Εξ Αφορμής

Να τα εκατοστήσεις, Γιώργο Μάρκου

Συναντηθήκαμε εκεί που συναντιούνται όλες οι γενιές - στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Ο Γιώργος Μάρκου είχε γενέθλια αυτή τη μέρα, ανήμερα των Χριστουγέννων. Έκλεισε τα 91, παρακαλώ! Μετά το φαγητό, κάθισα δίπλα του στον καναπέ, την ώρα που φυλλομετρούσε το άλμπουμ με τις παιδικές φωτογραφίες της Χαράς. Κοίταξα γύρω μου στο γιορταστικό σαλόνι. Ηλικιακά πιο κοντά στον Γιώργο, ο παππούς Άριστος, που είναι 87. Πιο μακριά, η εγγονή του η Νεφέλη, που είναι 16. Όλοι εμείς οι άλλοι, κάπου στο ανάμεσα.
Χαμογελαστός και δυνατός, ο Γιώργος Μάρκου μού μίλησε για τη στερημένη παιδική του ηλικία, στην Αφάνεια της Μεσαορίας. Για τη φοίτησή του στο English School, από το 1939 μέχρι το 1945, την πρώτη χρονιά που λειτούργησε για πρώτη φορά, η εβδόμη τάξη. «Από τους 17 συμμαθητές μου της εβδόμης, μείναμε σήμερα 4», μου είπε, πάντα χαμογελώντας - και σημειώνοντας ότι οι γονείς και οι στενοί συγγενείς του, πρώτου βαθμού, έφυγαν λίγο πριν, ή λίγο μετά τα εκατό!
Ο Γιώργος Μάρκου, που υπήρξε ο πρώτος ειδικευμένος δάσκαλος κωφών στην Κύπρο, ιδρυτής και πρώτος διευθυντής της Σχολής Κωφών παιδιών, στη Λευκωσία, το μακρινό 1953, πριν ακόμα κλείσει τα 30 του, μου μίλησε για το έργο της ζωής του, όταν γύριζε τα χωριά της Κύπρου για να εντοπίσει τα κωφά παιδιά και να τους δώσει την ευκαιρία να μάθουν να επικοινωνούν, μέσα από ειδική εκπαίδευση.
Όταν αργότερα πήγα στο σπίτι, αναζήτησα στο διαδίκτυο την ιστορία της Σχολής και διάβασα αυτήν που περίγραψε «την πιο έντονη και πιο ευχάριστη ανάμνησή του». Είπε τα εξής: «Ένα ζεστό παιδικό χεράκι έσφιξε το δικό μου χέρι, καθώς ακουμπούσα στον τοίχο του σχολείου, απορροφημένος σε σκέψεις. Ήρθε πίσω μου χωρίς να το αντιληφθώ, τρύπωσε το κεφαλάκι του κάτω από τη μασχάλη μου και άρχισε να μου σφίγγει δειλά το χέρι. Ήταν η πρώτη μέρα που άνοιγε η Σχολή Κωφαλάλων, Σάββατο, 31 Οκτωβρίου 1953. Αυτή τη στιγμή, ερχόταν η νύχτα και τα κλάματα και τα ουρλιαχτά των παιδιών είχαν καταλαγιάσει. Εξουθενωμένος, ακούμπησα στον στύλο της βεράντας και κοίταζα τον δίσκο του ήλιου που χανόταν πίσω από τα καμπαναριά, τους μιναρέδες και τα ενετικά τείχη της Λευκωσίας. Τα παιδιά ελαφροκουνιόντουσαν στη μικρή αυλή σαν τρομοκρατημένο κοπάδι, έτοιμο να σκορπιστεί με πανικό.
»Περίμεναν τη νύχτα, σαν το αποκορύφωμα της διαδικασίας της πρώτης ημέρας. Και τώρα ήρθε αυτό το ζεστό χεράκι, να μου πει πως με εμπιστευόταν. Μου φάνηκε πως το χέρι αυτό δεν ήταν ανθρώπινο. Κοιταχτήκαμε για μια στιγμή και μείναμε έτσι ακίνητοι στην ίδια θέση, ώσπου χάθηκε ο ήλιος. Το “κοπάδι” είχε τώρα μαζευτεί γύρω μου».
Χρόνια πολλά, να τα εκατοστήσεις, Γιώργο Μάρκου.