Έχουν παρέλθει δεκαπέντε ημέρες από την αλλαγή που επέφεραν στη διακυβέρνηση της Ελλάδας οι πρόσφατες βουλευτικές εκλογές, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν, ως γνωστόν, με βασικό σημείο αναφοράς την οικονομική πολιτική της χώρας. Αυτές οι δεκαπέντε ημέρες, σαφώς και δεν μπορούν ν' αποτελέσουν ασφαλές δείγμα για να κριθεί η νέα ελληνική Κυβέρνηση ως προς το κατά πόσον κινείται στο πλαίσιο των προεκλογικών εξαγγελιών της ή κάνει αυτό που τ’ αδέρφια μας Ελλαδίτες συνηθίζουν να αποκαλούν «κωλοτούμπα».
Δική μας διαπίστωση είναι πως, σε μεγάλο βαθμό, τουλάχιστον φρασεολογικά, τόσο ο Πρωθυπουργός όσο και ο Υπουργός Οικονομικών εξακολουθούν να διακηρύττουν αυτά που προ των εκλογών υπόσχονταν, ίσως τώρα -και πολύ λογικά- σε μια πιο ήπια ένταση και με διατυπώσεις πολύ πιο... μετρημένες. Αλέξης Τσίπρας και Γιάννης Βαρουφάκης είχαν τις τελευταίες ημέρες επαφές υψηλού επιπέδου με τους Ευρωπαίους εταίρους, σε μια προσπάθεια να εξηγήσουν και να πείσουν για την ορθότητα των θέσεων της νέας ελληνικής Κυβέρνησης. Η αίσθηση που αποκομίσαμε, μέσα από τα όσα δημόσια δηλώθηκαν, είναι πως μάλλον δεν βρήκαν στον βαθμό που θα ήθελαν την ανταπόκριση την οποία επιδίωκαν. Ενδεικτικά είναι τα τελεσίγραφα και οι προειδοποιήσεις που από διάφορες κατευθύνσεις στέλλονται προς την Αθήνα, ενόψει και του έκτακτου Γιούρογκρουπ που συνεκλήθη για τις 11 του μήνα, αποκλειστικά για την Ελλάδα. Μια συνεδρία που θα καταδείξει σε πολύ μεγάλο βαθμό προς τα πού κινούνται τα πράγματα και κατά πόσον η Ευρώπη είναι έτοιμη να βάλει έστω και λίγο νερό στο κρασί της, προκειμένου να μην ανατιναχθούν εντελώς οι όποιες γέφυρες επικοινωνίας, επί των οποίων αναζητούνται ή θ’ αναζητηθούν χρυσές τομές στην πορεία.
Μολονότι, λοιπόν, δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε πως η εξέλιξη των διαπραγματεύσεων Ελλάδας και Ευρωπαίων εταίρων επηρεάζει ή μπορεί να επηρεάσει και τη δική μας υπόθεση -δηλαδή το πώς η Κύπρος συνεχίζει την υλοποίηση του Μνημονίου- είναι όλα αυτά που συμβαίνουν μ’ επίκεντρο την Ελλάδα, η καταλληλότερη ευκαιρία για το σύνολο της πολιτικής ηγεσίας στη Λευκωσία να επανακαθορίσει θέσεις και προσεγγίσεις.
Γιατί, είτε θα επιβεβαιωθεί η ορθότητα της σχολής σκέψης που λέει πως η μόνη συνταγή για έξοδο από το Μνημόνιο είναι η πιστή εφαρμογή του, είτε αυτή που προβάλλει τη δυναμική διεκδικητική πολιτική έναντι των δανειστών μας, ως απαραίτητο συστατικό της οικονομικής πολιτικής μας.