Η δοκιμασία της Δικαιοσύνης και η ευθύνη της κοινής γνώμης

Οι υποθέσεις που συνδέθηκαν με το πρόγραμμα των «χρυσών διαβατηρίων» δοκιμάζουν όχι μόνο τους θεσμούς, αλλά και την ωριμότητα της κοινωνίας μας απέναντι στη δικαιοσύνη, στη δημόσια κριτική και στη δημοκρατία.
Τα τελευταία πέντε χρόνια, η κυπριακή κοινωνία παρακολουθεί με έντονο ενδιαφέρον αλλά και προβληματισμό τη δικαστική πορεία υποθέσεων που σχετίζονται με το κυπριακό επενδυτικό πρόγραμμα. Δύο δημόσια πρόσωπα, ο κ. Δημήτρης Συλλούρης και ο κ. Χριστάκης Τζιοβάνης, βρέθηκαν στο επίκεντρο ενός διεθνούς ρεπορτάζ και έκτοτε βρίσκονται αντιμέτωποι με κατηγορίες, αλλά και με ένα κλίμα κοινωνικής και δημοσιογραφικής πίεσης, που δημιουργεί ερωτήματα για την ισορροπία ανάμεσα στον έλεγχο της εξουσίας και στον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Οι αποκαλύψεις του διεθνούς δικτύου Al Jazeera το 2020 δημιούργησαν έναν επικοινωνιακό σεισμό γύρω από τις διαδικασίες παραχώρησης κυπριακής υπηκοότητας μέσω επενδύσεων. Το ρεπορτάζ, βασισμένο σε βίντεο και συνομιλίες που καταγράφηκαν εν αγνοία των προσώπων που συμμετείχαν, προκάλεσε πολιτική και κοινωνική θύελλα. Πέραν του γεγονότος ότι οι καταγραφές αυτές έγιναν χωρίς επίσημο ή θεσμικό έλεγχο, πολλά ερωτήματα διατυπώθηκαν για την εγκυρότητα του υλικού, τη μεθοδολογία του ρεπορτάζ και τη σκοπιμότητα της χρονικής συγκυρίας δημοσίευσής του.
Σε κάθε περίπτωση, οι αρμόδιες αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας κίνησαν τις νόμιμες διαδικασίες, και η υπόθεση οδηγήθηκε ενώπιον της δικαιοσύνης. Από τότε και μέχρι σήμερα, οι κατηγορούμενοι βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου και έχουν τη δυνατότητα να υπερασπιστούν τη θέση τους, όπως προβλέπει το νομικό μας σύστημα.
Όμως, σε αυτήν την πενταετή πορεία, δεν λείπουν φαινόμενα που προκαλούν ανησυχία: η κοινωνική καταδίκη, τα «λαϊκά δικαστήρια» των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, και ο ορυμαγδός καταγγελιών που εκφράζονται δημόσια χωρίς την τεκμηρίωση που απαιτείται από ένα κράτος δικαίου.
Η καταγραφή γνώμης είναι απολύτως θεμιτή σε μια ελεύθερη κοινωνία. Ωστόσο, όταν η έκφραση αυτής της γνώμης γίνεται σε τόνο επιθετικό, με προεξοφλούμενα συμπεράσματα και χωρίς σεβασμό στην αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, τότε διαταράσσεται η λεπτή ισορροπία ανάμεσα στη δημοκρατική ελευθερία και στη δικαστική ανεξαρτησία.
Τα δικαστήρια είναι οι μόνοι θεσμοί που μπορούν να αποδώσουν δικαιοσύνη. Κανένα ρεπορτάζ, καμία εκπομπή και κανένα hashtag δεν μπορούν – ούτε πρέπει – να υποκαθιστούν την κρίση των δικαστών. Κάθε άλλη προσέγγιση οδηγεί στον κίνδυνο κοινωνικής στοχοποίησης και ηθικής απαξίωσης προσώπων, χωρίς αυτά να έχουν δικαιωθεί ή καταδικαστεί από αρμόδιο δικαστήριο.
Παράλληλα, στην κοινή γνώμη κυριαρχεί και το εξής ερώτημα: γιατί για ορισμένα σκάνδαλα υπάρχει υπερβολική προβολή και αυστηρότητα, ενώ για άλλα – εξίσου ή και περισσότερο σοβαρά – φαίνεται να υπάρχει σχετική σιωπή ή επιείκεια; Το κλείσιμο των Κυπριακών Αερογραμμών, η κατάρρευση του Συνεργατισμού, οι ζημιές των αξιόγραφων, τα δάνεια χωρίς εγγυήσεις, είναι όλα γεγονότα που στοίχισαν δισεκατομμύρια στην κυπριακή οικονομία. Πόσοι έχουν λογοδοτήσει για αυτά και με ποιο τρόπο;
Σε αυτό το σημείο, δεν πρόκειται για συμψηφισμό ευθυνών. Πρόκειται για τη θεμελιώδη ανάγκη ίσης αντιμετώπισης ενώπιον του νόμου, διαφάνειας και ισονομίας. Οι πολίτες θέλουν – και δικαιούνται – να βλέπουν ότι η δικαιοσύνη εφαρμόζεται με τον ίδιο τρόπο για όλους. Ότι δεν υπάρχουν «εύκολοι στόχοι» και «προστατευμένοι κύκλοι».
Η ελπίδα είναι ότι οι έρευνες και οι δικαστικές διαδικασίες θα προχωρήσουν ως το τέλος, με πλήρη διαφάνεια, χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις και χωρίς άδικη πίεση. Εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι τα κατηγορούμενα πρόσωπα είναι αθώα, τότε η δημόσια αποκατάστασή τους οφείλει να είναι εξίσου έντονη με την προηγούμενη κατακραυγή. Εάν κριθούν ένοχοι, τότε θα πρέπει να εφαρμοστούν οι προβλεπόμενες ποινές.
Σε κάθε περίπτωση, η απονομή δικαιοσύνης δεν μπορεί να είναι αντικείμενο επικοινωνιακού πολέμου, ούτε να υπηρετεί σκοπιμότητες, πολιτικές ή άλλες. Η Δικαιοσύνη πρέπει να παραμένει ανεξάρτητη, ακέραια και αμερόληπτη – γιατί μόνο έτσι εμπνέει εμπιστοσύνη στους πολίτες.
Το στοίχημα για την Κύπρο είναι μεγαλύτερο από μια υπόθεση. Είναι η ανάγκη να επαναβεβαιώσουμε την πίστη μας σε θεσμούς που λειτουργούν, σε μέσα ενημέρωσης που ερευνούν χωρίς να καταδικάζουν, και σε πολίτες που σκέφτονται πριν καταγγείλουν.
Η εποχή απαιτεί περισσότερη σοβαρότητα, περισσότερη νηφαλιότητα και λιγότερους χαρακτηρισμούς. Εάν θέλουμε μια Κύπρο πιο δίκαιη, πιο καθαρή και πιο ανθρώπινη, οφείλουμε όλοι να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων.