Αναλύσεις

Η Μεταρρύθμιση που δεν αγγίζει την κοινωνία

Η συζήτηση για την οικονομική μεταρρύθμιση στην Κύπρο έχει πάρει τον χαρακτήρα μιας σχεδόν τελετουργικής επανάληψης. Κάθε κυβέρνηση ανακοινώνει με στόμφο την ανάγκη εκσυγχρονισμού, την υποχρέωση να «προχωρήσουμε μπροστά», την προτεραιότητα των μεταρρυθμίσεων.

Στην πράξη όμως η έννοια της μεταρρύθμισης παραμένει ασαφής, κενή και συχνά παραπλανητική. Αντί να δίνει απάντηση σε συγκεκριμένα προβλήματα, λειτουργεί ως βιτρίνα για να καθησυχάζει τις Βρυξέλλες, τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης και τις αγορές, χωρίς να αγγίζει την καθημερινότητα των πολιτών.

Το πρώτο ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι το απλούστερο: γιατί γίνεται η μεταρρύθμιση; Η απάντηση είναι τριπλή: Πρώτον, για να φανεί ότι η Κύπρος συμμορφώνεται με τις υποδείξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και διατηρεί την εικόνα του «πειθαρχημένου μαθητή». Δεύτερον, για να παρουσιαστούν θετικοί δημοσιονομικοί δείκτες που να ικανοποιούν τις αγορές και να μπορούν οι πολιτικοί να λένε ότι αναπτύσσεται η οικονομία, άρα κάνουν καλή δουλεία. Και τρίτον, γιατί μετά το φιάσκο του προγράμματος πολιτογραφήσεων και την παγκόσμια δυσφήμηση που προκάλεσε, η πολιτική ελίτ αναζητά νέο αφήγημα για να υποκαταστήσει τις απώλειες. Στην ουσία, η μεταρρύθμιση γίνεται περισσότερο για επικοινωνιακούς και εξωτερικούς λόγους παρά για να λύσει τα δομικά προβλήματα της κυπριακής οικονομίας.

Αν λάβουμε υπόψη όσους κέρδισαν από τις μεταρρυθμίσεις μέχρι σήμερα, το σενάριο είναι διαφορετικό. Οι τράπεζες που σώθηκαν με bail-in εις βάρος των καταθετών το 2013 σήμερα απολαμβάνουν υπερκέρδη και καταβάλλουν μερίσματα, ενώ εμείς οι πολίτες πληρώσαμε τα σπασμένα. Οι ιδιοκτήτες ξένων κεφαλαίων που επένδυσαν σε ευρωπαικά διαβατήρια στο πλαίσιο του προγράμματος επενδύσεων απέκτησαν πρόσβαση σε ολόκληρη την ΕΕ με αντάλλαγμα επενδύσεις σε ακίνητα που δημιούργησαν μια φούσκα, διογκώνοντας τις τιμές στα ύψη και καθιστώντας την κατοικία απρόσιτη για τον μέσο Κύπριο. Ο κατασκευαστικός τομέας και οι κατασκευαστές πλούτισαν μέσω της κατασκευής ουρανοξυστών και υπερπολυτελών διαμερισμάτων που έμειναν αδρανή κατά εκατοντάδες, ενώ οι τοπική κοινωνία υφίσταται το κόστος ζωής που εκτόξευσαν αυτοί. Από την άλλη πλευρά, εμείς, οι πολίτες, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μισθούς που παραμένουν στάσιμοι, (διότι, δεν αυξάνεται η παραγωγικότητα) ακρίβεια που συνεχώς αυξάνεται, νέους που μεταναστεύουν, αναζητώντας φωτεινότερους ορίζοντες στο εξωτερικό και μειωμένο κοινωνικό κράτος.

Το μεγάλο πρόβλημα της κυπριακής οικονομίας είναι η δομική της ανισορροπία. Στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε τρεις τομείς: χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, ακίνητα και τουρισμό. Δηλαδή στηρίζεται σε υπηρεσίες, με άλλα λόγια, αέρα κοπανιστό. Αυτό καθιστά τη χώρα εξαιρετικά ευάλωτη και συνεπώς την επιβίωση μας εξαιρετικά αβέβαιη. Η κρίση του 2013 έδειξε τι σημαίνει κατάρρευση τραπεζών σε μια οικονομία που εξαρτάται από αυτές. Η πανδημία αποκάλυψε πόσο εύθραυστη είναι η εξάρτηση από τον τουρισμό. Και η φούσκα των ακινήτων αποδεικνύει ότι η ανάπτυξη που στηρίζεται σε ξένα κεφάλαια και σε πολυτελή διαμερίσματα δεν είναι ούτε βιώσιμη ούτε δίκαιη. Παράλληλα, η εγχώρια παραγωγή, πάνω στην οποία στηρίζονται οι υγιείς οικονομίες, έχει αφεθεί στην τύχη της. Η γεωργία συρρικνώνεται, η βιομηχανία είναι σχεδόν ανύπαρκτη, η καινοτομία και η έρευνα μένουν στα χαρτιά. Το αποτέλεσμα είναι μια οικονομία που δείχνει υγιής στους αριθμούς, αλλά είναι στην πραγματικότητα ασταθής και κοινωνικά άδικη.

Η μεγάλη παθογένεια είναι ότι οι κυβερνήσεις δεν ξεκινούν από το ερώτημα «ποιο πρόβλημα θέλουμε και πρέπει να λύσουμε;». Αντίθετα, ανακοινώνουν πακέτα μεταρρυθμίσεων με κοινό παρονομαστή το «να είμαστε ελκυστικοί για επενδυτές». Όμως η ανάπτυξη που υπηρετεί αποκλειστικά τα ξένα κεφάλαια χωρίς να βελτιώνει τη ζωή των πολιτών είναι κενή. Αν δεν λύνεις το πρόβλημα των χαμηλών εισοδημάτων, της ακριβής στέγης, της φυγής των νέων και της ανασφάλειας, τότε η μεταρρύθμιση δεν έχει κοινωνικό αντίκρισμα. Πρόκειται για μεταρρύθμιση βιτρίνας. Στην ουσία, η κυπριακή οικονομική πολιτική έχει εγκλωβιστεί σε μια αντίληψη που ταυτίζει την πρόοδο με την προσέλκυση επενδυτών, χωρίς να εξετάζει ποια είναι τα οφέλη για τη χώρα και την κοινωνία.

Αν θέλουν οι πολιτικοί μια πραγματική αλλαγή, το κύριο μέλημα θα ήταν η εξάλειψη της διαφθοράς. Χωρίς αξιοκρατία και διαφάνεια, καμία αλλαγή δεν θα μπορούσε να πείσει τους πολίτες ότι είναι για το καλό τους. Το δεύτερο είναι η υποστήριξη της παραγωγής.

Η Κύπρος χρειάζεται επενδύσεις στη γεωργία μέσω νέων τεχνολογιών, τοπικής βιομηχανίας, καινοτομίας και πανεπιστημίων. Χρειάζεται μια πολιτική που εκμεταλλεύεται το ανθρώπινο κεφάλαιό της και δεν το εξάγει στο εξωτερικό.

Το τρίτο είναι η δημογραφική πολιτική. Μια χώρα που χάνει το νεανικό της δημογραφικό στοιχείο και αντικαθίσταται χωρίς σχέδιο χάνει επίσης την κοινωνική της συνοχή.

Το τέταρτο είναι οι επενδύσεις για στέγαση, υγεία και εκπαίδευση. Χωρίς οικονομικά προσιτή στέγαση και ένα ισχυρό κράτος πρόνοιας, η ανάπτυξη είναι στατιστική ψευδαίσθηση. Αυτά είναι τα καθήκοντα που αποφεύγονται και που καμία κυβέρνηση δεν έχει τολμήσει ποτέ να αντιμετωπίσει.

Επομένως, οι μεταρρυθμίσεις που έχουν ξεκινήσει μέχρι τώρα είχαν εξυπηρετήσει τον σκοπό της προώθησης της Κύπρου ως επενδυτικού παραδείσου. Στην πραγματικότητα, χρησίμευσαν ως όχημα για τον πλουτισμό μιας μικροσκοπικής ελίτ μειονότητας ξένων επενδυτών, εξαιρουμένου του μέσου πολίτη. Η κατάλληλη αρχή θα έπρεπε να είναι εντελώς διαφορετική. Μια οικονομία αναπτύσσεται πραγματικά όταν βελτιώνονται τα εισοδήματα της κοινωνίας. Όταν οι μισθοί αυξάνονται, όταν η καταναλωτική δύναμη των νοικοκυριών ενισχύεται, η κατανάλωση, η γνώση και οι επενδύσεις αυξάνονται. Αυτός είναι ο ορισμός της ενδογενούς ανάπτυξης. Αλλά όταν τα οφέλη του ξένου κεφαλαίου ή τα επίπεδα ΑΕΠ αυξάνονται, και όχι η ποιότητα ζωής των πολιτών, έχουμε μια ανάπτυξη χωρίς την κοινωνία των πολιτών, μια φούσκα ανάπτυξης που τελικά ή σύντομα θα σκάσει.

Η Κύπρος χρειάζεται οικονομική μεταρρύθμιση, αλλά όχι όπως την εννοεί η πολιτική ελίτ. Δεν χρειάζεται μεταρρυθμίσεις που ικανοποιούν τις αγορές και τους διεθνείς δείκτες, αλλά μεταρρυθμίσεις που θα στηρίξουν τον άνθρωπο, την οικογένεια, τον εργαζόμενο. Χρειάζεται πολιτικές που να αυξάνουν τα εισοδήματα και να μειώνουν την ανισότητα. Χρειάζεται σχέδιο που να ενισχύει την παραγωγή και να δημιουργεί θέσεις εργασίας υψηλής ποιότητας. Χρειάζεται δημογραφική πολιτική και στήριξη της κοινωνικής συνοχής. Μόνο έτσι θα αποκτήσει η λέξη «μεταρρύθμιση» πραγματικό νόημα και περιεχόμενο. Αλλιώς, θα συνεχίσουμε να ακούμε για «εκσυγχρονισμό» και «πρόοδο» ενώ στην καθημερινότητά μας η ανασφάλεια και η στασιμότητα θα παραμένουν.

Το ερώτημα δεν είναι αν χρειάζονται μεταρρυθμίσεις. Το πρόβλημα είναι τι είδους μεταρρυθμίσεις και για ποιον. Αν πρόκειται για τις τράπεζες, για τους ξένους επενδυτές και τους αριθμητικούς αναλυτές της ΕΕ, τότε πρόκειται για μεταρρυθμίσεις για επίδειξη.

Αλλά αν πρόκειται για τους ανθρώπους, για τις οικογένειες που κερδίζουν τα προς το ζην, για τους νέους που θέλουν να έρθουν και να φανταστούν την εγκατάστασή τους στο νησί, για τους πρόσφυγες που απαιτούν δικαιοσύνη, τότε πρόκειται για μεταρρυθμίσεις που αξίζουν τον κόπο. Πολιτικές αποφάσεις, όχι τεχνικές. Και η κυπριακή κοινωνία δεν πρέπει να αφήσει ξανά αυτές τις πολιτικές αποφάσεις σε άλλους.

Ο κ. Κεραυνός, αποδεδειγμένα υπήρξε ο μοναδικός διοικητής τράπεζας, ο οποίος απέδειξε σαν επικεφαλής, ότι έδρασε με λογική και όχι απληστεία, όπως οι άλλοι που ουσιαστικά χρεωκόπησαν τις τράπεζες και τα πληρώσαμε εμείς. Δυστυχώς όμως τώρα, στην ευκαιρία να επιδείξει και την κοινωνική του φλέβα, μας αφήνει “με θκό χείλει καμένα” (όπως θάλεγε η μάνα μου).