Αναλύσεις

Δύσκολη εξίσωση για την Κυβέρνηση η επιστροφή 67,2 εκ. για Βασιλικό

Από ενεργειακή αυτονομία σε δημοσιονομικό εφιάλτη

Η υπόθεση του τερματικού υγροποιημένου φυσικού αερίου στο Βασιλικό εξελίσσεται σε μιαν από τις πλέον δαπανηρές και επώδυνες ιστορίες για την Κυπριακή Δημοκρατία.

Η επιστολή του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού CINEA, με την οποία απορρίπτεται οριστικά η επιχειρηματολογία της Λευκωσίας και απαιτείται η επιστροφή 67,2 εκατομμυρίων ευρώ μέχρι τις 6 Νοεμβρίου 2025, σηματοδοτεί το τέλος κάθε ελπίδας για ανατροπή της απόφασης.

Η επιστολή ήρθε για να επιβεβαιώσει το όργιο παρατυπιών και κακοδιαχείρισης του έργου, με αποτέλεσμα να καλείται ο φορολογούμενος να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη για να καλύψει την αξία του έργου.

Σημειώνεται πως μέχρι στιγμής έχουν χορηγηθεί 73 εκατομμύρια ευρώ από τη συνολική προβλεπόμενη ευρωπαϊκή χρηματοδότηση ύψους 101 εκατομμυρίων ευρώ, εκ των οποίων τα 67,2 εκ. ζητούνται πίσω. Το υπόλοιπο ποσό, όπως εκτιμά, αφορά μελέτες που εκπονήθηκαν πριν από την κατακύρωση του έργου.

Η εξέλιξη αυτή δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία. Από τον Ιούλιο του 2024 είχε διαφανεί πως δεν θα έκαναν πίσω στην ΕΕ, καθώς τα ευρήματα τόσο της Ελεγκτικής Υπηρεσίας όσο και των ευρωπαϊκών θεσμών έδειχναν σοβαρές παρατυπίες στη διαδικασία κατακύρωσης του έργου.

Η τελεσίδικη απόρριψη όμως και η δέσμευση για επιστροφή του ποσού μέσα σε λίγες εβδομάδες αποτελούν δύσκολη εξίσωση για την Κυβέρνηση.

Το χρονικό μιας αποτυχίας

Το 2017 η Λευκωσία εξασφάλισε 101 εκατομμύρια ευρώ από τα ευρωπαϊκά ταμεία για τη δημιουργία τερματικού στο Βασιλικό για εισαγωγή και επαναεριοποίηση LNG. Το έργο παρουσιάστηκε ως κομβικό για την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας και ως μοχλός για απεξάρτηση από τα ρυπογόνα καύσιμα.

Η ΔΕΦΑ ανέλαβε τον διαγωνισμό, με αποτέλεσμα το 2019 η σύμβαση να κατακυρωθεί σε κοινοπραξία υπό την κινεζική CPP. Από την αρχή, ωστόσο, η διαδικασία συνοδεύτηκε από σοβαρές ενστάσεις: η βαθμολογία της κοινοπραξίας βρισκόταν κάτω από το ελάχιστο απαιτούμενο, ενώ εντοπίστηκαν κενά ως προς την εμπειρία μίας εκ των συμμετεχουσών εταιρειών. Παρά τις προειδοποιήσεις της Ελεγκτικής Υπηρεσίας και του Γενικού Λογιστηρίου, η Κυβέρνηση Αναστασιάδη έδωσε πολιτική έγκριση για την υπογραφή της σύμβασης, ανοίγοντας τον δρόμο για μια πορεία γεμάτη εμπόδια.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, η πρόοδος υπήρξε αποσπασματική και συχνά προβληματική. Σημαντικότερη καμπή ήταν η απόφαση για αύξηση κατά 25 εκατομμύρια της αξίας του συμβολαίου, με επίκληση των διεθνών ανατροπών λόγω πανδημίας. Η κίνηση αυτή θεωρήθηκε παράτυπη, επιβεβαιώνοντας τις ανησυχίες για τον τρόπο με τον οποίο η Κυπριακή Δημοκρατία χειρίστηκε την υπόθεση.

Το καλοκαίρι του 2024, η ίδια η CPP αποχώρησε, ακυρώνοντας ουσιαστικά τη «βαριά» σύμβαση που είχε υπογραφεί. Το έργο είχε ήδη απορροφήσει περισσότερα από 250 εκατομμύρια ευρώ, ενώ παρέμεναν εκκρεμή κατασκευαστικά έργα που εκτιμάται ότι θα χρειαστούν άλλα 100 με 150 εκατομμύρια για να ολοκληρωθούν.

Η καταγγελία του τότε Γενικού Ελεγκτή Οδυσσέα Μιχαηλίδη προς τα ευρωπαϊκά όργανα αποτέλεσε καταλύτη. Το Ελεγκτικό Συνέδριο της ΕΕ και ο CINEA διερεύνησαν τις καταγγελίες και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι παρατυπίες δεν ήταν τυπικές, αλλά ουσιαστικές.

Η κοινοπραξία έπρεπε να είχε αποκλειστεί εξ αρχής λόγω χαμηλής βαθμολογίας, δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις εμπειρίας, ενώ η αύξηση της αξίας του συμβολαίου έγινε χωρίς επαρκή νομική βάση. Μπροστά σε αυτά τα δεδομένα, ο CINEA ζήτησε την επιστροφή των ποσών που είχαν ήδη εκταμιευθεί. Όπως πληροφορείται η «Σ», δύο προσπάθειες της Κυπριακής Δημοκρατίας να μεταπείσουν τον ευρωπαϊκό μηχανισμό απέτυχαν.

Η εξέλιξη αυτή έφερε πολύωρη σύσκεψη υπό τον Γενικό Εισαγγελέα, με τη συμμετοχή του Υπουργού Ενέργειας Γιώργου Παπαναστασίου και άλλων φορέων. Σύμφωνα με πληροφορίες, στη συνάντηση συζητήθηκε η υποχρέωση επιστροφής των χρημάτων και το πώς θα εξασφαλιστεί η πληρωμή χωρίς περαιτέρω επιβαρύνσεις από τόκους ή κυρώσεις, καθώς και η ανάγκη εξεύρεσης νέου εργολάβου που θ’ αναλάβει την ολοκλήρωση του τερματικού στο Βασιλικό.

Εν αναμονή νομικής συμβουλής

Αυτήν τη στιγμή, το Υπουργείο Ενέργειας βρίσκεται σε στάση αναμονής αναφορικά με το αίτημα για επιστροφή της χορηγίας. Όπως διεμήνυσε ο Γιώργος Παπαναστασίου, η τελική απόφαση για τις περαιτέρω ενέργειες του Υπουργείου θα ληφθεί μετά τη λήψη νομικής συμβουλής από τους εξειδικευμένους Βρετανούς νομικούς συμβούλους της Νομικής Υπηρεσίας.

Ερωτηθείς για το ενδεχόμενο έφεσης κατά της απόφασης του CINEA, ο Υπουργός τόνισε πως όλα τα σενάρια παραμένουν ανοιχτά, αλλά πρωτίστως θα πρέπει ν’ αξιολογηθούν οι νομικές παράμετροι.

Όπως εξήγησε ο κ. Παπαναστασίου, το πρόβλημα ξεκίνησε πριν από περίπου έναν χρόνο, μετά από καταγγελία που σχετίζεται με τη διαδικασία ανάθεσης του έργου στην κινεζική κοινοπραξία. Η καταγγελία αυτή φαίνεται να ενεργοποίησε τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Ελεγκτών, ο οποίος ενημέρωσε τον CINEA, οδηγώντας στην απόφαση για επιστροφή μέρους της χορηγίας.

Η Ελεγκτική Υπηρεσία της Κύπρου φέρεται να έπαιξε ρόλο στην εξέλιξη, καθώς, σύμφωνα με τον Υπουργό, οι πληροφορίες της αποτέλεσαν βάση για την ευρωπαϊκή έκθεση, η οποία κατέληξε ότι η ανάθεση του έργου ήταν εσφαλμένη. Μάλιστα, η τελική απόφαση χαρακτηρίζεται ως τελεσίδικη, με τον CINEA να απορρίπτει τις εξηγήσεις που είχαν δοθεί από την κυπριακή πλευρά την περασμένη άνοιξη.

Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, ωστόσο, δεν έχει καμία πρόθεση ν’ ανακαλέσει ή να τερματίσει το δάνειο που έχει παραχωρήσει στην Εταιρεία Υποδομών Φυσικού Αερίου για το έργο στο Βασιλικό, δήλωσε ο Αντιπρόεδρος της ΕΤΕπ, Κυριάκος Κακουρής.

Σε δηλώσεις του, στο περιθώριο της τελετής υπογραφής συμφωνιών με το Υπουργείο Οικονομικών, ο κ. Κακουρής τόνισε ότι η ΕΤΕπ παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις και βρίσκεται σε διαρκή επικοινωνία με την ΕΤΥΦΑ, τη ΔΕΦΑ και το Υπουργείο Ενέργειας. «Δεν υπάρχει προς το παρόν καμία σκέψη για ανάκληση ή διακοπή της χρηματοδότησης· αντίθετα, στόχος μας είναι να στηρίξουμε την κυπριακή Κυβέρνηση στην προσπάθεια εισαγωγής φυσικού αερίου στη χώρα», ανέφερε, επισημαίνοντας τη σημασία του έργου για την κυπριακή οικονομία.

Ο Υπουργός Οικονομικών, Μάκης Κεραυνός, από την πλευρά του, υπογράμμισε ότι το Υπουργείο παρακολουθεί προσεκτικά την υπόθεση και θα εξετάσει κάθε πτυχή, ώστε να την διαχειριστεί «με τον πιο κατάλληλο τρόπο».

«Οσμή σκανδάλου»

Βουλευτές τόνισαν στη «Σ» ότι το έργο αποτελεί κρίσιμο πυλώνα για την ενεργειακή στρατηγική της χώρας, με στόχο τη μείωση του κόστους ηλεκτρισμού και την αξιοποίηση τόσο των κοιτασμάτων φυσικού αερίου όσο και των ΑΠΕ. Ωστόσο, όπως επισημάνθηκε, οι συμφωνίες που έγιναν για την κατασκευή του τερματικού και του σχετικού πλοίου παρουσιάζουν σοβαρά προβλήματα και κενά, τα οποία πλέον διερευνώνται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.

Επεσήμαναν ότι η επιστροφή επιχορήγησης ύψους 67 εκατομμυρίων ευρώ θα μετακυλιστεί στον φορολογούμενο πολίτη. Γι’ αυτό τονίστηκε πως οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν εγείρουν υποψίες σκανδάλου και πρέπει να διερευνηθούν πλήρως, τόσο από τα ευρωπαϊκά όσο και από τα κυπριακά όργανα.

Παράλληλα, υπογραμμίστηκε ότι, ανεξάρτητα από τις ευθύνες και τα λάθη που έγιναν στο παρελθόν, το έργο δεν μπορεί να εγκαταλειφθεί. Όπως ειπώθηκε, η Κυπριακή Δημοκρατία και οι καταναλωτές επιβαρύνονται καθημερινά με περίπου ένα εκατομμύριο ευρώ λόγω της καθυστέρησης, γεγονός που καθιστά επιτακτική την άμεση λήψη αποφάσεων.

Ασκείται επίσης κριτική στην Κυβέρνηση για αργοπορία, έλλειψη αποφασιστικότητας και συνεχή καταφυγή σε νέες μελέτες και συμβούλους αντί για ουσιαστική πρόοδο. Παράλληλα, γίνεται λόγος για ευθύνες προηγούμενων κυβερνήσεων, που προχώρησαν σε συμβάσεις με ακατάλληλες εταιρείες.

Το ΑΚΕΛ, πάντως, προτίθεται τις επόμενες ημέρες να αποστείλει επιστολή προς την Αρχή κατά της Διαφθοράς, με την οποία θα ζητείται η διερεύνηση πιθανών φαινομένων διαφθοράς που σχετίζονται με τις συμφωνίες για το τερματικό στο Βασιλικό, καθώς και την ηλεκτρική διασύνδεση.

Η μεγάλη πρόκληση

Η απώλεια 67 εκατομμυρίων ευρώ και η ανάγκη εξεύρεσης επιπλέον 100 με 150 εκατομμυρίων για την ολοκλήρωση του έργου δημιουργούν ένα ασφυκτικό πλαίσιο. Ταυτόχρονα, η αξιοπιστία του κράτους σε επίπεδο ΕΕ δοκιμάζεται, ενώ στο εσωτερικό αναζωπυρώνεται η αντιπαράθεση για το ποιος φέρει την πολιτική ευθύνη.

Το τερματικό στο Βασιλικό θα μπορούσε ν’ αποτελέσει ορόσημο για την ενεργειακή πολιτική της χώρας. Αντί γι’ αυτό, μέχρι στιγμής λειτουργεί ως σταθμός κακοδιαχείρισης. Η αύξηση του κόστους, οι καθυστερήσεις και η τελική εγκατάλειψη του έργου δημιουργούν μια εικόνα που πλήττει σοβαρά την αξιοπιστία της χώρας. Επιπλέον, η απαίτηση επιστροφής των ευρωπαϊκών χρημάτων αποτελεί σαφή ένδειξη ότι η Κύπρος δεν αντιμετωπίζεται πλέον με επιείκεια από την ΕΕ.

Η μεγάλη πρόκληση που απομένει για την Κυβέρνηση είναι ν’ αποδείξει ότι το έργο μπορεί ακόμη να σωθεί, να ολοκληρωθεί και να υπηρετήσει τον στρατηγικό του σκοπό.