Διεθνή

Η Παλαιστίνη είναι ένα κράτος που ταυτόχρονα υπάρχει και δεν υπάρχει

Επικοινωνιακό πυροτέχνημα ή ανατροπή των ισορροπιών;

Γαλλία και Μεγάλη Βρετανία, σε μια προσπάθεια να πιέσουν το Ισραήλ, απειλούν ότι θα αναγνωρίσουν το παλαιστινιακό κράτος. Το γεγονός ότι δεν είναι οι πρώτες χώρες που θα το πράξουν, δεν αφαιρεί τίποτα από τη σημασία της κίνησης, αφού πρόκειται για τις σημαντικότερες Δυτικές Δυνάμεις που μέχρι στιγμής έχουν στηρίξει επισήμως την αναγνώριση της Παλαιστίνης. Το ζήτημα που εξετάζεται όμως είναι εάν πρόκειται για κίνηση ουσίας ή επικοινωνιακό τρικ, μιας και η στάση της κοινής γνώμης πλέον είναι αρνητική προς το Ισραήλ, λόγω της φρίκης που συντελείται στη Γάζα. Από τη μια, για μερίδα αναλυτών, η κίνηση αυτή θεωρείται συμβολική και γίνεται για να ασκήσει διπλωματική πίεση προς τον Βενιαμίν Νετανιάχου για να «μαλακώσει» τη στάση του. Από την άλλη, όμως, υπάρχει η άποψη ότι η αναγνώριση του παλαιστινιακού κράτους ενδέχεται ν’ αλλάξει τις ισορροπίες μεταξύ της Φατάχ και της Χαμάς.

Αλλάζει η στάση της Δύσης

Μπορεί οι ανακοινώσεις από τη Γαλλία και τη Βρετανία να ακούγονται εντυπωσιακές, εντούτοις η αναγνώριση του παλαιστινιακού κράτους ενδέχεται να έχει ελάχιστες άμεσες επιπτώσεις επί του πεδίου είτε στο Ισραήλ είτε στα παλαιστινιακά εδάφη. Ωστόσο, αναδεικνύουν την υποβόσκουσα ρωγμή στη Δυτική στήριξη προς το Ισραήλ, η οποία μέχρι πρότινος εθεωρείτο αδιαπραγμάτευτα συμπαγής.

Όσο περισσότερο διαρκεί ο πόλεμος στη Γάζα και όσο αυξάνονται τα θύματα μεταξύ των αμάχων και επιδεινώνεται η ανθρωπιστική κρίση, τόσο διευρύνεται η ρωγμή αυτή. Πολιτικοί σε διάφορες χώρες δείχνουν πλέον μεγαλύτερη ευαισθησία στην έντονα μεταβαλλόμενη κοινή γνώμη, η οποία σε πολλές περιπτώσεις έχει στραφεί κατά της ισραηλινής εκστρατείας στη Γάζα.

Η πάγια θέση των μεγάλων Δυτικών δυνάμεων ήταν πως η αναγνώριση πρέπει ν’ αποτελεί το επιστέγασμα μιας συνολικής ειρηνευτικής συμφωνίας με το Ισραήλ. Αυτό το διπλωματικό consensus, το οποίο βρισκόταν υπό πίεση τα τελευταία χρόνια, φαίνεται πλέον να καταρρέει. Τις προηγούμενες ημέρες, ο Βρετανός Πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ απείλησε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα αναγνωρίσει την Παλαιστίνη έως τον Σεπτέμβριο, εκτός εάν το Ισραήλ προχωρήσει σε «ουσιαστικά βήματα» για τον τερματισμό του πολέμου.

Η ανακοίνωση ήρθε λίγες ημέρες μετά την ανάλογη πρόθεση της Γαλλίας, η οποία σχεδιάζει να προχωρήσει σε επίσημη αναγνώριση στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ το φθινόπωρο. Το Παρίσι ασκεί έντονη διπλωματική πίεση σε άλλες χώρες ν’ ακολουθήσουν και ήδη φαίνεται να βρίσκει ανταπόκριση. Την Τετάρτη, ο Καναδάς ανακοίνωσε πως προτίθεται ν’ αναγνωρίσει την Παλαιστίνη, υπό την προϋπόθεση μεταρρυθμίσεων στη διοίκηση της Παλαιστινιακής Αρχής και τη διεξαγωγή εκλογών το 2026, από τις οποίες θα αποκλειστεί η Χαμάς.

Πάντως, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο είναι οι σημαντικότερες Δυτικές Δυνάμεις που μέχρι στιγμής έχουν στηρίξει επισήμως την αναγνώριση της Παλαιστίνης. Αμφότερες είναι πυρηνικές δυνάμεις με μόνιμες έδρες στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και πρώην αποικιοκρατικές δυνάμεις με καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της σύγχρονης Μέσης Ανατολής. Αν μαζί τους συμπλεύσει τελικά και ο Καναδάς, θα είναι τα πρώτα μέλη του G7 που θα προχωρήσουν σε επίσημη αναγνώριση. Αναλυτές εξηγούν ότι πρόκειται για μια καθοριστική στιγμή, καθώς οι αποφάσεις της Γαλλίας και της Βρετανίας μπορεί να προκαλέσουν ένα ντόμινο, το οποίο θα συμπαρασύρει και άλλες χώρες μαζί του.

Από την άλλη, η κυβέρνηση Τραμπ έχει απορρίψει την άποψη ότι η αναγνώριση της Παλαιστίνης θα συμβάλει στην ειρηνική λύση. «Αν το κάνεις αυτό, ουσιαστικά επιβραβεύεις τη Χαμάς», δήλωσε ο Ντόναλντ Τραμπ. «Και εγώ δεν σκοπεύω να το κάνω».

Για το Ισραήλ, η σταδιακή μετατόπιση των μέχρι πρότινος «φιλικών» Δυτικών Δυνάμεων προς τη γραμμή της αναγνώρισης παλαιστινιακού κράτους επαναφέρει τον παλιό φόβο της διεθνούς απομόνωσης, παρά τη στήριξη των ΗΠΑ. Σε κάθε περίπτωση, η απώλεια μιας πλήρους, αδιαίρετης στήριξης από τις Δυτικές χώρες, που παραδοσιακά προσέφεραν στρατιωτική, διπλωματική και πολιτική στήριξη, αποτελεί σοβαρό πλήγμα. Αν και πολλές συμμαχικές χώρες του Ισραήλ, όπως η Ινδία ή πρώην σοβιετικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, έχουν ήδη αναγνωρίσει την Παλαιστίνη εδώ και δεκαετίες, η στάση της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου συνιστά «μιαν αλλαγή στην παγκόσμια θέση του Ισραήλ».

Πρακτικά τι σημαίνει αναγνώριση

Όπως εξηγεί ανάλυση του BBC, η Παλαιστίνη είναι ένα κράτος που ταυτόχρονα υπάρχει και δεν υπάρχει. Απολαμβάνει ευρεία διεθνή αναγνώριση, διατηρεί διπλωματικές αποστολές σε πολλές χώρες και εκπροσωπείται σε διεθνείς αθλητικές διοργανώσεις, ακόμα και στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Όμως, η διαρκής και ανοιχτή διαμάχη με το Ισραήλ την κρατά σε ένα ιδιότυπο νομικό και πολιτικό καθεστώς.

Δεν διαθέτει αναγνωρισμένα διεθνή σύνορα, δεν έχει επίσημα καθορισμένη πρωτεύουσα και δεν έχει στρατό. Στη Δυτική Όχθη, η Παλαιστινιακή Αρχή, η οποία ιδρύθηκε μετά τις ειρηνευτικές συμφωνίες της δεκαετίας του ’90, ασκεί περιορισμένο έλεγχο λόγω της ισραηλινής στρατιωτικής κατοχής. Στη Γάζα, όπου το Ισραήλ θεωρείται επίσης δύναμη κατοχής, μαίνεται ένας καταστροφικός πόλεμος.

Σε αυτό το πλαίσιο, η διεθνής αναγνώριση της Παλαιστίνης έχει κυρίως συμβολικό χαρακτήρα. Εκφράζει μια ηθική και πολιτική θέση, χωρίς να επιφέρει ουσιαστικές αλλαγές στο έδαφος.

Και, όμως, η ισχύς του συμβολισμού δεν μπορεί να παραγνωριστεί. Μιλώντας στον ΟΗΕ, ο Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών, Ντέιβιντ Λάμι, επεσήμανε πως «το Ηνωμένο Βασίλειο φέρει ιδιαίτερη ευθύνη να στηρίξει τη λύση των δύο κρατών».

Η περιοχή της ιστορικής Παλαιστίνης, την οποία διαχειριζόταν η Βρετανία μέσω εντολής της Κοινωνίας των Εθνών από το 1922 έως το 1948, παραμένει μέχρι σήμερα μια ανολοκλήρωτη διεθνής υπόθεση. Το Ισραήλ ιδρύθηκε το 1948, όμως οι προσπάθειες για τη δημιουργία ενός αντίστοιχου παλαιστινιακού κράτους έχουν ναυαγήσει για πολλούς και σύνθετους λόγους.

Όπως τόνισε ο Λάμι, οι πολιτικοί έχουν συνηθίσει να επαναλαμβάνουν τη φράση «λύση δύο κρατών». Αυτή αναφέρεται στη δημιουργία ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους δίπλα στο Ισραήλ, εντός των ορίων της Δυτικής Όχθης, περιλαμβανομένης της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, και της Λωρίδας της Γάζας, στα εδάφη δηλαδή που προϋπήρχαν του πολέμου του 1967.

Ωστόσο, οι διεθνείς προσπάθειες για την υλοποίηση αυτής της λύσης δεν έχουν αποφέρει αποτέλεσμα. Παράλληλα, η συνεχιζόμενη εποικιστική πολιτική του Ισραήλ σε μεγάλα τμήματα της Δυτικής Όχθης, πολιτική που είναι παράνομη βάσει του διεθνούς δικαίου, έχει αδειάσει τη φράση «λύση δύο κρατών» από το ουσιαστικό της περιεχόμενο, αφήνοντάς την ως ένα σύνθημα χωρίς αντίκρισμα.

Δυνατότητα ανατροπής των ισορροπιών;

Από την άλλη, ο ερευνητής στο Arab Gulf States Institute, Χουσεΐν Ίμπις, εκτιμά ότι μπορεί μεν να είναι συμβολική η αναγνώριση της Παλαιστίνης, εντούτοις δύναται να διαταράξει τις «ισορροπίες» των δύο αντίπαλων ομάδων που κυριαρχούν στην παλαιστινιακή πολιτική σκηνή.

Εξηγεί ότι η παλαιστινιακή πολιτική είναι, εδώ και δεκαετίες, διχασμένη. Από την πρώτη Ιντιφάντα, την εξέγερση του 1987 κατά της ισραηλινής κυριαρχίας, το πολιτικό τοπίο έχει διαμορφωθεί γύρω από δύο βασικούς πόλους: τη Φατάχ και τη Χαμάς. Η πρώτη, μια κοσμική, εθνικιστική οργάνωση, ελέγχει την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) και την Παλαιστινιακή Αρχή (PA), η οποία ασκεί διοίκηση σε περιορισμένες περιοχές της κατεχόμενης Δυτικής Όχθης. Η δεύτερη, η ισλαμιστική Χαμάς, έχει επιβάλει de facto διακυβέρνηση στη Γάζα από το 2007, όταν και εκδίωξε βίαια τη Φατάχ από την περιοχή.

Η απόσταση μεταξύ των δύο παρατάξεων είναι τεράστια και βαθύτατα ιδεολογική. Η Φατάχ επιδιώκει διαπραγματευτικά μια λύση δύο κρατών, ενώ η Χαμάς στοχεύει στη δημιουργία ενός ισλαμικού κράτους σε ολόκληρη την «ιστορική Παλαιστίνη», δηλαδή στα σημερινά εδάφη του Ισραήλ και των κατεχόμενων περιοχών. Η Φατάχ επενδύει στον διάλογο, η Χαμάς προκρίνει την ένοπλη σύγκρουση. Πέρα από την αμοιβαία αναγνώριση της παλαιστινιακής τους ταυτότητας, λίγα είναι αυτά στα οποία συγκλίνουν.

Ωστόσο, η πολιτική ενίσχυση της μιας πλευράς συνεπάγεται σχεδόν πάντα την αποδυνάμωση της άλλης και το Ισραήλ έχει πλήρως αντιληφθεί και αξιοποιήσει αυτήν τη δυναμική. Για χρόνια, οι ισραηλινές κυβερνήσεις επέτρεπαν και διευκόλυναν τη ροή χρηματοδότησης από το Κατάρ και άλλους χορηγούς προς τη Χαμάς, υποστηρίζοντας ότι τα ποσά προορίζονταν για ανθρωπιστικές ανάγκες. Το Τελ Αβίβ ουδέποτε παραδέχτηκε πως αυτά τα κεφάλαια ενίσχυαν άμεσα τη Χαμάς - η οποία ωστόσο διατηρούσε την κυριαρχία της στη Γάζα με αυτά τα μέσα.

Από το 2007, όταν η ρήξη μεταξύ Φατάχ και Χαμάς κατέστη οριστική, οι διαδοχικές ισραηλινές κυβερνήσεις ακολούθησαν στρατηγική διατήρησης της Χαμάς στην εξουσία, περικυκλωμένη, αποδυναμωμένη, αλλά παρούσα, μέσω τακτικών πολεμικών επιχειρήσεων. Την ίδια στιγμή, η Φατάχ και η Παλαιστινιακή Αρχή κρατήθηκαν εν ζωή, περιορισμένες και ταπεινωμένες, στις αυτόνομες ζώνες της Δυτικής Όχθης.

Σύμφωνα με τον αναλυτή, σε διαφορετικές συνθήκες, αν υπήρχε έστω ένα υπαρκτό ή πιθανό πλαίσιο διαπραγμάτευσης για λύση δύο κρατών, ίσως να υπήρχαν επιφυλάξεις απέναντι στην κίνηση της Γαλλίας. Θα μπορούσε να προκαλέσει αμφισβήτηση ως προς τις προθέσεις της ή να ωθήσει την παλαιστινιακή πλευρά σε υπερβολές. Όμως, σήμερα καμία ουσιαστική διαδικασία δεν βρίσκεται σε εξέλιξη. Αντίθετα, το Ισραήλ φαίνεται να προετοιμάζεται για την προσάρτηση μεγάλων τμημάτων της Δυτικής Όχθης, κόβοντας κάθε δίοδο προς μια διαρκή ειρήνη.

Η απόφαση της Γαλλίας επαναφέρει τη διεθνή συζήτηση στο ουσιώδες. Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι ζουν, σε σχεδόν ίσο αριθμό, μέσα σε ένα de facto ισραηλινό κράτος, το οποίο ταυτόχρονα αρνείται τόσο την υπηκοότητα όσο και την ανεξαρτησία σε πέντε εκατομμύρια Παλαιστινίους των κατεχόμενων εδαφών.