Άγκυρα–Τελ Αβίβ: Μια σχέση στον αναπνευστήρα

Οι σχέσεις Τουρκίας και Ισραήλ βρίσκονται σήμερα σε μια από τις βαθύτερες κρίσεις της πρόσφατης ιστορίας τους, με την Άγκυρα να επιλέγει μια στρατηγική πλήρους αποστασιοποίησης και το Τελ Αβίβ να αναζητά επειγόντως εναλλακτικά δίκτυα πρόσβασης και συνεργασίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Η απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης να προχωρήσει σε ολοκληρωτική διακοπή των οικονομικών και εμπορικών σχέσεων, να κλείσει τα λιμάνια της σε πλοία που συνδέονται με το Ισραήλ και να απαγορεύσει τη χρήση του εναέριου χώρου της για πτήσεις προς και από τη χώρα, συνιστά το πιο σκληρό μέτρο που έχει επιβληθεί από την κρίση του «Mavi Marmara» το 2010. Η κίνηση αυτή εντάσσεται στη γραμμή της τουρκικής ηγεσίας να εμφανίζεται ως ο πιο έντονος επικριτής των ισραηλινών επιχειρήσεων στη Γάζα. Το πολιτικό βάρος αυτών των αποφάσεων είναι αδιαμφισβήτητο, ωστόσο η πρακτική τους εφαρμογή αφήνει παράθυρα και «εξαιρέσεις», καθώς η Άγκυρα γνωρίζει ότι μια απόλυτη και χωρίς προσαρμογές αποκοπή θα έπληττε και την ίδια την τουρκική οικονομία. Οι «διευκρινίσεις» που δόθηκαν, δείχνουν ότι η Άγκυρα αφήνει ανοικτές ορισμένες βαλβίδες ασφαλείας, ειδικά στο πεδίο του εμπορίου. Η τακτική αυτή είναι γνώριμη. Σκληρή ρητορική και θεαματικές ανακοινώσεις για το εσωτερικό και τον μουσουλμανικό κόσμο, με την ίδια στιγμή τεχνικές ρυθμίσεις που μετριάζουν τις συνέπειες.
Η χρονική συγκυρία της κλιμάκωσης δεν είναι τυχαία. Ο πόλεμος στη Γάζα έχει μετατραπεί σε μείζον εσωτερικό πολιτικό ζήτημα στην Τουρκία, τροφοδοτώντας τις αντιπολιτευτικές φωνές και πιέζοντας την κυβέρνηση Ερντογάν να αποδείξει την αποφασιστικότητά της. Η τουρκική ηγεσία αντιλαμβάνεται ότι σε μια κοινωνία που έχει κουραστεί από την οικονομική κρίση και την ακρίβεια, η ανάδειξη ενός εξωτερικού εχθρού προσφέρει πεδίο εθνικής συσπείρωσης. Η απόφαση για πλήρη διακοπή του εμπορίου δεν προέκυψε από το πουθενά. Ήδη από το 2024 υπήρχαν περιορισμοί και ανεπίσημα εμπόδια, ενώ τον περασμένο Μάιο είχε ανασταλεί σχεδόν ολοκληρωτικά η διακίνηση προϊόντων μεταξύ των δύο χωρών. Το νέο πακέτο μέτρων, που επεκτείνει την απαγόρευση και στον εναέριο χώρο, έρχεται να παγιώσει μια σχέση που είχε ήδη διαρραγεί σε επίπεδο πρεσβευτικών σχέσεων και υψηλής διπλωματίας. Η Άγκυρα εμφανίζεται να έχει διακόψει πλήρως κάθε διάλογο, με εξαίρεση δίαυλους μέσω τρίτων χωρών όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Κατάρ ή το Αζερμπαϊτζάν, οι οποίοι λειτουργούν κυρίως ως τεχνικά μέσα αποφυγής απροόπτων επεισοδίων.
Η ισραηλινή πλευρά αντιμετωπίζει τα τουρκικά μέτρα με συνδυασμό ανησυχίας και κυνικού ρεαλισμού. Το Ισραήλ γνωρίζει ότι η Τουρκία εξακολουθεί να αποτελεί έναν στρατηγικό γεωγραφικό κόμβο, αλλά ταυτόχρονα έχει ήδη ξεκινήσει την αναζήτηση εναλλακτικών οδών. Η Ελλάδα, η Κύπρος, η Βουλγαρία και λιμένες στην Ιταλία και τη Ρουμανία εμφανίζονται ως πιθανές διέξοδοι, έστω και με αυξημένο κόστος μεταφοράς και ασφάλισης. Η διεθνής συγκυρία, με το Ισραήλ να βρίσκεται αντιμέτωπο όχι μόνο με τη συνεχιζόμενη αιματοχυσία στη Γάζα, αλλά και με την αυξημένη πίεση από το Ιράν και τις εξελίξεις στη Συρία, καθιστά αναγκαία την ύπαρξη ασφαλών και σταθερών διαύλων με την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η ενίσχυση του άξονα Ισραήλ–Κύπρου–Ελλάδας αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Η συνεργασία αυτή έχει πλέον θεσμοθετηθεί, τόσο μέσω στρατιωτικών ασκήσεων και κοινών ενεργειακών σχεδίων, όσο και μέσα από την προμήθεια συστημάτων αεράμυνας της Λευκωσίας από το Ισραήλ. Παράλληλα, η ανθρωπιστική πρωτοβουλία «Αμάλθεια», που μετατρέπει την Κύπρο σε κεντρικό κόμβο παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας στη Γάζα, έχει προσδώσει στο νησί ρόλο που αναγνωρίζεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ΗΠΑ, αλλά και από αραβικούς εταίρους, όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Αυτές οι εξελίξεις ενοχλούν βαθιά την Άγκυρα, που θεωρεί ότι παραγκωνίζεται από κρίσιμες εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο και ότι ο ιστορικός ρόλος της ως μεσολαβητής υποβαθμίζεται. Δεν είναι τυχαίο ότι τουρκικά φιλοκυβερνητικά μέσα επιχειρούν να παρουσιάσουν την Κύπρο ως έδαφος «ισραηλινής διείσδυσης», κατηγορώντας την κυπριακή κυβέρνηση για υπερβολική εξάρτηση από την Ιερουσαλήμ. Η εικόνα αυτή συντηρείται όχι μόνο για να τροφοδοτείται η εσωτερική κοινή γνώμη, αλλά και για να προετοιμάζεται το έδαφος σε περίπτωση κλιμάκωσης στην κυπριακή ΑΟΖ ή στον εναέριο χώρο. Στην πραγματικότητα, όμως, ο άξονας Ελλάδας–Κύπρου–Ισραήλ έχει πλέον ισχυρή γεωπολιτική, στρατιωτική, οικονομική και τεχνολογική βάση, που δύσκολα ανατρέπεται με ρητορικές επιθέσεις. Για τη Λευκωσία, η πρόκληση είναι να διαχειριστεί τη στενή συνεργασία με το Ισραήλ με διαφάνεια και προσοχή, ώστε να μην αφήνει περιθώρια για κατηγορίες περί υποταγής ή μυστικής ατζέντας, ενώ παράλληλα να ενισχύει τη διεθνή της εικόνα μέσω του ανθρωπιστικού ρόλου και παράγοντα ειρήνης και σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Στην τουρκική πολιτική σκηνή, η ρήξη με το Ισραήλ συνοδεύεται από την αναβίωση θεωριών περί ξένων συνωμοσιών και υπόγειων παρεμβάσεων. Ορισμένα τουρκικά μέσα αναπαράγουν σενάρια περί ισραηλινής ανάμειξης σε ενδεχόμενη «αναταραχή» στη Συρία ή στην ίδια την Τουρκία, που αν και δεν διαθέτουν ανεξάρτητη τεκμηρίωση, λειτουργούν ως ισχυρό εργαλείο πολιτικής κινητοποίησης. Μέσα από τέτοιες αφηγήσεις, η Άγκυρα κατορθώνει να δικαιολογεί προληπτικές κινήσεις στο συριακό μέτωπο, να συσπειρώνει εσωτερικά ακροατήρια και να νομιμοποιεί τη σκληρή στάση της απέναντι στο Ισραήλ. Αυτό που καθίσταται σαφές είναι ότι οι τουρκοϊσραηλινές σχέσεις έχουν ξεφύγει από το επίπεδο μιας διμερούς διαμάχης και έχουν μετατραπεί σε πρίσμα μέσα από το οποίο η Άγκυρα αναλύει και εξηγεί σχεδόν κάθε περιφερειακή εξέλιξη.
Στο επιχειρησιακό επίπεδο, τα μέτρα που ανακοίνωσε η Τουρκία δοκιμάζονται ήδη στην πράξη. Οι λιμενικές αρχές ζητούν πλέον δηλώσεις από τους πλοιοκτήτες ότι τα φορτία τους δεν προορίζονται για το Ισραήλ, ενώ η απαγόρευση χρήσης του εναέριου χώρου εφαρμόζεται με προσοχή, με ελέγχους σε σχέδια πτήσης. Αυτές οι κινήσεις δημιουργούν κλίμα αστάθειας για τις ισραηλινές επιχειρήσεις, χωρίς ωστόσο να παραλύουν πλήρως το εμπόριολόγω «εξαιρέσεων». Το γεγονός ότι οι δύο χώρες είχαν διμερείς ροές αξίας επτά δισεκατομμυρίων δολαρίων μόλις το 2023 υπογραμμίζει ότι το κόστος της ρήξης είναι βαρύ και για τις δύο πλευρές, με την τουρκική βιομηχανία να αντιμετωπίζει ήδη προβλήματα από την απώλεια αυτής της αγοράς.
Παρά τις θεαματικές ανακοινώσεις, είναι σαφές ότι Άγκυρα και Τελ Αβίβ επιλέγουν να κρατήσουν ανοιχτούς ορισμένους ελάχιστους διαύλους επικοινωνίας, κυρίως για να αποφύγουν απρόβλεπτες συγκρούσεις στη Συρία, όπου οι επιχειρήσεις τους κινδυνεύουν να διασταυρωθούν. Η ύπαρξη άτυπων μηχανισμών αποσύγκρουσης δείχνει ότι καμία πλευρά δεν έχει συμφέρον σε μια ανεξέλεγκτη στρατιωτική αντιπαράθεση. Αυτό όμως δεν αλλάζει το γεγονός ότι οι σχέσεις τους έχουν φθάσει σ’ ένα σημείο όπου η καχυποψία και η εχθρότητα καθορίζουν σχεδόν κάθε διάσταση της αλληλεπίδρασης.
Βραχυπρόθεσμα, οι εξελίξεις αναμένονται σε πέντε βασικές κατευθύνσεις. Η πρώτη είναι η αυστηροποίηση των ελέγχων στις θαλάσσιες και εναέριες μεταφορές, με το Ισραήλ να στρέφεται όλο και περισσότερο σε εναλλακτικές διαδρομές, ακόμη κι αν αυτό συνεπάγεται αυξημένο κόστος. Η δεύτερη είναι η εντατικοποίηση της στρατιωτικής συνεργασίας Ισραήλ, Ελλάδας και Κύπρου, με τη διακριτική αλλά σημαντική παρουσία Ηνωμένων Πολιτειών και Γαλλίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Η τρίτη αφορά το συριακό μέτωπο, όπου οι δύο χώρες θα συνεχίσουν να λειτουργούν μέσα σε ένα επικίνδυνο περιβάλλον, αναζητώντας όμως τρόπους να αποφύγουν ένα «ατύχημα» που θα τις οδηγούσε σε ευθεία σύγκρουση. Η τέταρτη εξέλιξη αφορά την Κύπρο, όπου το αφήγημα περί «ισραηλινής επέκτασης» θα συγκρουστεί με τις πραγματικές πολιτικές επιλογές της Λευκωσίας, οδηγώντας σε μια περίοδο αυξημένης ρητορικής έντασης αλλά και πρακτικής συνέχειας στη συνεργασία. Τέλος, στο οικονομικό πεδίο, η πλήρης αποκοπή των ροών είναι αδύνατη να επιτευχθεί άμεσα. Η Τουρκία θα διατηρήσει τεχνικές εξαιρέσεις, ενώ το Ισραήλ θα υποστεί αυξημένα κόστη αλλά θα βρει εναλλακτικές διευθετήσεις.
Το συμπέρασμα είναι ότι οι σχέσεις Ισραήλ και Τουρκίας βρίσκονται σήμερα σε μια ιδιότυπη κατάσταση «ψυχρού πολέμου χαμηλής έντασης». Οι δηλώσεις είναι σκληρές, τα μέτρα αυστηρά και οι πρεσβευτικές σχέσεις σχεδόν ανύπαρκτες, ωστόσο η απόλυτη ρήξη δεν έχει ακόμη συντελεστεί,λόγω και αμερικανικών παρεμβάσεων. Και οι δύο χώρες αποφεύγουν να κάψουν όλα τα χαρτιά τους, γνωρίζοντας ότι οι περιφερειακές ισορροπίες είναι εύθραυστες και ότι μια απροσεξία θα μπορούσε να έχει απρόβλεπτες συνέπειες. Για την Τουρκία, η σκληρή στάση αποτελεί μέσο εσωτερικής συσπείρωσης και εργαλείο για τη διατήρηση ηγετικού ρόλου στον μουσουλμανικό κόσμο, ενώ για το Ισραήλ η πρόκληση είναι να διασφαλίσει τις κρίσιμες γραμμές επικοινωνίας και ανεφοδιασμού με την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Κύπρος αναδεικνύεται σε κρίσιμο παράγοντα, τόσο ως εταίρος ασφαλείας, ενέργειας και τεχνολογίας του Ισραήλ, όσο και ως ανθρωπιστικός κόμβος που προσδίδει διεθνές κύρος στη Λευκωσία. Οι επόμενοι μήνες δεν αναμένεται να φέρουν εξομάλυνση. Θα φέρουν μια ρευστή πραγματικότητα με κανόνες εμπλοκής, τεχνικές προσαρμογές και ένα δημόσιο λόγο που θα συνεχίσει να είναι δηλητηριώδης. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, η Ανατολική Μεσόγειος εισέρχεται σε μια περίοδο όπου η αποτροπή, η διπλωματική διαχείριση και η προσεκτική ισορροπία μεταξύ συνεργασίας και αντιπαλότητας θα είναι καθοριστικές για την ασφάλεια της περιοχής.
*Καθηγητής-ανθρωπολόγος στο Philips University, πρώην Πρύτανης.