Η τουρκική εξοπλιστική και πολεμική κούρσα προβληματίζει
Ουσιαστικά, η Τουρκία δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε να είναι έτοιμη για κάθε ενδεχόμενο είτε γι’ αποτροπή είτε για ενεργητική επιβολή των θέσεών της
Η συζήτηση γύρω από το αν η Τουρκία ετοιμάζεται για πόλεμο έχει επανέλθει δυναμικά στο προσκήνιο, τροφοδοτούμενη από μια σειρά γεωπολιτικών, και κυρίως εξελίξεων που αφορούν την αμυντική της βιομηχανία, τις στρατιωτικές της δαπάνες, τις διπλωματικές και στρατιωτικές της συνεργασίες και τον τρόπο με τον οποίο αναδιαμορφώνει τη δομή και τη φιλοσοφία των ενόπλων δυνάμεών της. Οι ενδείξεις που συσσωρεύονται δεν σημαίνουν κατ’ ανάγκην ότι η Άγκυρα προετοιμάζει άμεσα μια στρατιωτική αναμέτρηση με γειτονικά κράτη, αλλά αναμφίβολα συγκροτούν ένα πλέγμα ενδυνάμωσης και αποτροπής, που, σε συνδυασμό με τη ρητορική της τουρκικής ηγεσίας και την αναθεωρητική της πολιτική, δημιουργούν εύλογες ανησυχίες.
Τα τελευταία χρόνια η Τουρκία επενδύει μεθοδικά στη δική της αμυντική βιομηχανία, φτάνοντας στο σημείο να καλύπτει περίπου το 80% των στρατιωτικών της αναγκών με εγχώρια παραγωγή. Σημαντικό στοιχείο αυτής της προσπάθειας είναι τα νέα συστήματα που αναπτύσσονται και δοκιμάζονται. Η Άγκυρα παρουσιάζει δικά της αντιπυραυλικά συστήματα με φιλοδοξία ν’ ανταγωνιστούν μοντέλα διεθνώς αναγνωρισμένα, όπως το ισραηλινό Iron Dome, επενδύει σε drones κάθε κατηγορίας, αναπτύσσει θωρακισμένα οχήματα, πλοία χωρίς πλήρωμα, ακόμη και σχέδια για εγχώριας κατασκευής υποβρύχια. Το κύριο άρμα μάχης Altay έχει ήδη μπει στη γραμμή παραγωγής και άρχισε να παραδίδεται, ενώ το αεροπλανοφόρο Anadolu προσφέρει στη χώρα δυνατότητες προβολής ισχύος που ξεπερνούν την Ανατολική Μεσόγειο. Όλα αυτά εντάσσονται σ’ ένα πλέγμα δημιουργίας εντυπωσιακού στρατιωτικού εκτοπίσματος, που λειτουργεί τόσο αποτρεπτικά όσο και επιθετικά, ανάλογα με τις πολιτικές σκοπιμότητες.
Η επένδυση σε πυραυλικά συστήματα αποτελεί ακόμη πιο χαρακτηριστικό δείγμα της στρατηγικής που ακολουθεί η Τουρκία. Η κυβέρνηση Ερντογάν δεσμεύθηκε για αύξηση της παραγωγής μεσαίου και μεγάλου βεληνεκούς πυραύλων, θέτοντας ως στόχο όχι μόνο την κάλυψη εθνικών αναγκών, αλλά και τη διαμόρφωση ενός ευρύτερου αποτρεπτικού πλέγματος σε ολόκληρη την περιοχή. Παράλληλα, η Άγκυρα στηρίζει τον νέο στόχο του ΝΑΤΟ για αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ μέχρι το 2035, και φιλοδοξεί να εγκαταστήσει πανεθνικό ενιαίο σύστημα αεράμυνας. Ωστόσο, οι κινήσεις της Τουρκίας δεν περιορίζονται στα στενά εθνικά σύνορα. Η χώρα επεκτείνει την παρουσία της σε ζώνες στρατηγικού ενδιαφέροντος, είτε με στρατιωτικές βάσεις είτε με συμφωνίες συνεργασίας, όπως με τη Συρία και τη Λιβύη, κινήσεις που αποκαλύπτουν στρατηγική διείσδυσης σε περιοχές κρίσιμες για την ασφάλεια της Ανατολικής Μεσογείου και της Βόρειας Αφρικής.
Στο εσωτερικό επίπεδο, οι αλλαγές που σημειώνονται στις ένοπλες δυνάμεις είναι εξίσου σημαντικές. Οι πρόσφατες αποφάσεις του Ανώτατου Στρατιωτικού Συμβουλίου καταδεικνύουν ότι το βασικό κριτήριο για την προαγωγή αξιωματικών είναι πλέον η πολιτική πίστη στον Πρόεδρο και το καθεστώς, και όχι τα στρατιωτικά τους προσόντα ή η εμπειρία. Επιπλέον, η τουρκική κυβέρνηση δεν κρύβει ότι προετοιμάζεται και για νέες μορφές πολέμου, πιο άυλες και πιο δύσκολα ανιχνεύσιμες, με Έκθεση της Εθνικής Ακαδημίας Πληροφοριών να αναφέρεται σε σενάρια υβριδικού πολέμου, προτείνοντας τη δημιουργία δικτύων συλλογής πληροφοριών ακόμη και από τον άμαχο πληθυσμό, ακόμη και από παιδιά, στο πλαίσιο μιας εθνικής προσπάθειας εσωτερικής ασφάλειας. Πρόκειται για μια ανησυχητική λογική στρατιωτικοποίησης της κοινωνίας. Επιπλέον, με προεδρική εντολή, ξεκινά και η άμεση κατασκευή καταφυγίων προστασίας σε όλους τους νομούς της, και μεγάλων αποθηκών στην ύπαιθρο για την αποθήκευση και συντήρηση τροφίμων για αντιμετώπιση κατάστασης πολέμου.
Όλα αυτά οδηγούν στο ερώτημα αν η Τουρκία πράγματι ετοιμάζεται για πόλεμο. Η απάντηση δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη. Από τη μια πλευρά, δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι επίκειται άμεση στρατιωτική επιχείρηση κατά γειτονικών κρατών. Από την άλλη, η συστηματική ενίσχυση των στρατιωτικών δυνατοτήτων, η υιοθέτηση μιας ρητορικής που συχνά επαναφέρει ζητήματα αμφισβήτησης συνόρων και διεθνούς δικαίου, καθώς και η εμπλοκή σε περιφερειακές συγκρούσεις δείχνουν ότι η Άγκυρα προετοιμάζεται για να μπορεί, αν το κρίνει σκόπιμο, να εμπλακεί σε στρατιωτικές επιχειρήσεις με αυτοπεποίθηση και πλεονέκτημα. Ουσιαστικά, η Τουρκία δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε να είναι έτοιμη για κάθε ενδεχόμενο είτε γι’ αποτροπή είτε για ενεργητική επιβολή των θέσεών της.
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία καλούνται να χαράξουν στρατηγικές που ν’ ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Ο πρώτος πυλώνας είναι η ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας. Η Ελλάδα έχει ήδη ξεκινήσει πρόγραμμα εξοπλισμών με νέες φρεγάτες και αεροσκάφη, ενώ η Κύπρος επενδύει σε αναβάθμιση της Εθνικής Φρουράς, αναβάθμιση στρατιωτικών υποδομών, απόκτηση σύγχρονου αμυντικού εξοπλισμού και αεράμυνας, και σύναψη στρατηγικών και αμυντικών συμφωνιών με φίλιες χώρες. Οι δύο χώρες θα πρέπει να επιμείνουν σε ανάπτυξη αμυντικών συστημάτων αιχμής, ιδίως σε τομείς όπως η αεράμυνα και η αντιπυραυλική προστασία, όπου η Τουρκία επενδύει συστηματικά. Παράλληλα, περαιτέρω σύσφιγξη και νομική επισημοποίηση στρατηγικών συνεργασιών με κράτη-κλειδιά της περιοχής, όπως το Ισραήλ, η Αίγυπτος, η Ιορδανία και η Ινδία, αλλά και με τη Γαλλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Βρετανία, μπορεί να δημιουργήσει μια πολυεπίπεδη ασπίδα αποτροπής.
Ο δεύτερος πυλώνας αφορά τη διπλωματία. Η Αθήνα και η Λευκωσία θα πρέπει ν’ αξιοποιήσουν όλα τα διεθνή φόρα για να προβάλουν τις θέσεις τους υπέρ του διεθνούς δικαίου και να καταστήσουν σαφές ότι η ειρήνη στην Ανατολική Μεσόγειο είναι προϋπόθεση για τη σταθερότητα της Ευρώπης. Η διασύνδεση των ελληνοτουρκικών και κυπροτουρκικών διαφορών με τα ευρύτερα συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ αποτελεί σημαντική στρατηγική επιλογή που μπορεί να περιορίσει τις μονομερείς κινήσεις της Άγκυρας.
Τρίτος πυλώνας είναι η κοινωνική ανθεκτικότητα. Σε μια εποχή που οι υβριδικές απειλές, η παραπληροφόρηση και οι κυβερνοεπιθέσεις αποτελούν καθημερινότητα, η Ελλάδα και η Κύπρος χρειάζεται να ενισχύσουν τη θωράκιση των θεσμών και των κοινωνιών τους. Η ενημέρωση των πολιτών, η ενίσχυση της κριτικής σκέψης, η εσωτερική πολιτική και κομματική σύμπνοια, η προστασία κρίσιμων υποδομών και η δημιουργία αξιόπιστων μηχανισμών πληροφόρησης μπορούν να μειώσουν την τρωτότητα απέναντι σε υβριδικές επιθέσεις που ενδέχεται να προετοιμάζουν το έδαφος για ευρύτερες κρίσεις.
Συμπερασματικά, η Τουρκία σήμερα δεν δείχνει να βρίσκεται στο κατώφλι μιας άμεσης πολεμικής αναμέτρησης με τους γείτονές της. Όμως, οι κινήσεις της συνθέτουν μια εικόνα χώρας που δεν αποκλείει καμιά επιλογή, που επενδύει στην ισχύ και προετοιμάζεται να την αξιοποιήσει εφόσον το επιτρέψουν οι συνθήκες. Για την Ελλάδα και την Κύπρο, το ζητούμενο είναι να κινηθούν ψύχραιμα και αποφασιστικά, συνδυάζοντας άμυνα, διπλωματία, και κοινωνική και πολιτική συνοχή και σύμπνοια, ώστε να δημιουργήσουν ένα πλαίσιο που να καθιστά αδιανόητη την επιλογή της Άγκυρας να καταφύγει σε πολεμική σύγκρουση.
*Καθηγητής-Ανθρωπολόγος στο Philips University, πρώην Πρύτανης.