Εξήντα τέσσερα χρόνια σιωπής: Οι οικογένειες Παναγιώτου και Νούρου ζητούν δικαίωση
Η υπόθεση δεν ερευνήθηκε ποτέ εις βάθος, οι φάκελοι αρχειοθετήθηκαν και ουδεμία ευθύνη αποδόθηκε

Περισσότερα από εξήντα χρόνια μετά τη διπλή δολοφονία των αγωνιστών της ΕΟΚΑ, Νεοκλή Παναγιώτου και Ευριπίδη Νούρου, οι οικογένειές τους επανέρχονται στο προσκήνιο με την κατάθεση αγωγής εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μέσα από μια εκτενή Έκθεση Απαίτησης, καταγγέλλουν ότι το κράτος όχι μόνο παρέλειψε να διερευνήσει αποτελεσματικά το έγκλημα, αλλά και ότι ενήργησε με τρόπο που συνέβαλε στη συγκάλυψη των πραγματικών συνθηκών και στην αποσιώπηση της αλήθειας.
Η δολοφονία στη Μονή Λεμεσού
Στις 16 Αυγούστου 1961, οι δύο αγωνιστές κινούνταν με το αυτοκίνητό τους στον δρόμο Λευκωσίας - Λεμεσού, με κατεύθυνση προς τη Λεμεσό. Σε απόσταση τετρακοσίων περίπου μέτρων από τον Αστυνομικό Σταθμό Μονής δέχθηκαν δολοφονική επίθεση. Τα πτώματά τους εντοπίστηκαν μέσα στο όχημά τους, το οποίο ήταν διάτρητο από σφαίρες. Η πράξη αυτή σημειώθηκε σε μια περίοδο έντονης πολιτικής βίας, κατά την οποία καταγράφηκαν επιθέσεις εναντίον πολιτικών προσώπων που προκάλεσαν καταδίκες από κόμματα και οργανώσεις, φτάνοντας μέχρι και την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ.
Λίγες μέρες αργότερα στάλθηκε επιστολή προς την ηγεσία της Οργάνωσης, στην οποία αποκαλυπτόταν ότι η δολοφονία διαπράχθηκε από στελέχη της Υπηρεσίας Πληροφοριών με υπηρεσιακά όπλα της Αστυνομίας, τα οποία είχαν παραχωρηθεί από κυβερνητική φρουρά. Σύμφωνα με το περιεχόμενο της επιστολής, οι εντολές είχαν δοθεί από πολιτικό προϊστάμενο, βασισμένο σε ψευδείς πληροφορίες ότι τα θύματα σχεδίαζαν να τον δολοφονήσουν.
Σύμφωνα με την επιστολή, οι δύο αγωνιστές είχαν βρεθεί την ίδια ημέρα στο Αρχηγείο Αστυνομίας, όπου ανέφεραν ότι παρακολουθούνταν από τέσσερα άτομα. Λίγες ώρες αργότερα έγινε γνωστό ότι εκτελέστηκαν έξω από μοναστήρι, επειδή αρνήθηκαν να υποβληθούν σε σωματική έρευνα. Ως φυσικοί αυτουργοί κατονομάστηκαν στελέχη της Υπηρεσίας Πληροφοριών. Ο συντάκτης της επιστολής ανέφερε ότι επισκέφθηκε αμέσως τον αρμόδιο Υπουργό, ζητώντας να διαταχθούν συλλήψεις, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1961, έπειτα από σχετικό αίτημα του Προέδρου, ετοιμάστηκε νέα επιστολή/πόρισμα, στην οποία επαναλαμβανόταν ότι οι δύο άντρες βρίσκονταν υπό στενή παρακολούθηση, ότι η δολοφονία είχε προταθεί μέρες νωρίτερα από πολιτικό προϊστάμενο και ότι διαπράχθηκε με υπηρεσιακό όπλο της Αστυνομίας. Πέραν των ήδη αναφερόμενων στελεχών της Υπηρεσίας Πληροφοριών, γινόταν λόγος και για συμμετοχή αστυνομικού της Σχολής. Το έγγραφο αυτό έκανε ξεκάθαρη αναφορά σε ενέργειες συγκάλυψης και σε άμεση ενημέρωση του αρμόδιου Υπουργού σε κάθε στάδιο.
Δημόσιες καταγγελίες
Στα τέλη Αυγούστου του 1961 υπήρξε δημόσια προαναγγελία ότι θα αποκαλυφθούν οι υπεύθυνοι της δολοφονίας, όμως, παρά τα σχετικά δημοσιεύματα, η Αστυνομία δεν προχώρησε ποτέ σε λήψη πληροφοριών. Αργότερα, τον Μάιο του 1963, η υπόθεση χαρακτηρίστηκε ως πολιτική δολοφονία με στόχο τη φίμωση των δύο αγωνιστών. Τον ίδιο χρόνο παραδόθηκε επιστολή στους συγγενείς, όπου κατονομάζονταν συγκεκριμένα πρόσωπα ως φυσικοί αυτουργοί. Παρά ταύτα, ούτε τότε υπήρξε οποιαδήποτε διερεύνηση ή συλλήψεις.
Το 1967, ο αδελφός του Νεοκλή Παναγιώτου, Μιχάλης, αποκάλυψε μέσω επιστολής σε εφημερίδα ότι η Αστυνομία έφθασε στον τόπο του εγκλήματος μία ώρα αργότερα, παρά την εγγύτητα με τον Σταθμό Μονής, ενώ οι σοροί και το όχημα μεταφέρθηκαν με γερανό. Ανέφερε, επίσης, ότι δεν λήφθηκαν ποτέ καταθέσεις από τους γονείς των θυμάτων και ότι έγιναν απόπειρες χρηματισμού των οικογενειών, ώστε να μην αναδειχθεί το έγκλημα.
Η στάση της Δημοκρατίας
Οι οικογένειες υποστηρίζουν πως οι ενέργειες και παραλείψεις της Δημοκρατίας συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Το 2021 και το 2023 απέστειλαν επιστολές προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ζητώντας επίσημη αναγνώριση της πολιτικής φύσης της δολοφονίας. Καμία απάντηση δεν έλαβαν. Το 2022, σε επιστολή της Αστυνομίας προς τους ενάγοντες, αναφερόταν μεν ότι τα κίνητρα φαίνονται πολιτικά, αλλά ότι οι φάκελοι της υπόθεσης δεν εντοπίστηκαν.
Η αγωγή και οι παραβιάσεις
Μέσα από την Έκθεση Απαίτησης, οι οικογένειες τονίζουν ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν διερεύνησε επαρκώς τη δολοφονία, αγνόησε μαρτυρίες και καταγγελίες, απώλεσε φακέλους και ενοχοποιητικά στοιχεία και, παρά τις δημόσιες αναφορές και τις κατονομασίες υπόπτων, δεν προχώρησε ποτέ σε συλλήψεις. Κατηγορούν το κράτος για παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων τους, περιλαμβανομένου του δικαιώματος στη ζωή, στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, καθώς και στην απαγόρευση απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης. Επισημαίνουν ότι η σιωπή και αδράνεια της Δημοκρατίας προκαλεί συνεχή ψυχική ταλαιπωρία, ανανεώνει το τραύμα και συνιστά θεσμική εγκατάλειψη.
Αναζήτηση δικαίωσης
Όπως καταγράφεται, οι ενάγοντες βιώνουν για δεκαετίες την απώλεια χωρίς καμία μορφή δικαίωσης, ενώ στερούνται την ιστορική αποκατάσταση της μνήμης των συγγενών τους. Με την αγωγή, που κατέθεσαν, ζητούν την αναγνώριση των παραλείψεων του κράτους, την αποκατάσταση της αλήθειας και την παροχή αποζημιώσεων για τις συνεχείς ζημίες που υπέστησαν.
Σε δηλώσεις του στη «Σημερινή», ο συγγενής των δολοφονηθέντων αγωνιστών, Γιώργος Χρυσοστόμου, ανέφερε πως οι οικογένειες των Νεοκλή Παναγιώτου και Ευριπίδη Νούρου προχωρούν με αίσθημα ιστορικής και ηθικής ευθύνης στην κατάθεση αγωγής κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας, ζητώντας τη νομική, ιστορική και ηθική αποκατάσταση δύο προσώπων που θυσιάστηκαν όχι μόνο στον εθνικό αγώνα, αλλά και στη συνείδησή τους.
Όπως τόνισε, οι Παναγιώτου και Νούρου υπήρξαν επιφανή στελέχη της ΕΟΚΑ και μέλη της Επαρχιακής Επιτροπής Λεμεσού του ΕΔΜΑ, που συνέβαλαν αποφασιστικά στην εκλογή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’, αλλά αργότερα διαφώνησαν με τη Συμφωνία Ζυρίχης - Λονδίνου και εντάχθηκαν στην ενωτική πτέρυγα του Παγκύπριου Συνδέσμου Αγωνιστών. Ο Νεοκλής Παναγιώτου εξελέγη Επαρχιακός Γραμματέας Λεμεσού του ΠΣΑ την 1η Αυγούστου 1961 και, μόλις δεκαπέντε ημέρες αργότερα, μαζί με τον Ευριπίδη Νούρου, δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ σε ενέδρα, με τα διαθέσιμα στοιχεία να παραπέμπουν σε πολιτικά και κρατικά κέντρα αποφάσεων, υπό την καθοδήγηση ανώτατου κυβερνητικού αξιωματούχου.
«Η υπόθεση δεν ερευνήθηκε ποτέ εις βάθος, οι φάκελοι αρχειοθετήθηκαν και ουδεμία ευθύνη αποδόθηκε. Δεν πρόκειται μόνο για μια δολοφονία, αλλά για κρατική εκτροπή και πλήγμα κατά της Δημοκρατίας», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Χρυσοστόμου, υπογραμμίζοντας πως η προσφυγή στη Δικαιοσύνη δεν αποσκοπεί στην εκδίκηση, αλλά στη δικαίωση, την αλήθεια και την ιστορική αποκατάσταση.
«Η Κυπριακή Δημοκρατία οφείλει να αποδεχθεί το παρελθόν της με θάρρος», κατέληξε.