Εξ Αφορμής

Δύο-τρεις δουλειές, ένα μεροκάματο

Πριν φύγει ο Δεκέμβρης και το 2015, θέλω να επανέλθω στην εκδήλωση της 17ης τρέχοντος, του Γραφείου της Επιτρόπου Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και της Κίνησης για Ισότητα, Στήριξη, Αντιρατσισμό, στο Σπίτι της Συνεργασίας στη Λευκωσία, γιατί στο σχετικό άρθρο που δημοσίευσα εδώ, δύο μέρες αργότερα, υπήρξε μόνο μια σύντομη αναφορά στο σοβαρό πρόβλημα της εκμετάλλευσης των οικιακών εργαζομένων, στην Κύπρο. Υπενθυμίζω ότι θέμα της εκδήλωσης ήταν τα δικαιώματα των μεταναστριών και περιελάμβανε προβολή της βραβευμένης ταινίας μικρού μήκους «Άννα», του Σπύρου Χαραλάμπους.


Ακολούθησε συζήτηση, με παρουσία της πρωταγωνίστριας Έιμι Λυσάνδρου, από τις Φιλιππίνες, μητέρας τριών ενήλικων παιδιών, που είναι παντρεμένη στην Κύπρο για 30 χρόνια. Η Έιμι παίζει στην ταινία τον ρόλο της Μαίρης, μιας 30χρονης Φιλιππινέζας, που δουλεύει σε ένα χωριό στην Κύπρο, ως φροντίστρια του 85χρονου Μιχάλη, ασθενούς με Αλτσχάιμερ, αλλά και ως εργάτρια στα χωράφια της οικογένειας.


Να αναφέρω ότι η Έιμι μού είπε, μετά το τέλος της εκδήλωσης, ότι δεν μπορεί να παρακολουθήσει την ταινία όπου η ίδια πρωταγωνιστεί, γιατί της θυμίζει με οδυνηρό τρόπο τη θυματοποίηση που υφίστανται στην Κύπρο οι συμπατριώτισσές της, Φιλιππινέζες οικιακές εργαζόμενες, «αφού υποχρεώνονται από τους εργοδότες τους να κάνουν δύο και τρεις δουλειές, για ένα μεροκάματο».
Υπενθυμίζω ότι στη συζήτηση η Πρόεδρος της ΚΙΣΑ, Ανθούλα Παπαδοπούλου, τόνισε ότι «οι μετανάστριες παίρνουν ψίχουλα, εργαζόμενες σκληρά για 18 ώρες και παραμένουν κρυμμένες και αόρατες».
Ενώ η λειτουργός του Γραφείου της Επιτρόπου Διοικήσεως, Θέκλα Δημητριάδου, τόνισε στη δική της τοποθέτηση ότι το Γραφείο «έχει καταγράψει για πρώτη φορά την αποτυχία των κυπριακών Αρχών να επισημάνουν και να αναγνωρίσουν τις πρακτικές της εργοδότησης οικιακών εργαζομένων, που ουσιαστικά συνιστούν εμπορία, με σκοπό την εργασιακή εκμετάλλευση (trafficking for labor exploitation purposes).


Με άλλα λόγια, αποκαλύφθηκε ότι οι κρατικοί υπάλληλοι «της πρώτης γραμμής», στην Αστυνομία, στο Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων και στο Τμήμα Μετανάστευσης, που βρίσκονται συχνά σε επαφή με οικιακούς εργαζόμενους, δεν δείχνουν να λαμβάνουν υπόψη τις ενδείξεις του εργασιακού trafficking, γεγονός που εγείρει ερωτήματα ως προς την ικανότητα και τη θέλησή τους να διακρίνουν τα πιθανά θύματα και να κάνουν τις απαραίτητες αναφορές».
Η Θέκλα Δημητριάδου πρόσθεσε εμφαντικά ότι «δεν υπήρξε ουσιαστική προσπάθεια μέχρι τώρα, για ουσιαστική αναθεώρηση της μεταναστευτικής πολιτικής σε σχέση με τους οικιακούς εργαζόμενους, στη βάση των συστάσεων του Γραφείου της Επιτρόπου Διοικήσεως, για ελαχιστοποίηση του κινδύνου εκμετάλλευσης και για προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μιας ιδιαίτερα ευάλωτης ομάδας εργαζομένων».
Κατέληξε λέγοντας ότι οι προσπάθειες του Γραφείου της Επιτρόπου, για να επέλθουν αλλαγές σε νομοθετικό και θεσμικό επίπεδο, συνεχίζονται. «Το ίδιο σημαντική», είπε, «είναι η αλλαγή της νοοτροπίας που επικρατεί στην ευρύτερη κυπριακή κοινωνία, για την εργασία των μεταναστριών και την εκμετάλλευση που υφίστανται, η οποία θεωρείται “φυσιολογική” και απαραίτητη. Οι ρίζες αυτής της νοοτροπίας, που έχουν να κάνουν με άγνοια, προκατάληψη, ρατσισμό και υποτίμηση, συνδέονται επίσης με το trafficking, με σοβαρές και επικίνδυνες επιπτώσεις για τα θύματα».