Με το πιο κάτω ποίημα του Μπέρλοχτ Μπρεχτ, αρχίζει το νέο βιβλίο «Όταν δεν σωπαίνουν οι ποιητές», του γνωστού συγγραφέα Λουκά Κακουλλή. Ο Όμηρος δεν είχε σπίτι κι ο Δάντης αναγκάστηκε να το παρατήσει, ο Λι-Πο και ο Του-Φου παράδερναν μέσα σ’ εμφύλιους πολέμους που έφαγαν τριάντα εκατομμύρια ανθρώπους Με δίκες απειλούσαν τον Ευριπίδη και του Σαίξπηρ έφραζαν το στόμα σαν ψυχομαχούσε. Τον Φρανσουά Βιγιόν δεν επισκέπτονταν μονάχα η μούσα, μα και η αστυνομία. Ο Λουκρήτιος που τον έλεγαν «Ο αγαπημένος» πήγε στην εξορία. Έτσι κι ο Χάινε. Έτσι κατέφυγε κι ο Μπρεχτ κάτω απ’ των Δανών την αχυρένια στέγη. Μια επίπονη εργασία από την εμπειρία της παγκόσμιας διανόησης, πάνω στην πνευματική αντίσταση λογοτεχνών, δημοσιογράφων και φωτισμένων ηγετών, εναντίον της καταπίεσης και της διαφθοράς, είναι το βιβλίο του Λούκα Κακουλλή - «καρπός μακρόχρονης έρευνας», όπως αναφέρει ο ίδιος, στον πρόλογο. Το βιβλίο αφιερώνεται «στη μνήμη του Σταύρου Αγγελίδη, μια εικοσαετία από τον θάνατό του. Σε όσους υπέφεραν ή υποφέρουν από τους ποικιλόμορφους σκοταδιστές. Και σ’ αυτούς που φλέγονται να μάθουν μακριά από μύθους». Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, ο συγγραφέας (τηλ. 99741557) αναφέρεται στο έργο τολμηρών και ταλαντούχων διανοητών όλων των εποχών, «που ως οι κατ’ εξοχήν εραστές της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεν μπορούν να παραμένουν σιωπηλοί και αμέτοχοι σε όσα τραγικά και απάνθρωπα συντελούνται γύρω τους», όπως επισημαίνει ο φιλόλογος-συγγραφέας Δρ Κώστας Κατσώνης, που χαρακτηρίζει το βιβλίο, «μια ευτυχισμένη στιγμή στη συγγραφική πορεία» του Κακουλλή.
Σε αυτό «παρελαύνουν» ονόματα όπως του Όσιπ Μάντελσταμ, Πούσκιν, Λέρμοντοφ, Τολστόι, Μαχάτμα Γκάντι, Ρόκε Ντάλτον, Ναζίμ Χικμέτ, Ρήγα Φεραίου, Ανδρέα Κάλβου, Γιάννη Ρίτσου, αλλά και των Κυπρίων Τεύκρου Ανθία, Κώστα Μόντη, Παύλου Λιασίδη, Νεσιέ Γιασίν, Παντελή Μηχανικού, Αδάμ Αδάμαντος και άλλων πολλών. Το δεύτερο μέρος του βιβλίου αφιερώνεται σε άρθρα του Σταύρου Αγγελίδη, του «δάσκαλου της κυπριακής δημοσιογραφίας», όπως έγραψε ο Κακουλλής. Αντί προλόγου, παρέθεσε το δίστιχο του Μπρεχτ, «Μα δεν θα λένε “ήτανε σκοτεινοί οι καιροί”...θα λένε, “Γιατί σωπαίναν οι ποιητές τους;”». Στίχοι του Μπέρτολτ Μπρεχτ που δίνουν την απάντηση για τις αναρίθμητες τραγωδίες του χτες και του σήμερα σε όλο τον κόσμο. Γιατί προτίμησαν τη σιγή και το βόλεμα τόσοι και τόσοι ποιητές, συγγραφείς, δημοσιογράφοι, καθηγητές, άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, όταν όφειλαν να μιλήσουν, να διαμαρτυρηθούν, να αντισταθούν.
Στίχοι που επισημαίνουν εμφαντικά πως αν υπάρχει ελπίδα, βρίσκεται στην εντιμότητα, την παρρησία, την αυτοθυσία...στην καταπολέμηση της απάτης, της υποκρισίας, του σκότους, οποιοδήποτε κι αν είναι το τίμημα! Ευτυχώς δεν σώπαιναν όλοι στους δύσκολους καιρούς. Υπήρξαν και οι ωραίοι, οι φωτισμένοι και γενναίοι που δεν προσκύνησαν τους τυράννους, δεν κάθησαν στο ίδιο τραπέζι με στρατηγούς, κομματάρχες, γκάγκστερς, τραπεζίτες...αλλά αντιστάθηκαν και αντιστέκονται σε όλους αυτούς και σε άλλους πολλούς. Με την πένα, το πενάκι, το πινέλο, τη φωτογραφική μηχανή...Θέτοντας αυτά τα λίγα, αλλά πανίσχυρα και συχνά απαγορευμένα μέσα στην υπηρεσία της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της ειρήνης. Θέτοντας πρωτίστως, στην υπηρεσία του ανθρώπου, την καρδιά και τη συνείδησή τους».