Αναλύσεις

Διακυβέρνηση: Χάσμα μεταξύ έργου και εντυπώσεων

Η μακροπρόθεσμη επιτυχία αυτής της διακυβέρνησης δεν θα κριθεί από δηλώσεις, ή δελτία Τύπου, ή αναρτήσεις στα κοινωνικά δίκτυα, ή δημοσιογραφικές διασκέψεις, ή ποσοστά ενός πίνακα δημοσκόπησης.

Συμπληρώθηκαν δυόμισι και πλέον χρόνια από την ανάληψη της διακυβέρνησης από τον Νίκο Χριστοδουλίδη, και η δημόσια συζήτηση γύρω από το κυβερνητικό έργο παρουσιάζει, γι’ ακόμη μια φορά, τον διαχρονικό διχασμό ανάμεσα στην πραγματικότητα των πεπραγμένων και στην πολιτική ή επικοινωνιακή εικόνα που καταγράφεται. Είναι γεγονός ότι παρατηρήθηκαν κάποια ολισθήματα και αστοχίες σε αποφάσεις και στην επιλογή μελών του κυβερνητικού σχήματος, συνεργατών και συμβούλων, για τις οποίες ενδείκνυνται άμεσες διορθωτικές κινήσεις, δεδομένου ότι η άμεση και περαιτέρω αναδόμηση του κυβερνητικού σχήματος, των συνεργατών και των συμβούλων του Προέδρου είναι επιτακτική ανάγκη. Εντούτοις, οι εν γένει κριτικές της αντιπολίτευσης, σε συνδυασμό με την ερμηνεία των δημοσκοπικών τάσεων, προσπαθούν να σκιαγραφήσουν ένα αφήγημα δυσλειτουργίας και αδράνειας. Όμως, μια προσεκτική ανάλυση των δεδομένων υποδεικνύει ότι η κυβερνητική δράση, μακριά από επιφανειακές εντυπώσεις, στηρίζεται σε συνεπή στρατηγική, ρεαλιστικές παρεμβάσεις, δημιουργικό και εκσυγχρονιστικό έργο, και θεσμική υπευθυνότητα.

Η πολιτική ρητορική των κομμάτων της αντιπολίτευσης έχει εστιάσει σε χαρακτηρισμούς όπως «στασιμότητα», «ασυντονιστία», «έλλειψη οράματος», «επικοινωνιακές εξαγγελίες» και «συγκυριακή πολιτική». Αυτοί οι χαρακτηρισμοί ανακυκλώνονται σχεδόν αυτούσιοι εδώ και πλέον των δύο χρόνων, χωρίς όμως να συνοδεύονται από πειστικές, τεκμηριωμένες και υλοποιήσιμες εναλλακτικές προτάσεις. Η πολεμική ενάντια στην Κυβέρνηση φαίνεται να προτάσσει την αποδόμηση της κυβερνητικής εικόνας, και όχι τη δημιουργική συμβολή σε μια σοβαρή δημόσια πολιτική συζήτηση και εποικοδομητική συνέργεια. Η διακυβέρνηση Χριστοδουλίδη, προφανώς επέλεξε να προχωρήσει με θεσμικές τομές και βαθιές, εκ φύσεως μακροχρόνιες, μεταρρυθμίσεις, αναλαμβάνοντας πολιτικό κόστος, δίχως να βασίζεται σε κομματικές πλάτες. Η επιμονή σε τομές, όπως πρωτοβουλίες για επίλυση του Κυπριακού σε συνδυασμό με ευρωπαϊκές και γεωπολιτικές στρατηγικές, η μεταρρύθμιση της Δικαιοσύνης, η φορολογική μεταρρύθμιση, η προώθηση της ψηφιακής διακυβέρνησης, η ενίσχυση της διαφάνειας και της εργατικής ειρήνης, ο εκσυγχρονισμός και ουσιαστική μεταρρύθμιση στο εκπαιδευτικό σύστημα, η προώθηση της έρευνας, καινοτομίας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επαναπατρισμού επιστημόνων, τεχνοκρατών και επιχειρηματιών, καθώς και η προσέλκυση ξένων επενδύσεων, δείχνουν μια σαφή στρατηγική: όχι επικοινωνιακά πυροτεχνήματα, αλλά στέρεες βάσεις.

Η σύγχρονη διακυβέρνηση, ιδιαίτερα σε κράτη με δομικές αδυναμίες και παγιωμένες νοοτροπίες, δεν μπορεί να λειτουργεί με όρους άμεσης ανταποδοτικότητας. Οι βαθιές τομές χρειάζονται χρόνο για να αποδώσουν. Αυτό δεν συνάδει με την πολιτική λογική της «εντυπωσιακής κίνησης» που κυριαρχεί σε περιόδους κρίσεων ή έντονου πολιτικού ανταγωνισμού. Η Κυβέρνηση επέλεξε προφανώς μια προσέγγιση θεσμικής ωρίμανσης. Προχώρησε σε επανεκκίνηση της διοικητικής μηχανής με στόχο τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα και αποτελεσματικότητα των θεσμών. Οι παρεμβάσεις σε τομείς όπως η Δικαιοσύνη, η Υγεία, η Παιδεία, η πράσινη ανάπτυξη, το σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, δεν μπορούν να αποδώσουν σε δημοσκοπικό χρόνο, αλλά χρειάζονται στρατηγική υπομονή. Η επιλογή αυτή, φυσικά, συνεπάγεται απώλεια επικοινωνιακής υπεραξίας. Η Κυβέρνηση, προφανώς, δεν επενδύει σε συνθηματολογική ρητορική, αλλά σε διαβουλεύσεις, στρατηγικό και θεσμικό σχεδιασμό, και ρεαλισμό. Και αυτό δεν είναι πάντοτε δημοφιλές.

Η καταγραφή μείωσης της δημοτικότητας του Προέδρου σε πρόσφατες δημοσκοπήσεις έδωσε τροφή για σχόλια και εύκολες ερμηνείες. Ωστόσο, η ερμηνεία των ευρημάτων αυτών πρέπει να γίνεται με προσοχή. Οι δημοσκοπήσεις δεν είναι απόλυτοι δείκτες αποδοχής ή απόρριψης του κυβερνητικού έργου. Αντανακλούν τάσεις, διαθέσεις και στιγμιαίες αποτιμήσεις, συχνά επηρεασμένες από συγκυρίες, εσωτερικές και εξωτερικές. Η παγκόσμια εμπειρία έχει δείξει ότι οι κυβερνήσεις που αναλαμβάνουν να διαχειριστούν κρίσεις και να προχωρήσουν σε δύσκολες μεταρρυθμίσεις, όπως συνέβη και σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά το 2008, συχνά υφίστανται πρόσκαιρη φθορά. Αυτό δεν σημαίνει πως απέτυχαν, αλλά πως η κοινωνία διαχειρίζεται με δυσκολία τις αλλαγές, ιδίως όταν αυτές απαιτούν ανατροπή παγιωμένων αντιλήψεων ή περιορισμό βολικών προνομίων. Στην Κύπρο, επιπρόσθετος παράγοντας είναι η κοινωνική κόπωση. Οι πολίτες βιώνουν τις συνέπειες διεθνών κρίσεων, όπως είναι η ενεργειακή ακρίβεια, ο πληθωρισμός, οι υγειονομικές απειλές, το μεταναστευτικό, που επιβαρύνουν την καθημερινότητα και προκαλούν συλλογικό άγχος. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, η προσδοκία για «άμεσα αποτελέσματα» είναι έντονη, ακόμη και όταν η ίδια η πραγματικότητα το καθιστά ανέφικτο.

Η πολιτική ηγεσία δεν μπορεί να κυβερνά αποκλειστικά με γνώμονα τις μετρήσεις. Η επιτυχία μιας διακυβέρνησης κρίνεται από το θεσμικό και κοινωνικό της αποτύπωμα, και όχι από την πρόσκαιρη αποδοχή. Η Κυπριακή Δημοκρατία εισέρχεται σε νέα φάση, με ενισχυμένο γεωπολιτικό ρόλο, αυξημένες απαιτήσεις πολιτών για διαφάνεια και ανάγκη για λειτουργικό κράτος. Η παρούσα Κυβέρνηση έχει προφανώς θέσει το πλαίσιο μετάβασης, αναβαθμίζοντας τη διεθνή εικόνα, ενισχύοντας συνεργασίες στην Ανατολική Μεσόγειο και επενδύοντας σε Παιδεία, Έρευνα, πράσινη και ψηφιακή ανάπτυξη, Δικαιοσύνη, Οικονομία και πάταξη της διαφθοράς. Παρά τις κριτικές, επιδιώκει να αποτρέψει εκτροχιασμό θεσμών, να θωρακίσει την Οικονομία, να ενισχύσει την κοινωνική συνοχή, να εκσυγχρονίσει Υγεία και Παιδεία και να διατηρήσει πολιτική σταθερότητα. Προφανώς πρόκειται για μια κυβερνητική επιλογή να πορευτεί χωρίς δογματισμούς, με διαβούλευση και χωρίς αποκλεισμούς, που ενδεχομένως να μην εντυπωσιάζει με άμεσα αποτελέσματα, αλλά να είναι αυτή που μπορεί να οδηγήσει σε μια σταδιακή και ουσιαστική αναγέννηση και εκσυγχρονισμό. Η μεταρρύθμιση του κράτους δεν είναι έργο εντυπώσεων. Είναι έργο θεμελίωσης, και είναι αυτό ακριβώς που αναμένεται από τη σημερινή Κυβέρνηση. Η αντιπολίτευση οφείλει να υπερβεί τον αυτόματο αρνητισμό και να προτείνει εποικοδομητικές, ρεαλιστικές και τεκμηριωμένες ιδέες, ώστε να υπάρξει ουσιαστικός διάλογος και υπεύθυνη πολιτική συνέργεια.

Συμπερασματικά, ο πολιτικός ανταγωνισμός δεν πρέπει να γίνεται εις βάρος της πολιτικής σταθερότητας και της θεσμικής αξιοπιστίας. Η παρούσα διακυβέρνηση προφανώς επέλεξε έναν δύσκολο δρόμο, όχι αυτόν της ευκολίας, αλλά της μεταρρυθμιστικής ευθύνης. Το ερώτημα που τίθεται δεν είναι αν θα καταφέρει να διατηρήσει τη δημοφιλία της, αλλά αν η χώρα θα ακολουθήσει τον δρόμο της συνέπειας, της θεσμικής ωριμότητας και του σύγχρονου κράτους, αναγνωρίζοντας, φυσικά, ολισθήματα και αστοχίες και προχωρώντας άμεσα σε αναδόμηση του κυβερνητικού σχήματος. Η μακροπρόθεσμη επιτυχία αυτής της διακυβέρνησης δεν θα κριθεί από δηλώσεις, ή δελτία Τύπου, ή αναρτήσεις στα κοινωνικά δίκτυα, ή δημοσιογραφικές διασκέψεις, ή ποσοστά ενός πίνακα δημοσκόπησης. Θα κριθεί στο τέλος της θητείας της από το αν ήταν αποτελεσματική στην επιτυχή ολοκλήρωση του μεγαλεπήβολου προγράμματος διακυβέρνησης, αν το κράτος εκσυγχρονίστηκε και λειτούργησε πιο αποτελεσματικά, αν η κοινωνία είδε βελτίωση του βιοτικού της επιπέδου και ένιωσε πιο δίκαιη αντιμετώπιση, και αν οι νέες γενιές βρήκαν σ’ αυτήν τη διακυβέρνηση την ελπίδα και την προοπτική για ένα καλύτερο αύριο.

*Πανεπιστημιακός-Ανθρωπολόγος, πρώην Πρύτανης.