Εξ Αφορμής

Να νιώσουμε προσωπικά υπεύθυνοι…

Το ζήτημα της αίσθησης της προσωπικής ευθύνης ανέδειξε αρχικά, στην τοποθέτησή του στη δημόσια συζήτηση την περασμένη Τετάρτη (17 Φεβρουαρίου 2016), στο Σπίτι της ΕΕ στη Λευκωσία, για την εργασιακή εκμετάλλευση προσώπων στην Κύπρο, κυρίως υπηκόων τρίτων χωρών, ο Επικεφαλής της Αντιπροσωπίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Κύπρο, Γιώργος Μαρκοπουλιώτης.
«Αν δεν αισθανθούμε όλοι προσωπικά υπεύθυνοι, ώστε να διασφαλίσουμε ότι με κανέναν τρόπο δεν στηρίζουμε τέτοιες πρακτικές, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να εξαλείψουμε από την κοινωνία τη μάστιγα της καταναγκαστικής εργασίας», είπε.
Στη συζήτηση που ακολούθησε τις τοποθετήσεις των εισηγητών, η εκπρόσωπος Τύπου του Γραφείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Αλεξάνδρα Ατταλίδου ανέπτυξε την ιδέα αυτή, με την αμεσότητα που τη χαρακτηρίζει:


«Ο Κύπριος έχει μάθει να κατακεραυνώνει διεθνώς τους άλλους ότι δεν σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Κύπρο, αλλά ο ίδιος δεν σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα των άλλων. Αυτή τη στιγμή υπάρχει τεράστιο προσφυγικό πρόβλημα και εμείς, που βιώσαμε την προσφυγιά και τον εκτοπισμό, δεν κάνουμε τίποτε σαν κοινωνία, για να βοηθήσουμε αυτούς τους ανθρώπους. Και μάλιστα, όταν πλησιάσει καμιά βάρκα, αναστατώνεται όλη η κοινωνία, “αμάν, θα έρθουν οι πρόσφυγες στην Κύπρο”... Πότε σταθήκαμε προστάτες ανθρωπίνων δικαιωμάτων; Ποτέ. Πρέπει ν’ αλλάξει η κουλτούρα και ν’ αλλάξουμε επιτέλους και εμείς σαν άνθρωποι. Δεν πιστεύω ότι θα μας αλλάξει κανένας νόμος, αν δεν αλλάξει προσωπικά ο καθένας μέσα του, ώστε ν’ αναγνωρίζει την αδικία, όταν τη συναντά.


»Υπάρχουν πολλοί νόμοι της ΕΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά εκείνο που χωλαίνει στην Κύπρο είναι η εφαρμογή των νόμων. Και αν ο νόμος που αφορά την εργασία των μεταναστών μένει στα χαρτιά, αυτό οφείλεται στα συμβόλαια εργασίας που καθορίζει το κράτος - που είναι προς όφελος της Κυπριακής Δημοκρατίας και όχι προς όφελος των εργαζομένων. Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι η πρώτη που επωφελείται οικονομικά από τις μετανάστριες εργαζόμενες, που έρχονται στην Κύπρο να φροντίζουν τα μικρά παιδιά των εργαζόμενων μητέρων και τους ηλικιωμένους, αφού δεν υπάρχουν κρατικές δομές για να τους βοηθούν και να τους στηρίζουν.
»Η έλλειψη κρατικών υποδομών ανάγκασε τον κυπριακό πληθυσμό να εισαγάγει μαζικά κόσμο από ξένες χώρες, τον οποίο κρατά στο περιθώριο, δεν τον βάζει να κάτσει να φάει στο τραπέζι του, δεν του συμπεριφέρεται σαν κάποιον που ήρθε να τον βοηθήσει. Του συμπεριφέρεται σαν να είναι δεύτερης κατηγορίας άνθρωπος. Από την άλλη, υπάρχει όλη αυτή η γραφειοκρατία...γιατί; Για να εργοδοτούνται κυβερνητικοί υπάλληλοι, να γεμίζουν φακέλους και να τους στοιβάζουν; Φέρνεις μια κοπέλα να εργαστεί. Από την αρχή, έχεις το διαβατήριό της, το πιστοποιητικό, το χαρτί από την Αστυνομία. Κι όμως κάθε χρόνο, πρέπει να πηγαίνεις να στέκεσαι ουρά σε αυτό το κακόφημο κρατικό τμήμα, για να ανανεώσεις από την αρχή όλες τις άδειες... Μπαίνεις εκεί και βλέπεις μια κατάσταση, όπου οι ατζέντηδες έχουν προτεραιότητα και όπου κυριαρχούν οι αγενείς παρατηρήσεις... Αυτά δείχνουν παντελή έλλειψη κουλτούρας ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που δεν μας τιμά σαν πολίτες και σαν κράτος».