Εξ Αφορμής

Το σύστημα αντέδρασε πολύ αργά

Τη δέσμευση του Υπουργείου Εργασίας για αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου του 2002 για ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών στην απασχόληση μετέφερε προχθές (28.1.2016) η Υπουργός Ζέτα Αιμιλιανίδου, στην ημερίδα για την καταπολέμηση της σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία στη Δημόσια Υπηρεσία, που οργάνωσε το Γραφείο της Επιτρόπου Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Είναι θετικό ότι δεν περιλαμβάνονται βαρύγδουπες υποσχέσεις και μεγάλα λόγια στην τοποθέτηση της κυρίας Αιμιλιανίδου - μάλιστα, απερίφραστα, αναγνωρίζει «τα κενά και τις αδυναμίες που υπάρχουν» στην αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού, της ψυχολογικής κακομεταχείρισης γυναικών και της ανεπιθύμητης «ερωτικής» πολιορκίας τους από άντρες συναδέλφους και ιδιαίτερα από προϊσταμένους τους («ερωτικής» σε εισαγωγικά, γιατί το θέμα αφορά την επιβολή και όχι τον έρωτα).
Να σας θυμίσω μια τουλάχιστον περίπτωση, που το σύστημα αντέδρασε σωστά, υπερασπίστηκε το θύμα και δίωξε τον θύτη, αλλά δεν κατάφερε να ξεπεράσει τα κενά και τις αδυναμίες του. Αναφέρομαι στην απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, στις 7 Αυγούστου 2014, που δικαίωσε νεαρή νοσηλεύτρια κρατικού νοσοκομείου, παντρεμένη και μητέρα τριών παιδιών, θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης από τον προϊστάμενό της, στον χώρο εργασίας της. Όμως αυτή η δικαίωση ήρθε δέκα ολόκληρα χρόνια μετά την καταγγελία της και αφού ο δράστης είχε στο μεταξύ πεθάνει!
Αυτή είναι η πρώτη υπόθεση σεξουαλικής παρενόχλησης που εκδικάστηκε στην Κύπρο με βάση τον νόμο του 2002 και αποκάλυψε ότι, ακόμα και δέκα χρόνια μετά, ο δημόσιος τομέας δεν έχει κώδικα πρόληψης και αντιμετώπισης φαινομένων σεξουαλικής παρενόχλησης, κυρίως από προϊσταμένους που εκμεταλλεύονται τη θέση εξουσίας τους, για να ασκήσουν σεξουαλική βία σε γυναίκες υφιστάμενές τους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην απόφασή του, το Δικαστήριο δήλωσε ρητά, ότι θεωρεί «συνυπεύθυνο» το κράτος με τον καταγγελλόμενο, για τις πράξεις του τελευταίου σε σχέση με τη σεξουαλική παρενόχληση που ασκούσε σε βάρος της παραπονούμενης.
Η υπόθεση αυτή αποκάλυψε όχι μόνο την ανικανότητα του κράτους, αλλά και την πλήρη αδιαφορία και απαράδεκτη άγνοια κρατικών αξιωματούχων να προστατεύσουν τις γυναίκες θύματα σεξουαλικής βίας στον χώρο εργασίας τους. Έφερε ακόμα στην επιφάνεια τις καταστροφικές συνέπειες αυτής της σεξουαλικής βίας ανθρώπων με εξουσία, σε βάρος των θυμάτων τους, των οικογενειών τους, των συναδέλφων τους, αλλά και το δίκτυο διαφθοράς που οι θύτες δημιουργούν γύρω τους, καταδιώκοντας αμείλικτα τις γυναίκες που καταγγέλλουν τη συμπεριφορά τους και έχοντας κάλυψη από ευνοούμενους στον εργασιακό περίγυρο.
Αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στη δικαστική απόφαση: «Η αιτήτρια σημείωσε ότι από την πρώτη μέρα που έγινε η καταγγελία εκ μέρους της, μέχρι και την ημέρα της διαθεσιμότητας (του προϊσταμένου της), ήταν αναγκασμένη να βρίσκεται στον ίδιο χώρο με αυτόν και να εργάζεται υπό την επίβλεψή του. Η κακομεταχείριση και η συνεχής απρεπής συμπεριφορά που βίωνε είχαν επηρεάσει την ψυχολογική κατάσταση και διάθεσή της, αλλά και την ψυχική της γαλήνη. Υπέφερε από αϋπνίες και κατάθλιψη, έχασε χάσει κάθε ενδιαφέρον για τη ζωή, στην εργασία αδυνατούσε να συγκεντρωθεί, ένιωθε άβολα, ενώ διακατεχόταν από νευρικότητα και άγχος. Περαιτέρω, λόγω του υπερβολικού άγχους, κλονίστηκε και η υγεία της».