Αναλύσεις

Στρατηγική αξιοποίηση της ήπιας ισχύος

Η ήπια ισχύς δεν είναι θεωρητικό εργαλείο ή αφηρημένη έννοια. Είναι πολιτική επιλογή. Για να είναι αποτελεσματική, απαιτεί μακροχρόνιο σχεδιασμό, διατομεακή συνεργασία, επένδυση σε ανθρώπινο κεφάλαιο και πολιτιστικούς θεσμούς, καθώς και συντονισμένη δράση ανάμεσα σε υπουργεία, πανεπιστήμια, πολιτιστικά ιδρύματα και την κοινωνία των πολιτών.

Σε έναν κόσμο όπου η διεθνής ισχύς δεν μετριέται πλέον αποκλειστικά με στρατιωτικούς ή οικονομικούς δείκτες, η έννοια της ήπιας ισχύος αποκτά συνεχώς μεγαλύτερη βαρύτητα, ιδιαίτερα για μικρά κράτη που δεν διαθέτουν συμβατικά μέσα εξαναγκασμού ή γεωπολιτικής επιβολής. Ο όρος «ήπια ισχύς», που διατυπώθηκε από τον Αμερικανό θεωρητικό των διεθνών σχέσεων, Joseph Nye, περιγράφει την ικανότητα ενός κράτους να επηρεάζει τις αποφάσεις και τις στάσεις άλλων δρώντων στη διεθνή σκηνή μέσα από τη δύναμη της έλξης και της πειθούς, και όχι μέσα από τον καταναγκασμό ή την άμεση ανταλλαγή συμφερόντων. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η Κύπρος, μια μικρή μεσογειακή χώρα με έντονη πολιτισμική ταυτότητα, γεωστρατηγική θέση και πολυεπίπεδες διεθνείς σχέσεις, έχει σημαντικά περιθώρια ν’ αναπτύξει και να αξιοποιήσει μορφές ήπιας ισχύος, ώστε να ενισχύσει τη διεθνή της παρουσία, να προωθήσει τα εθνικά της συμφέροντα και να συμβάλει ενεργά στη διαμόρφωση του πολιτικού λόγου στην ευρύτερη περιοχή.

Τα βασικά είδη ήπιας ισχύος που μπορεί να επιστρατεύσει ένα κράτος περιλαμβάνουν την πολιτιστική του επιρροή, τις αξίες που εκπροσωπεί και την ποιότητα της εξωτερικής του πολιτικής. Η Κύπρος διαθέτει πλούσια πολιτιστική κληρονομιά, που διαπερνά αιώνες ιστορίας και διαλόγου πολιτισμών. Τα μνημεία της, οι αρχαιολογικοί της χώροι, η παράδοση της κυπριακής τέχνης, η γλώσσα και η λογοτεχνία συνιστούν όχι μόνο στοιχεία εθνικής ταυτότητας, αλλά και εργαλεία πολιτιστικής διπλωματίας. Παράλληλα, η σύγχρονη πολιτιστική παραγωγή της Κύπρου, σε πεδία όπως η μουσική, ο κινηματογράφος, τα εικαστικά και το θέατρο, οφείλει να ενισχυθεί και να προωθηθεί συστηματικά στο εξωτερικό μέσα από επιμελημένες πολιτικές εξωστρέφειας, συνεργασίες με διεθνείς φορείς και ανάδειξη καλλιτεχνών που δρουν στη διασπορά ή σε κύκλους υψηλής αισθητικής αποδοχής. Η πολιτιστική προβολή της Κύπρου μπορεί να λειτουργήσει όχι μόνο ως μέσο επιρροής αλλά και ως αντίβαρο στην πολιτική αφήγηση της κατοχής και της διαίρεσης του νησιού, εστιάζοντας στο αφήγημα της ενότητας, της πολυπολιτισμικότητας και της συμβίωσης.

Ένα δεύτερο κρίσιμο στοιχείο ήπιας ισχύος για την Κύπρο είναι η προσήλωση στις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου, στα ανθρώπινα δικαιώματα και στη δημοκρατία. Ως κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Κύπρος έχει τη δυνατότητα να προβάλει έναν λόγο νομιμότητας, θεσμικής σταθερότητας και φιλελεύθερου κοσμοπολιτισμού, σε μια περιοχή όπου επικρατούν συχνά αυταρχικά καθεστώτα ή κρατικές δομές υπό κατάρρευση. Η πολιτική της στάση σε διεθνή ζητήματα, όπως η στάση απέναντι στον ρωσοουκρανικό πόλεμο, στο μεταναστευτικό και στην κλιματική αλλαγή, μπορούν να της προσδώσουν θεσμικό κύρος και αξιοπιστία σε επίπεδο συμμαχιών και στρατηγικών εταίρων. Την ίδια στιγμή, η επιμονή της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ειρηνική επίλυση του Κυπριακού, με βάση τις αρχές των Ηνωμένων Εθνών και το ευρωπαϊκό κεκτημένο, συνιστά από μόνη της μια μορφή ήπιας ισχύος. Η εικόνα της Κύπρου ως χώρας που δεν απαντά στη βία με βία, αλλά παραμένει προσκολλημένη στον διάλογο και στη διπλωματία, προσφέρει ηθική υπεροχή και ενισχύει την πολιτική της θέση στην ΕΕ, στο Συμβούλιο της Ευρώπης και στον ΟΗΕ. Εφόσον η στάση αυτή πλαισιώνεται από συνεκτική στρατηγική επικοινωνίας και δεν μένει στατική ή αμυντική, μπορεί ν’ αποτελέσει σοβαρό εργαλείο για διεθνή πίεση προς επανέναρξη ουσιαστικών διαπραγματεύσεων.

Τρίτο και εξίσου σημαντικό πεδίο ήπιας ισχύος είναι η διεθνής παρουσία της Κύπρου μέσω της εκπαίδευσης, της επιστήμης και της εξωτερικής πολιτικής συνεργασίας. Η αύξηση του αριθμού φοιτητών από ξένες χώρες στα κυπριακά πανεπιστήμια δημιουργεί μια δεξαμενή ανθρώπων με θετική εικόνα για τη χώρα, γεγονός που στο μέλλον ενδέχεται ν’ αποδώσει πολιτικά και οικονομικά οφέλη. Η ακαδημαϊκή κινητικότητα, η συμμετοχή κυπριακών ερευνητικών ιδρυμάτων σε διεθνή προγράμματα, η υποστήριξη της διασύνδεσης κυπριακής γνώσης με ευρωπαϊκά και παγκόσμια δίκτυα καινοτομίας, είναι στρατηγικοί άξονες που μπορούν να λειτουργήσουν πολλαπλασιαστικά. Παράλληλα, η δραστηριοποίηση της Κύπρου σε τριμερή και πολυμερή σχήματα συνεργασίας με χώρες της Ανατολικής Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής και της Ευρώπης προσφέρει πεδίο για την ανάπτυξη «διπλωματίας ήπιας επιρροής». Οι συνεργασίες αυτές δεν αφορούν μόνο την ενέργεια ή την ασφάλεια, αλλά και την πολιτιστική συνύπαρξη, την προστασία του περιβάλλοντος, την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και την προώθηση διαπολιτισμικού διαλόγου. Οι πρεσβείες της Κύπρου μπορούν να γίνουν δίαυλοι πολιτιστικής και εκπαιδευτικής εξωστρέφειας, και όχι απλώς εκτελεστικά όργανα διπλωματίας ή υποδοχής αιτημάτων.

Η ήπια ισχύς δεν είναι θεωρητικό εργαλείο ή αφηρημένη έννοια. Είναι πολιτική επιλογή. Για να είναι αποτελεσματική, απαιτεί μακροχρόνιο σχεδιασμό, διατομεακή συνεργασία, επένδυση σε ανθρώπινο κεφάλαιο και πολιτιστικούς θεσμούς, καθώς και συντονισμένη δράση ανάμεσα σε υπουργεία, πανεπιστήμια, πολιτιστικά ιδρύματα και την κοινωνία των πολιτών. Απαιτεί επίσης εθνική αφήγηση που να συνδέει την ιστορία με το παρόν, το τραύμα της κατοχής με το όραμα της επανένωσης, την παράδοση με τη σύγχρονη δημιουργικότητα. Η Κύπρος έχει τα εφόδια για κάτι τέτοιο. Εκείνο που συχνά λείπει είναι η συνέπεια στη χάραξη πολιτικής, η συγκέντρωση των απαραίτητων πόρων και η πολιτική βούληση να κινηθεί στρατηγικά πέρα από το άμεσο και το εσωστρεφές. Σ’ έναν διεθνή ανταγωνιστικό και ταυτόχρονα εξαρτώμενο χώρο από την εικόνα και την αντίληψη, η ήπια ισχύς μπορεί να γίνει το κρυφό όπλο της Κύπρου. Όχι για να επιβάλει, αλλά για να πείσει. Όχι για να διεκδικήσει με όρους δύναμης, αλλά για να προβάλλει ένα πρότυπο ειρηνικής συνύπαρξης, πολιτιστικής αντοχής και δημιουργικού ρεαλισμού. Στο σύγχρονο γεωπολιτικό περιβάλλον, αυτή η επιλογή δεν είναι απλώς εφικτή. Είναι αναγκαία.

*Πανεπιστημιακός Καθηγητής-Ανθρωπολόγος, πρώην Πρύτανης, και πρώην Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ιδρυμάτων Ανώτερης Εκπαίδευσης (EURASHE).