Εξ Αφορμής

Χωρίς τις δοκιμασίες, το κενό

Μετά από προσπάθειες αρκετών ημερών, κατάφερα να βρω τον αριθμό του σταθερού τηλεφώνου του γιατρού Ζαχαρία Κώστα στη βρετανική πρωτεύουσα, πολύ γνωστού και αγαπητού στην κυπριακή παροικία του Λονδίνου - όπως ίσως θυμούνται κάποιοι από εσάς, ήταν το κεντρικό πρόσωπο του άρθρου μου την περασμένη Παρασκευή (22 Ιανουαρίου 2016), μέρα των γενεθλίων μου, όπως και της φωτογραφίας που βγάλαμε μαζί τον Ιανουάριο 2009 στην ξώπορτα του σπιτιού του, ενώ ήταν έτοιμος ν’ αναχωρήσει για το ιατρείο του, ακουμπώντας σε ειδικό υποστήριγμα.


Ήδη από το 2001, μετά από μια εγχείρηση στένωσης σπονδύλου, δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του, ούτε να οδηγήσει αυτοκίνητο και για τις μετακινήσεις του εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τη βοήθεια της συζύγου του Στασούλας (το γένος Χαμπή Μηχανικού από την Άχνα). Συνέχιζε όμως να εργάζεται, «όχι για τα χρήματα, αλλά για να ζει τη χαρά να προσφέρει στους άλλους», όπως μου είχε πει.
Μίλησα χθες με την κυρία Στασούλα, που με πληροφόρησε ότι εδώ και τριάμισι χρόνια ο γιατρός, που είναι σήμερα 90 χρονών, δεν μπορεί πια να εργαστεί, είναι κατάκοιτος και οι μοναδικές μετακινήσεις του, σε αναπηρικό τροχοκάθισμα, είναι από το δωμάτιό του στην κουζίνα του σπιτιού. Ήταν αδύνατο να μιλήσω με τον ίδιο, αφού δεν μπορεί να επικοινωνήσει τηλεφωνικά, λόγω προβλήματος με την ακοή του.
Σκέφτομαι με πόνο τη φοβερή σκλαβιά της σωματικής καθήλωσης που βιώνει αυτός ο ελεύθερος άνθρωπος, με το μυαλό το πάντα πεινασμένο για πνευματική τροφή... και ξαναγυρνώ στη μέρα που τον γνώρισα...«Όταν μπήκα για τη συνέντευξη στο σπίτι του», όπως έγραψα στο ρεπορτάζ, «ήμουν συννεφιασμένος και βαρύθυμος, σε μια κατάσταση προφανούς αντίθεσης με αυτό το ηλιόλουστο απομεσήμερο του βόρειου Λονδίνου. Όταν βγήκα από το σπίτι τρεις ώρες αργότερα, χαμογελούσα άθελά μου κι ένιωθα ανάλαφρος σαν μικρό παιδί, παρά το ότι ο καιρός, στο μεταξύ, το γύρισε σε ψοφόκρυο και είχε σκοτεινιάσει.


Η γνωριμία με αυτό τον 83χρονο έφηβο διανοητή, από την κατεχόμενη Κοντέα Μεσαορίας, που συνεχίζει με σπάνια πνευματική διαύγεια να σπουδάζει και να εργάζεται, να μελετά και να προσφέρει στους ασθενείς του, μοιάζει χωρίς υπερβολή με έμπνευση και καλοτυχία - τόσο που αποχαιρετώντας τον, είχα μια μόνο επιθυμία, πότε θα τον ξαναδώ».
Δεν τον ξαναείδα από τότε, αλλά δεν τον ξέχασα ποτέ. Ούτε αυτά που μου είπε: «Σήμερα και μετά από τόσα πολλά χρόνια στο Λονδίνο, θα μπορούσα ως γιατρός να είμαι εκατομμυριούχος, αλλά η οικογένειά μου απλώς επιβιώνει, γιατί η ιατρική για μένα είναι αποστολή και όχι μπίζνες - η μόνη περιουσία μου είναι αυτό το δωμάτιο στο σπίτι μου, το γεμάτο με τα αγαπημένα μου βιβλία και με τη συντροφιά των φίλων μου συγγραφέων. Η ζωή μου ήταν ένα μαρτύριο, αλλά δεν το μετανιώνω. Αν αφαιρούσες τις δοκιμασίες, θα ήμουν ένας κενός άνθρωπος και δεν θα είχε νόημα η ζωή».