Ειδήσεις

Απόρριψη αίτησης Νεκταρίου από το Ανώτατο Δικαστήριο: «Έγγραφα με εξομολογήσεις»

Δεν προχώρησε η αίτηση Certiorari για τα τεκμήρια της Μονής

Με απόφασή του, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την Αίτηση που υπέβαλε ο καθαιρεθείς ηγούμενος Νεκτάριος, με την οποία ζητούσε άδεια για καταχώριση αίτησης έκδοσης προνομιακού εντάλματος Certiorari, κατά του διατάγματος κατακράτησης τεκμηρίων ημερομηνίας 3 Ιουλίου 2025 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.


Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι το διάταγμα εξεδόθη καθ’ υπέρβαση εξουσίας, χωρίς προηγούμενη νόμιμη κατάσχεση των τεκμηρίων, κατά παράβαση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης, και με νομική πλάνη εκ μέρους του κατώτερου Δικαστηρίου. Επιπλέον, έκανε λόγο για σοβαρές παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων που συνδέονται με την προστασία προσωπικών και θρησκευτικών δεδομένων, τα οποία, όπως υποστήριξε, κατακρατούνται παράνομα από την Αστυνομία.

Κατά την ένορκη δήλωση του Αιτητή, τα τεκμήρια που κατακρατούνται περιλαμβάνουν ευαίσθητο υλικό, όπως προσωπικά έγγραφα μοναχών, εξομολογήσεις και πνευματικές συνομιλίες. Ιδιαίτερη αναφορά έγινε στο γεγονός ότι, σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου, οποιαδήποτε πράξη παράδοσης τεκμηρίων από τρίτους, εν προκειμένω από τη Μητρόπολη Ταμασού, χωρίς τη συγκατάθεση του Ηγουμένου, είναι νομικά ανίσχυρη.



Στην απόφασή του, ωστόσο, το Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι η παράδοση του υλικού από τη Μητρόπολη προς την Αστυνομία έγινε οικειοθελώς, στο πλαίσιο έρευνας για πιθανή διάπραξη ποινικών αδικημάτων, μεταξύ άλλων και από τον ίδιο τον Μητροπολίτη Ταμασού, μετά από διαρροή βίντεο από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης της Μονής. Σύμφωνα με την καταγγελία που υποβλήθηκε στις 8 Μαρτίου 2024 από τον Μητροπολίτη, υπήρξαν ενδείξεις οικονομικών παραβάσεων και η πληροφορία προήλθε από τον Αρχιμανδρίτη Βαρνάβα, μέλος της αδελφότητας της Μονής.

Το υλικό παραδόθηκε στην Αστυνομία, η οποία το ανέλυσε στο Δικανικό Εργαστήριο Ηλεκτρονικών Δεδομένων. Από το περιεχόμενο των βίντεο προέκυψε ότι καταγράφονταν πνευματικές συναντήσεις του Αιτητή με τρίτα πρόσωπα, μερικά εκ των οποίων επιβεβαίωσαν τις συναντήσεις. Κατόπιν της διαρροής του υλικού, η Επίτροπος Προστασίας Δεδομένων διενήργησε αυτεπάγγελτο έλεγχο και καταλόγισε ποινικές ευθύνες για παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, οδηγώντας στη δίωξη του Μητροπολίτη και άλλων προσώπων.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Αστυνομία έλαβε τα τεκμήρια νόμιμα, δυνάμει των άρθρων 25 και 32 του Κεφ. 155, ανεξαρτήτως του αν αυτά παραδόθηκαν χωρίς ένταλμα. Τονίστηκε πως η δυνατότητα κατακράτησης υλικού εφόσον αυτό παραδόθηκε στο πλαίσιο έρευνας, προβλέπεται από τη νομοθεσία, και το διάταγμα εκδόθηκε νομίμως. Επίσης, η Μονή, όπως αναλύθηκε, ανήκει στις Επαρχιακές Μονές και υπάγεται στην κανονική δικαιοδοσία του Μητροπολίτη, άρα η ενέργεια της Μητρόπολης δεν ήταν παράτυπη.

Το Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι τα τεκμήρια περιέχουν ευαίσθητα δεδομένα, πλην όμως διαπίστωσε ότι η Αστυνομία είναι ενήμερη για την υποχρέωση προστασίας τους, ενώ δεν προέκυψε καμία απόδειξη παραβίασης της σχετικής νομοθεσίας εκ μέρους της. Η διαρροή, όπως σημειώθηκε, έγινε από τρίτα πρόσωπα και όχι από τις Αρχές.

Αναφορικά με την επίκληση παραβίασης της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης λόγω της μονομερούς φύσης της αίτησης, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η σχετική νομοθεσία επιτρέπει την έκδοση διατάγματος χωρίς ακρόαση του επηρεαζόμενου μέρους, με την υποχρέωση της επίδοσης εντός τεσσάρων ημερών και με παροχή δικαιώματος έφεσης, γεγονός που διαψεύδει τον ισχυρισμό περί έλλειψης ένδικων μέσων.

Τέλος, το Δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμη την κατηγορία περί μη πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης γεγονότων από πλευράς Αστυνομίας στην αίτηση για έκδοση του διατάγματος, σημειώνοντας πως όλα τα ουσιώδη δεδομένα είχαν περιληφθεί στο περιεχόμενο του όρκου.

Καταλήγοντας, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν στοιχειοθετείται συζητήσιμη υπόθεση και απέρριψε την Αίτηση για έκδοση άδειας καταχώρισης προνομιακού εντάλματος Certiorari.