Εξ Αφορμής

Όταν η ΔΕΠΥ… τρέπεται εις άτακτον φυγήν

Σε συνέχεια του προηγούμενου άρθρου μου για το προσχέδιο του βιβλίου του εκπαιδευτικού ψυχολόγου Δρα Μιχάλη Παπαδόπουλου με τίτλο «DSM, η αυτοκτονία της ψυχιατρικής», να αναφέρω ότι ο συγγραφέας δεν περιορίζεται στη θεωρητική κριτική στο κυρίαρχο -αμερικανικό - μοντέλο της ψυχιατρικής και της ψυχολογίας. Mε έμφαση σε αυτό που αποκαλεί «επινόηση “νέων ασθενειών” και “διαταραχών”, ιδιαίτερα στον χώρο της ψυχολογίας του παιδιού», αναλύει διεξοδικά και με επιστημονική τεκμηρίωση τα δεδομένα που αφορούν κυρίως την «περιβόητη», όπως τη χαρακτηρίζει, ΔΕΠΥ («Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής με ή χωρίς Υπερκινητικότητα») και περιγράφει τη δική του, προσωπική εμπλοκή, στο ζήτημα.
Γράφει μεταξύ άλλων: «Από την 37χρονη εμπειρία μου ως εκπαιδευτικός ψυχολόγος στο Υπουργείο Παιδείας, κλήθηκα και εξέτασα εκατοντάδες παιδιά, τα οποία διαγνώστηκαν από διάφορους ειδικούς ως “πάσχοντα” από ΔΕΠΥ. Σε πολλές από τις περιπτώσεις που μου παραπέμπονταν, μια αλλαγή σε παραμέτρους που σχετίζονταν με το σχολείο ή την οικογένεια, ανέτρεπε τη διάγνωση, εξαφανίζοντας τα κύρια σημεία της υπερκινητικότητας.


Σε μια περίπτωση, κλήθηκα επανειλημμένα από τον δάσκαλο και τον επιθεωρητή ενός μονοθέσιου αγροτικού σχολείου, να αντιμετωπίσω την περίπτωση ενός αγοριού που δεν μπορούσε να περιοριστεί μέσα στην τάξη, λόγω της υπερκινητικότητάς του, σε σημείο που έβγαινε συχνά έξω από την τάξη και ανέβαινε στα δέντρα της αυλής. Στα αγωνιώδη αιτήματα του δασκάλου, προς εμένα, για βοήθεια, δεν μπορούσα να ανταποκριθώ, καθώς τότε, τη δεκαετία του 1980, για περίπου δέκα χρόνια, ήμουν ο μόνος ψυχολόγος για όλα τα σχολεία της Λεμεσού και της Πάφου.


Τον επόμενο χρόνο πληροφορήθηκα ότι το παιδί δεν είχε πια πρόβλημα προσαρμογής και ότι άλλαξε ο δάσκαλος. Ο δάσκαλος είναι ένας παράγοντας που δεν θεωρείται από το DSM (αμερικανικό διαγνωστικό σύστημα ψυχικών διαταραχών) ότι διαδραματίζει κάποιο ρόλο στη συμπεριφορά των παιδιών.
»Ακόμη μια άλλη περίπτωση, είναι αυτή ενός αγοριού τρίτης τάξης δημοτικού, που διαγνώστηκε από ιδιώτη παιδοψυχίατρο με ΔΕΠΥ και μαθησιακές δυσκολίες, που ανέφερε στους γονείς πως το παιδί μετά δυσκολίας θα μπορούσε να ολοκληρώσει το Γυμνάσιο. Συνέστησε, δε, φαρμακοθεραπεία. Στη συνέχεια κλήθηκα να εξετάσω το παιδί, στο πλαίσιο της δουλειάς μου. Το παιδί ζωγράφισε μια οικογένεια, τοποθετώντας τον πατέρα στο κάτω δεξί μέρος της κόλλας, πολύ μακριά από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας και συνάμα μικροσκοπικό.


Από την ένδειξη που μου υπεδείκνυε το σχέδιο της οικογένειας και την όλη κλινικο-ψυχολογική εξέταση, κατέληξα στο συμπέρασμα πως η πηγή της ανησυχίας και της υπερκινητικότητας του παιδιού, καθώς και οι δυσκολίες στη μάθηση, δεν οφείλονταν στη χημεία του εγκεφάλου, αλλά σε ψυχολογικούς λόγους που σχετίζονταν με την “απουσία” του πατέρα του. Αφού εξήγησα στον πατέρα τις αιτίες του προβλήματος, αυτός συνεργάστηκε, αλλάζοντας τη στάση του.


Τότε η δήθεν ΔΕΠΥ του παιδιού ετράπη εις άτακτον φυγήν και σήμερα το αγόρι είναι απόφοιτος αγγλικού πανεπιστημίου με μεταπτυχιακό δίπλωμα και ξεκίνησε να εργάζεται σε μεγάλη εταιρεία. Αυτές οι δύο περιπτώσεις, που είναι αντιπροσωπευτικές και πολλών άλλων, αποδεικνύουν το αυτονόητο, πως δηλαδή η επίδοση και η συμπεριφορά ενός παιδιού δεν μπορεί να καθορίζεται από έναν παράγοντα, τη βιολογία του, αγνοώντας το σχεσιακό, οικογενειακό, σχολικό και ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο».