Σύγκρουση Τραμπ - Μασκ και νέο κόμμα: Παγκόσμιες προεκτάσεις
Η διαμάχη Τραμπ–Μασκ δεν είναι απλώς σύγκρουση χαρακτήρων ή δημόσιο θέαμα για τα κοινωνικά δίκτυα. Είναι μια κρίσιμη δοκιμασία των ορίων ανάμεσα στην ιδιωτική εξουσία και την κρατική κυριαρχία.

Η σύγκρουση μεταξύ του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και του Έλον Μασκ εξελίσσεται πλέον σε έναν από τους σημαντικότερους άξονες κατανόησης της διεθνούς δυναμικής της εποχής. Το φαινομενικά προσωπικό ρήγμα ανάμεσα στον πολιτικό ηγέτη των ΗΠΑ και τον πιο προβεβλημένο τεχνολογικό δισεκατομμυριούχο της εποχής αποκαλύπτει τη βαθύτερη μετατόπιση της παγκόσμιας εξουσίας από τους θεσμούς προς τις πλατφόρμες, και από τις κυβερνήσεις προς τις τεχνολογικές αυτοκρατορίες. Η επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο το 2024 έφερε στην επιφάνεια μιαν ανοιχτή πολιτική ατζέντα αυταρχικού ελέγχου, εθνικής αυτάρκειας και κρατικού παρεμβατισμού, η οποία ήρθε αναπόφευκτα σε σύγκρουση με τις φιλοδοξίες και τη δράση του Έλον Μασκ, ενός ανθρώπου που διατηρεί ενεργό παρουσία σε τομείς στρατηγικής σημασίας: διαστημική τεχνολογία, τεχνητή νοημοσύνη, επικοινωνία, αυτοκινητοβιομηχανία και νευροεπιστήμη.
Η αρχική περίοδος της σχέσης τους είχε στοιχεία συγκαλυμμένης ανοχής. Κατά την πρώτη θητεία του Τραμπ, ο Μασκ διαφοροποιήθηκε δημόσια σε κρίσιμα θέματα, όπως η κλιματική αλλαγή και η αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία των Παρισίων. Ωστόσο, δεν υπήρξε μετωπική σύγκρουση. Η στρατηγική ανοχή μετατράπηκε σε πολιτικό πόλεμο κατά τη δεύτερη θητεία, όταν ο νέος κρατικός προϋπολογισμός και τα νομοθετήματα για τις στρατιωτικές συμβάσεις ήρθαν να επαναπροσδιορίσουν το πλαίσιο δράσης των τεχνολογικών κολοσσών υπό εθνική οπτική. Ο Μασκ αντέδρασε μετωπικά, καταγγέλλοντας τον «κρατικό παρεμβατισμό» ως «αντιαναπτυξιακό» και «δημοσιονομικά τοξικό», ανοίγοντας έναν φαύλο κύκλο αντιπαράθεσης με το επιτελείο Τραμπ. Ο ίδιος ο Πρόεδρος απάντησε άμεσα, αποκαλώντας τον «υπονομευτή» και «αχάριστο», αφήνοντας σαφείς αιχμές για τον τερματισμό κάθε μορφής κρατικής στήριξης προς τις εταιρείες του.
Σε θεσμικό επίπεδο, η διακυβέρνηση Τραμπ παρουσιάζει ολοένα και εντονότερα χαρακτηριστικά συγκεντρωτισμού και ελέγχου. Το Πεντάγωνο, η NASA και το Γραφείο Διαχείρισης Επιστημονικών Συμβολαίων λειτουργούν πλέον υπό σαφή πολιτικό έλεγχο. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η στοχοποίηση του Μασκ δεν αποτελεί απλώς τιμωρητική αντίδραση, αλλά εντάσσεται σ’ ένα ευρύτερο στρατηγικό σχέδιο ελέγχου των κέντρων επιρροής. Ο Τραμπ δείχνει αποφασισμένος ν’ ανακτήσει τον έλεγχο της δημόσιας σφαίρας, και αυτό περνά μέσα από την αμφισβήτηση της εξουσίας που ασκούν οι τεχνολογικές πλατφόρμες και οι ιδιοκτήτες τους. Η ιδιοκτησία του X (πρώην Twitter) από τον Μασκ αποτελεί έναν από τους βασικούς λόγους της ενόχλησης του προεδρικού επιτελείου. Σε μια εποχή κατά την οποία η διαμόρφωση της κοινής γνώμης πραγματοποιείται μέσω των κοινωνικών δικτύων, το γεγονός ότι ο Μασκ ελέγχει ένα από τα βασικά παγκόσμια δίκτυα επικοινωνίας θεωρείται στρατηγική απειλή.
Η σύγκρουση αποκτά διεθνείς διαστάσεις. Η Ευρώπη παρακολουθεί με σκεπτικισμό τις εξελίξεις, διαπιστώνοντας την επικίνδυνη εξάρτησή της από εξωτερικούς τεχνολογικούς παρόχους, και καθώς βρίσκονται σε εξέλιξη διαστημικά και τηλεπικοινωνιακά προγράμματα με ευρωπαϊκή εμπλοκή. Η Γαλλία και η Γερμανία, με προτροπή των Βρυξελλών, επιδιώκουν πλέον την επιτάχυνση της τεχνολογικής και διαστημικής αυτονόμησης της Ευρώπης, ενισχύοντας κοινές επενδύσεις και στρατηγικές για την απεξάρτηση από αμερικανικές τεχνολογικές δομές, όπως η Starlink. Ταυτόχρονα, η αποστασιοποίηση του Μασκ από την αμερικανική διοίκηση ενδέχεται να οδηγήσει στην περαιτέρω ενίσχυση των σχέσεών του με την Κίνα, με την οποία διατηρεί ήδη παραγωγική παρουσία και εμπορικές σχέσεις. Η προοπτική αυτή έχει προκαλέσει ιδιαίτερη ανησυχία στην Ουάσιγκτον, η οποία μέσω του Νόμου περί Εχθρικών Επενδύσεων (FIRRMA) δηλώνει πρόθεση να επανεξετάσει νομικά όλες τις διεθνείς συνεργασίες του Μασκ, εξετάζοντας ενδεχόμενες παραβιάσεις εθνικής ασφάλειας.
Το διακύβευμα δεν είναι απλώς οικονομικό ή πολιτικό. Η σύγκρουση ανοίγει ένα νέο μέτωπο γεωπολιτικής τεχνολογίας, όπου η τεχνητή νοημοσύνη, η δορυφορική επικοινωνία, η ηλεκτροκίνηση και η βιοτεχνολογία καθίστανται τα νέα πεδία μάχης για την παγκόσμια επιρροή. Ο Τραμπ προωθεί μια κρατική εκδοχή τεχνολογικής ανάπτυξης, επιχειρώντας να εθνικοποιήσει ή να ελέγξει τις υποδομές που μέχρι πρότινος ανήκαν σε ιδιώτες. Η στρατηγική αυτή δεν αποκρύπτει τον οικονομικό εθνικισμό που τη διαπνέει, ενώ ενισχύει τον κρατικό παρεμβατισμό έναντι της ιδιωτικής καινοτομίας. Ο Μασκ, από την πλευρά του, προχωρεί σε κινήσεις που παραπέμπουν σε πολιτική φιλοδοξία. Η ίδρυση του νέου πολιτικού σχηματισμού «Κόμμα της Αμερικής» αποκαλύπτει μια διαφορετική πρόθεση: να διεκδικήσει θεσμικά ρόλο στο πολιτικό παιχνίδι των ΗΠΑ. Αν και η επιτυχία τέτοιων κομμάτων είναι ιστορικά περιορισμένη στο αμερικανικό σύστημα του «πλειοψηφικού νικητή», ο Μασκ φαίνεται να στοχεύει στη δημιουργία πολιτικής σύγχυσης και στην πρόκληση ρωγμών στη δικομματική κυριαρχία. Η δυνατότητά του να αντλήσει πόρους, να ενεργοποιήσει τεχνολογικές κοινότητες και να ελέγχει μέσα διαμόρφωσης κοινής γνώμης προσδίδει στην προσπάθεια βαρύνουσα σημασία. Το νέο κόμμα όμως αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις: νομικές, γραφειοκρατικές, οργανωτικές και, κυρίως, κοινωνικές. Η απουσία συγκροτημένης πολιτικής ταυτότητας στο κέντρο του εκλογικού σώματος και η παραδοσιακή αδυναμία των ανεξάρτητων σχημάτων να διαπεράσουν τα κρατικά εμπόδια των ΗΠΑ αποτελούν τροχοπέδη στην προσπάθεια αυτή. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και αν το κόμμα δεν επιτύχει εκλογικά, ενδέχεται να επηρεάσει καταλυτικά το πολιτικό κλίμα, ενισχύοντας τον κατακερματισμό και λειτουργώντας ως μοχλός ανατροπής σε κρίσιμες πολιτείες.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η διαμάχη Τραμπ–Μασκ δεν είναι απλώς σύγκρουση χαρακτήρων ή δημόσιο θέαμα για τα κοινωνικά δίκτυα. Είναι μια κρίσιμη δοκιμασία των ορίων ανάμεσα στην ιδιωτική εξουσία και την κρατική κυριαρχία. Αναδεικνύει τη ρευστότητα του παγκόσμιου συστήματος, όπου η ισορροπία μεταξύ πολιτικής και τεχνολογικής ηγεμονίας μεταβάλλεται βίαια, και όπου οι παραδοσιακοί θεσμοί καλούνται να επανακαθορίσουν τη σχέση τους με τις δυνάμεις που ορίζουν την εποχή της πληροφορίας. Το τίμημα αυτής της σύγκρουσης ίσως αποδειχθεί ιδιαίτερα υψηλό, όχι μόνο για τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και για την παγκόσμια σταθερότητα. Διότι όταν οι θεσμοί υποτάσσονται στα πρόσωπα και η γεωπολιτική αναλύεται ως προσωπικό αφήγημα, τότε ολόκληρος ο κόσμος παραμένει έκθετος στις ορέξεις εκείνων που ελέγχουν είτε τα κουμπιά των κυβερνήσεων είτε τους διακόπτες των υποδομών του μέλλοντος.
*Καθηγητής-Ανθρωπολόγος στο Philips University και πρώην Πρύτανης