Αναλύσεις

Κύπρος και Ισραήλ: Στρατηγική Συμμαχία Ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο

Η Ανατολική Μεσόγειος βρίσκεται σε μια περίοδο βαθιών γεωπολιτικών ανακατατάξεων, με τη ρευστότητα που προκύπτει από τη σταδιακή κατάρρευση της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής ασφαλείας να δημιουργεί ευκαιρίες, αλλά και σοβαρούς κινδύνους. Σε αυτό το περιβάλλον, παρατηρείται η ενίσχυση αναθεωρητικών δυνάμεων, με κυριότερη την Τουρκία, η οποία, καθοδηγούμενη από μεγαλοϊδεατικά οράματα περί ανασύστασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ακολουθεί μια επιθετική εξωτερική πολιτική σε Αιγαίο, Κύπρο, Συρία, Λιβύη και γενικότερα σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο.

Η πολιτική αυτή, που συνδυάζει στρατιωτική επιθετικότητα με υβριδικές απειλές και γεωπολιτική εργαλειοποίηση ζητημάτων όπως η μετανάστευση, θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια όχι μόνο της Κύπρου και της Ελλάδας, αλλά και του Ισραήλ. Το Ισραήλ, χώρα με εξαιρετικά περιορισμένο στρατηγικό βάθος, απειλείται διαχρονικά από σειρά εχθρικών περιφερειακών δυνάμεων, μεταξύ των οποίων και η Τουρκία. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η Κύπρος αναδεικνύεται ως ο μοναδικός σταθερός και αξιόπιστος σύμμαχος του Ισραήλ στην περιοχή. Η σημασία της Κυπριακής Δημοκρατίας για την ασφάλεια του Ισραήλ δεν μπορεί να υποτιμηθεί. Η γεωγραφική της θέση, η πολιτική της σταθερότητα και η στρατηγική της εμβέλεια προσδίδουν στο εβραϊκό κράτος το στρατηγικό βάθος που τόσο έχει ανάγκη – όχι μόνο σε περίοδο ειρήνης, αλλά κυρίως σε περιόδους κρίσεων και πολέμου.

Σε αυτό το πλαίσιο, η αμυντική συνεργασία Κύπρου–Ισραήλ δεν είναι απλώς επιθυμητή· είναι αναγκαία. Η ενίσχυση της στρατιωτικής συνεργασίας –με κοινές ασκήσεις, ανταλλαγή τεχνογνωσίας, στρατιωτικές διευκολύνσεις και διαλειτουργικότητα των Ενόπλων Δυνάμεων– αποτελεί πυλώνα ασφάλειας για ολόκληρη την περιοχή. Είναι απόλυτα λογικό και συνετό η Κυπριακή Δημοκρατία να επενδύσει σε αυτή τη σχέση, παραχωρώντας τις απαραίτητες διευκολύνσεις στο Ισραήλ, όχι ως παραχώρηση, αλλά ως επένδυση στην ίδια της την ασφάλεια.

Η στρατηγική αυτή προσέγγιση δεν γεννήθηκε τυχαία. Αποτελεί προϊόν της συνειδητής επιλογής της κυβέρνησης Χριστοδουλίδη, η οποία, σε αντίθεση με προηγούμενες κυβερνήσεις που υιοθέτησαν στάση αναμονής ή ακόμη και αδράνειας σε ζητήματα άμυνας, έθεσε εξαρχής ως προτεραιότητα την ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Για πρώτη φορά, γίνεται πράξη μια συνολική πολιτική που αντιμετωπίζει την Κύπρο όχι ως ουδέτερο παρατηρητή των εξελίξεων, αλλά ως ενεργό παράγοντα ασφάλειας.

Η κυβέρνηση Χριστοδουλίδη πρέπει να αναγνωριστεί για το γεγονός ότι είναι η πρώτη στην ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας που έθεσε ξεκάθαρα την άμυνα στο επίκεντρο της εθνικής της πολιτικής. Κατάφερε, μεθοδικά και χωρίς ακραίους τόνους, να οικοδομήσει στρατηγικές συμμαχίες που βασίζονται σε κοινά συμφέροντα, κοινές απειλές και κοινούς γεωπολιτικούς στόχους. Αυτές οι κινήσεις ενισχύουν την αξιοπιστία της Κυπριακής Δημοκρατίας ως εταίρου και μετατρέπουν την Κύπρο σε παράγοντα σταθερότητας μέσα σε μια ταραχώδη γεωγραφική ζώνη.

ΚΡΙΣ ΜΙΧΑΗΛ 2.jpg

Αντί, λοιπόν, να επικρίνεται αυτή η πολιτική, οφείλουμε να τη στηρίξουμε. Δυστυχώς, η εσωτερική αντιπολίτευση, και κυρίως το ΑΚΕΛ, επιλέγει σε πολλές περιπτώσεις να εστιάζει στη μικροπολιτική, ακόμη και σε ζητήματα που άπτονται της εθνικής ασφάλειας. Οι δημόσιες τοποθετήσεις που καταδικάζουν την αμυντική συνεργασία με το Ισραήλ όχι μόνο δεν προσφέρουν κάτι ουσιαστικό στον δημόσιο διάλογο, αλλά ενισχύουν –έστω και ακούσια– τα τουρκικά αφηγήματα. Η Τουρκία ήδη απειλεί ευθέως την Κύπρο με δεύτερη εισβολή, την ίδια ώρα που πολιτικοί της αντιπολίτευσης δαιμονοποιούν την ενίσχυση της Εθνικής Φρουράς.

Ακόμη χειρότερα, παραγνωρίζεται το γεγονός ότι το Ισραήλ υπήρξε η μόνη χώρα που ανταποκρίθηκε θετικά στην κυπριακή πρόσκληση για ουσιαστική στρατιωτική συνεργασία. Την ίδια ώρα, η Ελλάδα, παρά τη στενή ιστορική, πολιτισμική και εθνική της σχέση με την Κύπρο, δεν ανταποκρίθηκε στον βαθμό που θα ανέμενε κανείς, αφήνοντας κενό που το Τελ Αβίβ έσπευσε να καλύψει. Η γεωπολιτική δεν έχει χώρο για συναισθηματισμούς – έχει χώρο για συμφέροντα, συνέργειες και στρατηγική.

Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να υπάρξει απόλυτη σαφήνεια και προς τα έξω. Η Τουρκία δεν μπορεί να διεκδικεί ρόλο "εγγυητή" ή "φρουρού" της ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο, είτε μέσω του ΝΑΤΟ είτε μέσω μηχανισμών της ΕΕ όπως το SAFE. Όσοι, εντός της Ευρώπης ή του ΝΑΤΟ, επιδιώκουν να εντάξουν την Τουρκία σε τέτοιους θεσμούς, πρέπει να γνωρίζουν πως για να περάσει η Άγκυρα την "πύλη" του SAFE, απαιτείται ομοφωνία – και αυτή δεν πρόκειται να υπάρξει, όσο κατέχει εδάφη ευρωπαϊκής χώρας και συνεχίζει να απειλεί δύο κράτη-μέλη της ΕΕ και του ΟΗΕ.

Οι προκλήσεις είναι τεράστιες, αλλά η συγκυρία ίσως αποδειχθεί ιστορική. Για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες, τόσο η Αθήνα όσο και η Λευκωσία δείχνουν να έχουν εγκαταλείψει την πολιτική της σιωπής και της παθητικής παρακολούθησης. Η δυναμική στάση της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στις προκλήσεις της Άγκυρας –είτε στον Έβρο είτε στο Αιγαίο– δίνει ελπίδα.

Αντίστοιχα, η Κύπρος επανατοποθετείται στρατηγικά με τρόπο που θυμίζει τη χαμένη αποφασιστικότητα των δεκαετιών του ’80 και του ’90, όταν το ενιαίο αμυντικό δόγμα με την Ελλάδα δεν ήταν σύνθημα, αλλά δόγμα δράσης.

Ίσως είναι καιρός να θυμηθούμε ότι τα εθνικά δίκαια δεν διασφαλίζονται με ευχές, αλλά με πράξεις. Και η πράξη, σε αυτή τη συγκυρία, λέγεται στρατηγική εμβάθυνση της συμμαχίας με το Ισραήλ, επένδυση στην άμυνα και ενίσχυση των αποτρεπτικών μας μηχανισμών. Η αμυντική συνεργασία με το Ισραήλ δεν είναι απειλή, αλλά ασπίδα. Και η Κύπρος έχει ανάγκη από ασπίδες, όχι αυταπάτες.