Κίνα στο στόχαστρο. Η αυστηροποίηση των κανόνων προέλευσης, οι κοινοί μηχανισμοί ελέγχου επενδύσεων και εξαγωγών, αλλά και η συνεργασία στον έλεγχο πρώτων υλών συνιστούν το πρώτο βήμα προς έναν θεσμοποιημένο γεωοικονομικό δυτικοκεντρισμό.

Η Ρωσία αποκλείεται από τις ενεργειακές ροές (η Κίνα αποκλείεται από τις υψηλές τεχνολογίες) και η Ευρώπη καλείται να συμβαδίσει με την αμερικανική στρατηγική. Η ΕΕ μοιάζει με «αναγκαίο συνεπιβάτη», και όχι με ισότιμο εταίρο στο νέο αυτό γεωοικονομικό δόγμα.

Η συμφωνία ανέδειξε και τις εσωτερικές ρωγμές της ευρωπαϊκής πολιτικής ενοποίησης:

  • Η Γαλλία καταγγέλλει «υποταγή» και δηλώνει απογοητευμένη από την έλλειψη θεσμικής αντίστασης.
  • Η Γερμανία τηρεί ρεαλιστική στάση, εκτιμώντας ότι «αποφεύχθηκε η κλιμάκωση» και οι δασμοί 30%, αποδεχόμενη το κόστος.
  • Η Ιταλία προχωρεί σε επιφυλάξεις, ζητώντας διευκρινίσεις σε κρίσιμους τομείς όπως η φαρμακοβιομηχανία και τα επώνυμα προϊόντα.
  • Η Ισπανία παρέχει διστακτική υποστήριξη, αναγνωρίζοντας τη σταθεροποίηση, αλλά υπογραμμίζοντας την απώλεια αρχών.

Οι αντιδράσεις αποκαλύπτουν την αδυναμία της ΕΕ να λειτουργήσει ως ενιαίο γεωπολιτικό σώμα. Η πολυφωνία αντικατοπτρίζει τη θεσμική ασυμμετρία μεταξύ ισχυρών και λιγότερο ισχυρών κρατών-μελών και υπονομεύει τη στρατηγική της αυτονομία.

Η συμφωνία ΗΠΑ – ΕΕ αποτελεί καθρέφτη της νέας εποχής: μιας εποχής όπου η ισχύς υποκαθιστά τον κανόνα δικαίου, και όπου οι εμπορικές σχέσεις γίνονται πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης. Δεν πρόκειται για ήττα ούτε για νίκη, αλλά για μια δυναμική επανατοποθέτηση των σχέσεων των δυο παραγόντων.

Η κρίσιμη πρόκληση για την ΕΕ είναι πλέον υπαρξιακή: «Θα συνεχίσει να αποδέχεται τετελεσμένα υπό πίεση ή θα διεκδικήσει τη θέση της ως γεωοικονομικής δύναμης με στρατηγική αυτοτέλεια; Θα οικοδομήσει νέα θεσμικά αντίβαρα ή θα αναγκαστεί να λειτουργεί σε ένα διεθνές περιβάλλον κυριαρχούμενο από ad hoc συμφωνίες ισχύος;».Η απάντηση δεν θα καθορίσει μόνο την τύχη αυτής της συμφωνίας. Θα προσδιορίσει την ιστορική ταυτότητα της Ευρώπης στον 21ον αιώνα.

* Διεθνολόγος και Πολιτικός Αναλυτής | BSc | MPA | MBA | MSc