Αναλύσεις

Η Μάχη του Μαραθώνα

Η ιστορική νίκη των Αθηναίων κατά των χρυσοφόρων Μήδων, που άλλαξε τον ρουν της Ιστορίας το 490 π.Χ.

Σαν τέτοιες μέρες πριν ακριβώς από 2.595 χρόνια η Ελλάδα άλλαξε με τα παιδιά της τον ρουν της Ιστορίας και έσωσε την Ευρώπη από την ασιατική βαρβαρότητα. Ήταν 12 του Σεπτέμβρη, του 490 προ Χριστού, όταν «Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι, χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν». Δηλαδή όταν οι Έλληνες με προμάχους τους Αθηναίους νίκησαν - έκαμψαν τη δύναμη των χρυσοφόρων Μήδων, στον κάμπο του Μαραθώνα κι έδωσαν οριστικό τέλος στις προσπάθειες του βάρβαρου Ασιάτη να σκλαβώσει την Ελλάδα και κατ’ επέκτασιν την Ευρώπη.

Στόχος της δεύτερης αυτής περσικής εκστρατείας ήταν να τιμωρηθούν οι Αθηναίοι, επειδή είχαν βοηθήσει τους αδελφούς τους Ίωνες να ξεσηκωθούν εναντίον των Περσών. Στην πραγματικότητα, όμως, η περσική εκστρατεία σκοπό είχε την υποταγή ολόκληρης της Ελλάδας κάτω από το σκήπτρο του βασιλιά Δαρείου. Αρχικός σκοπός των Περσών, κατά τον ιστορικό Ηρόδοτο, ήταν να υποτάξουν την Αθήνα και να επαναφέρουν στην εξουσία τον μηδίζοντα, δηλαδή τον πιστό σ’ αυτούς, πρώην τύραννο της Αθήνας Ιππία, γιο του Πεισίστρατου, τον οποίον είχαν μαζί τους σαν οδηγό και σύμβουλο. Περσικός στρατός και στόλος, με αρχηγούς τους κορυφαίους στρατηγούς Δάτη και Αρταφέρνη, έφτασαν στην Εύβοια. Παρέκαμψαν την Ερέτρια και έφτασαν απέναντι από τον κάμπο του Μαραθώνα. Εκεί όπου επρόκειτο να διεξαχθεί η ιστορική μάχη, που θεωρείται μια από τις σημαντικότερες της παγκόσμιας Ιστορίας και διδάσκεται ακόμα και σήμερα σε πλείστες στρατιωτικές σχολές.

Οι Αθηναίοι ζήτησαν βοήθεια από τους Σπαρτιάτες και άλλους Έλληνες, με αγγελιαφόρο τον μετέπειτα μαραθωνοδρόμο Φιδιππίδη. Αλλά, αν και δέχτηκαν να βοηθήσουν, δεν έστειλαν έγκαιρα βοήθεια. Επικαλέστηκαν τα Κάρνεια, που γιόρταζαν. Επικαλέστηκαν, δηλαδή, θρησκευτικούς λόγους και οι δύο χιλιάδες άντρες που έστειλαν τελικά έφθασαν στον Μαραθώνα μετά την επική, ιστορική εκείνη μάχη. Ο Πλάτωνας, όμως, υποστηρίζει ότι δίσταζαν να εκπληρώσουν την υπόσχεσή τους γιατί βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση με τους γείτονές τους Μεσσήνιους και τους Είλωτες. Τελικά στο κάλεσμα των Αθηναίων για βοήθεια ανταποκρίθηκαν μόνον οι Πλαταιείς με χίλιους άντρες ετοιμοπόλεμους, που είχαν διακριθεί κατά τη μάχη, στο πλευρό των Αθηναίων.

Όπως ιστορεί ο Ηρόδοτος από την Αλικαρνασσό, που θεωρείται Πατέρας της Ιστορίας, οι δέκα στρατηγοί των Αθηναίων αναδείχθηκαν όχι μόνο γενναίοι αλλά και ικανοί στρατιωτικοί ηγέτες. Και τις αρετές τους αυτές τις απέδειξαν στη μάχη που ακολούθησε. Κατ’ αρχήν επέλεξαν το μέρος όπου θα έδιναν τη μάχη εναντίον του υπέρτερου σε αριθμό εχθρού. Στρατοπέδευσαν στο Ηράκλειο του Μαραθώνα, στις υπώρειες του όρους Αγριελίκι, όπου υπήρχαν πηγές με άφθονο νερό, που μπορούσε να ικανοποιήσει τις ανάγκες των μαχητών. Επίσης από το στρατηγικό αυτό σημείο θα μπορούσαν να ελέγξουν τον ορεινό όγκο προς την Αθήνα και θα μπορούσαν να υποχωρήσουν, αν παρ’ ελπίδα θα καμπτόταν η άμυνά τους. Παρατάχθηκαν 11.000 άντρες,10.000 Αθηναίοι και 1.000 Πλαταιείς. Οι Πέρσες παρέταξαν 44.000 με 55.000 χιλιάδες.

Για την ώρα έναρξης της μάχης, οι γνώμες των δέκα στρατηγών διχάστηκαν. Μερικοί υποστήριζαν ότι έπρεπε να περιμένουν την άφιξη της σπαρτιατικής βοήθειας και μετά να κινηθούν κατά του εχθρού. Τότε φάνηκε η μεγαλοφυΐα του Μιλτιάδη, ο οποίος, με επιχειρήματα λογικά, που μόνο ένας ικανότατος στρατηγικός νους μπορούσε να παρουσιάσει, προσπάθησε να τους πείσει ότι η μάχη έπρεπε να δοθεί χωρίς καθυστέρηση. Ο πρώτος που πείσθηκε από τα επιχειρήματα του Μιλτιάδη ήταν ο πολέμαρχος εκείνης της ημέρας Καλλίμαχος, που παραχώρησε τη θέση του στον Μιλτιάδη κι έτσι όχι μόνο πείσθηκαν και οι άλλοι οκτώ στρατηγοί, αλλά του ανατέθηκε ομόφωνα η αρχιστρατηγία. Και η ενέργειά τους αυτή στάθηκε σωτήρια, όχι μόνο για την Αθήνα, αλλά για ολόκληρη την Ελλάδα και την Ευρώπη γενικότερα.

Τελικά, η έναρξη της ιστορικής μάχης ορίστηκε για το πρωί της επόμενης μέρας, για να καταστεί δυνατός ο αιφνιδιασμός του αντιπάλου. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, τον ιστορικό των Μηδικών Πολέμων, η σύγκρουση έγινε στην ομαλή περιοχή, όπου στήθηκε αργότερα ο Τύμβος. Κάπου εκεί ήταν παραταγμένο το περσικό στρατόπεδο. Σύμφωνα με το σχέδιο του Μιλτιάδη, οι Αθηναίοι έπρεπε να διατρέξουν απόσταση 8 σταδίων -ενάμισι περίπου χιλιόμετρο- προς τις εχθρικές γραμμές. Και τούτο για ν’ αποφευχθούν κατά το μεγαλύτερο δυνατό οι ρίψεις των τόξων που διέθεταν οι πολυπληθέστεροι αντίπαλοι.

Screenshot 2025-09-04 130313.jpg

Ο Ανδριάντας του Στρατηγού Μιλτιάδη.

Ακόμα και στην τακτική που ακολούθησαν οι Έλληνες αναδείχθηκε η στρατηγική τους ικανότητα. Ο Μιλτιάδης παρέταξε τους οπλίτες σε πλάτος ίσο με εκείνο των Περσών. Οι πτέρυγες ήταν ενισχυμένες, ενώ το κέντρο, που αντιστοιχούσε στο ισχυρότερο τμήμα του περσικού στρατού, ήταν σκόπιμα ασθενές, για να γίνουν πιο εύκολα οι υποχωρητικοί ελιγμοί που θ’ ακολουθούσαν, σύμφωνα με το σχέδιο. Στο αριστερό άκρο της παράταξης τάχθηκαν οι Πλαταιείς. Στο δεξί άκρο πήρε τη θέση του ο πολέμαρχος Καλλίμαχος. Το ανίσχυρο κέντρο οδηγούσαν ο Θεμιστοκλής, ο νικητής της Σαλαμίνας, και ο Αριστείδης ο επιλεγόμενος Δίκαιος. Δηλαδή, δύο στρατηγοί που διέθεταν την απαραίτητη για τις κρίσιμες εκείνες περιστάσεις στρατιωτική ικανότητα, προκειμένου να καλύψουν την εύθραυστη αυτή γραμμή, να καθοδηγήσουν στην προγραμματισμένη υποχώρηση και να βρεθεί ο εχθρός κυκλωμένος.

Το ελληνικό κέντρο εξασθένησε, όπως είχε προσχεδιαστεί, αλλά οι δυο πτέρυγες αναπτύχθηκαν και περικύκλωσαν τους εχθρούς. Μέσα στη σύγχυσή τους πολλοί Πέρσες, που δεν γνώριζαν την περιοχή, έπεφταν στο μεγάλο έλος, όπου είχαν βαριές απώλειες. Οι άλλοι, οι πιο πολλοί, έτρεχαν πανικόβλητοι για να σωθούν στα πλοία που ήταν ανεπτυγμένα στην παρακείμενη ακτή του Σχοινιά. Εκεί ακολούθησε μια πολυαίμακτη μάχη σώμα με σώμα. Οι πανικόβλητοι Πέρσες που γλύτωσαν στην πρώτη σύγκρουση, προσπαθούσαν να επιβιβαστούν στα πλοία για να σωθούν, ενώ οι Έλληνες, με τον αέρα της νίκης που τους ανέβασε το ηθικό στα ύψη, ρίχτηκαν ακάθεκτοι εναντίον τους για να τους εμποδίσουν και να κάψουν τα πλοία τους. Η σύγκρουση ήταν τρομακτική. Σ’ αυτήν έπεσαν από τη μεριά των Αθηναίων ο πολέμαρχος Καλλίμαχος, ο στρατηγός Στησίλαος και ο αδελφός του τραγικού ποιητή Ασχύλου, Κυναίγειρος.

Η ηρωική μορφή του Κυναίγειρου παραμένει μέχρι σήμερα στην ιστορία των αιώνων, ως μοναδικό παράδειγμα αυταπάρνησης. Όταν οι πανικόβλητοι Πέρσες έτρεχαν στα καράβια τους, σε μιαν απέλπιδα προσπάθεια να σωθούν, ο Κυναίγειρος άρπαξε με τα στιβαρά του χέρια ένα καράβι και προσπάθησε να το συγκρατήσει για να μην αποπλεύσει και να μπορέσουν έτσι οι συμπολεμιστές του να το καταλάβουν. Τότε ένας Πέρσης τού έκοψε με το σπαθί το χέρι του. Ο Κυναίγειρος, όμως, αψηφώντας τον πόνο για τον τραυματισμό του, έπιασε το εχθρικό πλοίο με το άλλο του χέρι. Και όταν ο Πέρσης τού έκοψε το δεύτερο χέρι, ο Κυναίγειρος γράπωσε με τα δόντια το εχθρικό καράβι και το κρατούσε μέχρι που ο Πέρσης αδίστακτος τού έκοψε το κεφάλι.

Η νικηφόρα μάχη των Ελλήνων κατά των Περσών εισβολέων αναγνωρίζεται σήμερα ως μια από τις πιο ένδοξες στην Ιστορία των αιώνων. Τόσο ο στρατηγικός νους του Μιλτιάδη όσο και η γενναιότητα των Μαραθωνομάχων αποτελούν ακόμη και σήμερα παράδειγμα στρατηγικής ιδιοφυΐας, μαχητικής ικανότητας και γενναιότητας. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, στη μάχη οι Αθηναίοι έχασαν 192 άνδρες και οι Πλαταιείς 11, ενώ οι απώλειες των Περσών ήταν 6.400 νεκροί και 7 βυθισμένα πλοία.

Οι Αθηναίοι έθαψαν τους νεκρούς τους στον Μαραθώνα, όπου ανήγειραν μνημείο από λευκή πέτρα και χαράχτηκε σ’ αυτό το ακόλουθο επίγραμμα του σπουδαίου λυρικού ποιητή Σιμωνίδη του Κείου:

«Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι,

χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν».

Μετά την ήττα τους στον Μαραθώνα, Δάτης και Αρταφέρνης οδήγησαν τον στόλο τους με τ’ απομεινάρια του στρατού τους προς την Αθήνα. Ήλπιζαν ότι θα έβρισκαν την πόλη αφρούρητη και θα την κατελάμβαναν. Ο Μιλτιάδης, όμως, πρόλαβε να οδηγήσει έγκαιρα τον στρατό του στην πόλη και έτσι οι Πέρσες αναγκάστηκαν να γυρίσουν ηττημένοι στην Ασία.