Αναλύσεις

Αποφάσεις των Κεντρικών Τραπεζών και επιτόκια

Σε αποκλίνουσες πορείες ΕΚΤ και Fed όσον αφορά τη νομισματική πολιτική.

Η σημερινή συγκυρία στη διεθνή οικονομία χαρακτηρίζεται από αυξημένη αβεβαιότητα και διαφορετικές στρατηγικές που ακολουθούν οι μεγαλύτερες Κεντρικές Τράπεζες του κόσμου. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) φαίνεται να βρίσκονται σε αποκλίνουσες πορείες, σε ό,τι αφορά τη νομισματική τους πολιτική, γεγονός που τροφοδοτεί έντονες συζητήσεις στις αγορές, στους αναλυτές αλλά και στους πολιτικούς κύκλους.

Ενώ η ΕΚΤ δείχνει διατεθειμένη να κρατήσει μια στάση αναμονής μετά τις πρόσφατες μειώσεις επιτοκίων, η Fed βρίσκεται υπό ισχυρή πίεση να προχωρήσει σε πιο επιθετική χαλάρωση, καθώς η αμερικανική αγορά εργασίας παρουσιάζει σημάδια κόπωσης, ενώ την ίδια στιγμή ασφυκτικές είναι και οι πιέσεις που ασκεί ο Αμερικανός Πρόεδρος προς την ίδια κατεύθυνση.

Η ΕΚΤ, μετά από μια περίοδο διαδοχικών μειώσεων, αποφάσισε να διατηρήσει το βασικό επιτόκιο καταθέσεων αμετάβλητο για δεύτερη φορά. Η κίνηση αυτή δείχνει την εκτίμηση της Φρανκφούρτης, ότι ο πληθωρισμός έχει αρχίσει να σταθεροποιείται κοντά στον στόχο, χωρίς να απαιτούνται βεβιασμένες ενέργειες.

Η Fed

Στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, όμως, η Fed αντιμετωπίζει διαφορετική πραγματικότητα. Η απασχόληση στις ΗΠΑ κατέγραψε σημαντική κάμψη τον Αύγουστο, με τις νέες θέσεις εργασίας να υπολείπονται κατά πολύ των προσδοκιών και το ποσοστό ανεργίας να ανεβαίνει στο 4,3%, το υψηλότερο επίπεδο από το 2021. Αυτή η εξέλιξη δίνει στους υπευθύνους νομισματικής πολιτικής το «πράσινο φως» για να κινηθούν πιο αποφασιστικά προς νέες μειώσεις επιτοκίων.

Η απόκλιση αυτή δεν είναι εντελώς καινούρια. Για να βρει κανείς ανάλογη περίοδο, κατά την οποία η Fed μείωνε τα επιτόκια ενώ η ΕΚΤ κρατούσε στάση αναμονής, πρέπει να επιστρέψει στο καλοκαίρι του 2019. Σήμερα, η εικόνα μοιάζει αντίστοιχη: η ΕΚΤ δείχνει πιο «ήρεμη» και προσεκτική, ενώ στις ΗΠΑ επικρατεί αίσθηση επείγοντος. Η Ευρωζώνη καταφέρνει να κρατήσει τον πληθωρισμό γύρω στο 2%, ενώ η ανάπτυξη, αν και αδύναμη, δεν έχει εκτροχιαστεί. Ορισμένοι αναλυτές μιλούν ακόμη και για «ομαλή προσγείωση», δηλαδή την επιτυχημένη τιθάσευση των πληθωριστικών πιέσεων χωρίς βαρύ κόστος στην οικονομική δραστηριότητα.

Αντίθετα, η Fed βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Από τον Δεκέμβριο δεν έχει προχωρήσει σε καμιάν αλλαγή επιτοκίων, διατηρώντας τα στο εύρος 4,25% - 4,5%. Η ΕΚΤ, μέσα στο ίδιο διάστημα, έχει ήδη πραγματοποιήσει τέσσερεις μειώσεις, συνολικά 100 μονάδες βάσης. Εάν κοιτάξει κανείς την τελευταία διετία, η εικόνα είναι ακόμη πιο έντονη: η ΕΚΤ προχώρησε σε οκτώ μειώσεις, ενώ η Fed μόλις σε τρεις. Η αγορά πλέον θεωρεί σχεδόν δεδομένο ότι μέχρι το τέλος της χρονιάς η Ομοσπονδιακή Τράπεζα θα μειώσει τα επιτόκια τουλάχιστον τρεις φορές. Το μόνο ερώτημα είναι αν οι μειώσεις θα είναι «συμβατικές» κατά 25 μονάδες βάσης ή αν θα υπάρξει μια πιο μεγάλη παρέμβαση της τάξης των 50 μονάδων βάσης.

Η πορεία αυτή έχει άμεσο αντίκτυπο στις αγορές ομολόγων και στις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Στις ΗΠΑ, οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων άρχισαν να υποχωρούν, καθώς οι επενδυτές προεξοφλούν τη χαλάρωση. Παράλληλα, το δολάριο εμφανίζει τάσεις υποχώρησης έναντι άλλων μεγάλων νομισμάτων. Στην Ευρώπη, οι ανησυχίες εστιάζονται στη Γαλλία, όπου η άνοδος των αποδόσεων των ομολόγων και η δύσκολη δημοσιονομική κατάσταση εγείρουν φόβους για πιθανή κρίση χρέους.

Η σταθεροποίηση του πληθωρισμού γύρω στο 2% είναι αναμφίβολα σημαντική, όμως δεν σημαίνει ότι η ακρίβεια έχει εξαλειφθεί. Οι τιμές σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες παραμένουν υψηλές, επιβαρύνοντας τα νοικοκυριά. Η μείωση των διεθνών τιμών της ενέργειας τους τελευταίους μήνες βοήθησε, αλλά η αβεβαιότητα παραμένει. Η ΕΚΤ εκτιμά ότι προς το τέλος του χρόνου οι τιμές του πετρελαίου ίσως ξαναπάρουν την ανηφόρα, αν και σε ετήσια βάση θα διατηρηθούν χαμηλότερες από το 2023. Η πρόκληση είναι διπλή: να περιοριστεί η ζήτηση μέσω των επιτοκίων ώστε να συγκρατηθούν οι τιμές, αλλά και να ενισχυθεί η προσφορά προϊόντων και υπηρεσιών, ώστε ν’ αποφευχθεί νέα αναζωπύρωση του πληθωρισμού.

Η συζήτηση για ΑΤΑ

Σε αυτό το σημείο, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η συζήτηση γύρω από την Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή (ΑΤΑ), ειδικά σε χώρες όπως η Κύπρος, όπου εφαρμόζεται εδώ και δεκαετίες. Ο θεσμός αυτός δημιουργήθηκε για να προστατεύει την αγοραστική δύναμη των μισθών, προσαρμόζοντάς τους στις μεταβολές του πληθωρισμού. Με άλλα λόγια, όταν οι τιμές αυξάνονται, οι μισθοί ακολουθούν, ώστε οι εργαζόμενοι να μη χάνουν την πραγματική τους αξία. Αυτό σημαίνει ότι η ΑΤΑ λειτουργεί ως «αντίβαρο» στην ακρίβεια, επιτρέποντας στους καταναλωτές να διατηρούν σταθερό επίπεδο κατανάλωσης.

Στην Κύπρο, η ΑΤΑ εφαρμόζεται κυρίως στον δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπου οι συλλογικές συμβάσεις την έχουν ενσωματώσει. Στον ιδιωτικό τομέα η εφαρμογή της είναι πιο περιορισμένη, καθώς εξαρτάται από το εάν υπάρχει σχετική πρόνοια στις συμβάσεις εργασίας. Ουσιαστικά, δεν πρόκειται για καθολικό δικαίωμα που επιβάλλεται από τον νόμο, αλλά για προϊόν διαπραγμάτευσης.

Από τη μια πλευρά, η ύπαρξή της διασφαλίζει ότι οι εργαζόμενοι δεν θα δουν τους μισθούς τους να απαξιώνονται σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού. Από την άλλη, οι εργοδότες επισημαίνουν ότι οι οριζόντιες αυξήσεις μισθών που επιφέρει η ΑΤΑ αυξάνουν τα λειτουργικά κόστη, χωρίς να συνδέονται με την παραγωγικότητα, γεγονός που μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα σε περιόδους χαμηλής ανάπτυξης.

Η ενίσχυση του διαθέσιμου οικογενειακού εισοδήματος είτε μέσω των αυξήσεων των εισοδημάτων είτε μέσω της μείωσης των δανειστικών επιτοκίων έχει θετικό αντίκτυπο στη ζήτηση και άρα στη συνολική οικονομία, αλλά ταυτόχρονα μπορεί να ενισχύσει εκ νέου τις πληθωριστικές πιέσεις.

Σε κάθε περίπτωση, όλα είναι ζήτημα ισορροπιών και σωστής διαχείρισης. Η Κύπρος, όπως και άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες χρειάζεται να βρουν τον τρόπο να συνδυάσουν τη διατήρηση της αγοραστικής δύναμης, με τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Ορισμένοι προτείνουν την καθολική εφαρμογή της ΑΤΑ, ώστε όλοι οι εργαζόμενοι να επωφελούνται. Άλλοι θεωρούν ότι κάτι τέτοιο θα επιβάρυνε υπέρμετρα την οικονομία και θα μπορούσε ν’ αντιστραφεί εις βάρος των ίδιων των εργαζομένων, να οδηγούσε σε απώλεια θέσεων εργασίας ή σε μειωμένη ανταγωνιστικότητα.