Τα ναρκοπέδια του πολέμου στην Ουκρανία

Στις εβδομάδες που ακολούθησαν τη σύνοδο της Αλάσκας μεταξύ του Αμερικανού Προέδρου και του Ρώσου ομολόγου του, αποδείχθηκε πως η λήξη του πολέμου στην Ουκρανία απέχει πολύ από τις αρχικές προσδοκίες. Λίγες ημέρες μετά τη συνάντηση, η Μόσχα εξαπέλυσε μιαν από τις μεγαλύτερες επιθέσεις κατά του Κιέβου, με σχεδόν 600 drones και δεκάδες πυραύλους, ενώ στη συνέχεια ακολούθησε επιδρομή με στόχο κυβερνητικό κτήριο.
Στις κόκκινες γραμμές των δύο πλευρών βρίσκεται το ζήτημα των εγγυήσεων της επόμενης μέρας. Μια ουκρανική ένταξη στο ΝΑΤΟ έχει αποκλειστεί από τον ίδιο τον Τραμπ. Η συζήτηση, επομένως, περιστρέφεται γύρω από το πώς θα διαμορφωθεί ένα νέο status quo που να ικανοποιεί την Ουκρανία. Το χάσμα είναι τόσο μεγάλο, που τη δεδομένη στιγμή οι όποιες διαπραγματεύσεις δεν αφορούν την επίτευξη ειρήνης αλλά περιστρέφονται αυστηρά γύρω από ανθρωπιστικά θέματα, όπως την ανταλλαγή αιχμαλώτων πολέμου και σορών από πεσόντες στρατιώτες.
Η διατήρηση του πολέμου πάντως, παρά τις δηλώσεις του Τραμπ για χιλιάδες νεκρούς κάθε εβδομάδα και την ανάγκη τερματισμού της σύγκρουσης, λειτουργεί εκ των πραγμάτων ως σταθερή υπενθύμιση της ρωσικής απειλής για την Ευρώπη και άρα της πλήρους ανάγκης της παρουσίας του αμερικανικού παράγοντα ως εγγυητή της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Η άλλη όψη του νομίσματος, όμως, είναι η σταδιακή φθορά του οικοδομήματος εμπιστοσύνης που στήριξε την αμερικανική ηγεμονία. Οι Ευρωπαίοι έχουν επενδύσει πολιτικά και οικονομικά στην Ουκρανία, αλλά η πραγματικότητα στο πεδίο του πολέμου, σε συνδυασμό με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, γεννά ένα ερώτημα που θα ξεκινήσει αργά ή γρήγορα ν’ απασχολεί τις ευρωπαϊκές κοινωνίες και είναι το εάν παρασύρθηκαν σε έναν πόλεμο φθοράς χωρίς σαφή ορίζοντα νίκης.
Η Μόσχα δεν κρύβει τον αναθεωρητισμό της, που δεν είναι άλλος από την αλλαγή της δομής της ευρωπαϊκής ασφάλειας, ώστε να υποχωρήσει η κυριαρχία του ΝΑΤΟ και να αποσπαστεί η Ουκρανία από τη Δυτική σφαίρα επιρροής. Πέρα από τις όποιες στρατηγικές εκτιμήσεις και τα θεωρητικά σενάρια, το πεδίο της μάχης και οι αριθμοί που αναδύονται από αυτό αποκαλύπτουν με μεγαλύτερη ακρίβεια την πραγματική εικόνα. Τον τελευταίο μήνα οι ρωσικές δυνάμεις κατέλαβαν περίπου 414 τετραγωνικά χιλιόμετρα εδάφους. Οι Ουκρανοί βρίσκονται αντιμέτωποι με υλικές καταστροφές και οικονομικές επιπτώσεις, όπως τη δραματική μείωση του ηλεκτρικού δικτύου της χώρας, τις απώλειες της τάξης του 22% στην ανάπτυξη και ένα δημοσιονομικό έλειμμα άνω του 20% του ΑΕΠ, τη στιγμή που η Ρωσία καταγράφει ανάπτυξη με μικρές επιβραδύνσεις και με τη δυνατότητα ενίσχυσης του πυραυλικού της οπλοστασίου από την εγχώρια παραγωγή και τη συνεργασία της με τρίτες χώρες όπως η Κίνα και η Βόρειος Κορέα.
Το πιο πάνω διάγραμμα αποτυπώνει τη ρωσική εδαφική κατοχή στην Ουκρανία έως τον Αύγουστο του 2025. Αυτό που ξεχωρίζει είναι ότι, παρότι η ουκρανική αντεπίθεση του 2022 περιόρισε την έκταση των κατεχόμενων εδαφών, από το 2023 και έπειτα οι ρωσικές δυνάμεις βρίσκονται σε σταθερή προέλαση με χαμηλούς ρυθμούς σε μια στρατηγική «υπομονής» και πρόκλησης φθοράς που ελαχιστοποιεί τις απώλειες, με την ελπίδα ότι η πίεση του χρόνου θα λειτουργήσει εναντίον των Ουκρανών.
Ο πιο πάνω χάρτης αποτυπώνει την τωρινή κατάσταση στο μέτωπο, με έμφαση στις περιοχές του Ντονμπάς και της πόλης του Ποκρόβσκ. Σύμφωνα με στρατιωτικούς αναλυτές, οι ρωσικές δυνάμεις υιοθετούν μια τακτική ευελιξίας. Εκεί όπου οι Ουκρανοί συγκεντρώνουν δυνάμεις για να αμυνθούν, οι Ρώσοι επιλέγουν να κινηθούν σε άλλο σημείο του μετώπου, αναγκάζοντας έτσι το Κίεβο σε συνεχείς μετακινήσεις μονάδων κατά μήκος μιας εκτεταμένης γραμμής αντιπαράθεσης. Με αυτόν τον τρόπο, όταν ένα σημείο σταθεροποιείται, η Μόσχα ανοίγει ρήγματα αλλού κρατώντας τους Ουκρανούς σε μόνιμη πίεση και φθορά. Για παράδειγμα στο Ποκρόβσκ, κομβικό κέντρο και συγκοινωνιακό κόμβο του Ντονμπάς, η ρωσική προέλαση έχει παγώσει, ωστόσο η Μόσχα έχοντας απορροφήσει εκεί σημαντικές ουκρανικές δυνάμεις, μεταφέρει το βάρος αλλού και πετυχαίνει φθορές στις ουκρανικές γραμμές άμυνας βορειότερα με κατεύθυνση τη Ζαπορίζια από το Κουράκοβο.
Φυσικά η Ρωσία δεν βγαίνει ανέπαφη από την όλη κατάσταση, αλλά, παρά τις όποιες ρωσικές απώλειες, πρέπει να δούμε το γεγονός ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία εντάσσεται σε ένα δόγμα που η Μόσχα έχει διακηρύξει με σαφήνεια διά στόματος του Πούτιν εδώ και χρόνια. Στη ρωσική στρατηγική σκέψη μια ολοκληρωτική ήττα στο πεδίο της μάχης δεν υφίσταται χωρίς την ενεργοποίηση του πυρηνικού οπλοστασίου. Η Ρωσία έχει καταστήσει σαφές ότι θα καταφύγει στα πυρηνικά εάν κρίνει πως κινδυνεύει η ίδια της η υπόσταση ή η διατήρηση των ζωτικών στρατηγικών της συμφερόντων. Αυτό είναι το σημείο που οι Δυτικοί διστάζουν να αποδεχθούν, ότι η επιδίωξη μιας στρατιωτικής ήττας της Μόσχας, όπως εύκολα προβάλλεται στη δημόσια σφαίρα, ισοδυναμεί με αποδοχή ενός σεναρίου πυρηνικής κλιμάκωσης.
Υπό αυτό το πρίσμα, η Δύση βρίσκεται μπροστά σε ένα δυσεπίλυτο παράδοξο. Αν υποθέσουμε ότι υπάρχουν ελπίδες μιας ουκρανικής νίκης, αν η Δύση πιέσει μέχρι τέλους, διακινδυνεύει να προκαλέσει μιαν ανεξέλεγκτη πυρηνική σύγκρουση, στην οποία τελικά όλοι θα χάσουν. Αν, αντιθέτως, αποτύχει να στηρίξει την Ουκρανία σε βαθμό που ν’ αποτρέψει μια ρωσική επικράτηση, τότε όλος ο όγκος της στρατιωτικής βοήθειας, των οικονομικών επιβαρύνσεων και των πολιτικών επενδύσεων θα μοιάζει εκ του αποτελέσματος σαν τρύπα στο νερό. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για lose–lose situation, αν και εφόσον η Ρωσία δεν μπλοφάρει όταν προχωρεί σε πυρηνικούς εκβιασμούς. Σε αυτήν την εξίσωση, η μεγαλύτερη πρόκληση για την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι μόνο το πώς θα κερδηθεί ο πόλεμος, αλλά πώς θα αποφευχθεί η μετατροπή του σε μια υπαρξιακή κρίση, που θα καθορίσει το μέλλον της παγκόσμιας ασφάλειας.