Εξ Αφορμής

Η ερώτηση της Μύριας Βασιλειάδου

Πήγα προχθές να συναντήσω τη Μύρια Βασιλειάδου, Συντονίστρια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για Καταπολέμηση της Εμπορίας Προσώπων, που βρίσκεται στη Λευκωσία στο πλαίσιο προώθησης της εφαρμογής τής σχετικής Οδηγίας της Επιτροπής, για να της κάνω ερωτήσεις (αυτή δεν είναι η δουλειά μου;) και άρχισε τη συνέντευξη με μια δική της ερώτηση προς εμένα(!): «Ξέρεις άλλον τομέα σοβαρού εγκλήματος όπου αυτοί που εν γνώσει τους συμμετέχουν στην εκμετάλλευση ανθρώπων, δεν διώκονται ποινικά;». Της απάντησα όχι, δεν ξέρω άλλο ατιμώρητο έγκλημα.
Πρόσθεσε «ότι ρωτά δικαστές, εισαγγελείς και άλλους αξιωματούχους κρατών μελών της Ε.Ε., γιατί δεν διώκεται η σωματεμπορία και δεν παίρνει καμιά ουσιαστική απάντηση, εκτός από το ότι είναι πολύ δύσκολο ν’ αποδειχτεί το έγκλημα αυτό - με αποτέλεσμα να υπάρχει ατιμωρησία του εγκληματία. Δηλαδή δεν πρέπει να κάνουμε νομοθεσία, επειδή είναι δύσκολη η απόδειξη του εγκλήματος;».
(Να σημειώσω στο σημείο αυτό, ότι στην Κύπρο ποινικοποιήθηκε ο πελάτης σωματεμπορίας με τον νέο νόμο που ψήφισε η Βουλή τον Απρίλη 2014, όμως δεν υπήρξε καμιά καταδίκη, μέχρι τώρα).
Η Μύρια Βασιλειάδου ανέπτυξε την ίδια επιχειρηματολογία και χθες (11 Μαρτίου 2016), σε ημερίδα για διευθυντικά στελέχη δημόσιων φορέων στην Κυπριακή Ακαδημία Δημόσιας Διοίκησης, που οργανώθηκε σε συνεργασία με το Γραφείο της Επιτρόπου Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Έδωσε όμως στην παρέμβασή της έναν πιο προσωπικό τόνο, αφηγούμενη τις συνθήκες της πρώτης γνωριμίας της με θύμα σωματεμπορίας στην Κύπρο, που στάθηκε και η αφορμή για ν’ αρχίσει ν’ ασχολείται με το θέμα.


«Πριν από 20 χρόνια, το 1996», είπε, «ήμουν καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας και αυτή ήταν μια 17χρονη φοιτήτρια. Ήταν εξαιρετική τις πρώτες 4-5 εβδομάδες, αφού ερχόταν ανελλιπώς στα μαθήματα και έκανε όλες τις εργασίες... αλλά μετά, άρχισε να μη φαίνεται πολύ καλά, να είναι κουρασμένη, ενώ καθυστερούσε στο μάθημα, ή έφευγε στη μέση του μαθήματος... κι όταν ήρθε η εξεταστική περίοδος στο μέσο του εξαμήνου, μου είπε ότι αποφάσισε να πάει πίσω στη χώρα της. Μετά από πολλή επιμονή μου, μου εκμυστηρεύτηκε ότι -ας το θέσω έτσι- ο Κύπριος εργοδότης της, έδωσε χρήματα στην οικογένειά της, την έφερε στην Κύπρο για να εργάζεται στην “εταιρεία” του, δήθεν ως γραμματέας, χωρίς να πληρώνεται, με τη συμφωνία να πληρώνει αυτός τα δίδακτρά της. Όμως δεν ήξερε η κοπέλα ότι δεν υπήρχε τέτοια εταιρεία και ότι ο άντρας αυτός θα την εξέδιδε στην πορνεία, όπως έκανε συστηματικά με πολλές άλλες κοπέλες, ανάμεσά τους και ανήλικες κάτω των 18.
»Η κοπέλα ήταν θύμα συστηματικού βιασμού και την ανάγκαζε να παίρνει ναρκωτικά. Σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, καταγγείλαμε την υπόθεση στην Αστυνομία, καταφέραμε να τη βοηθήσουμε, αλλά ποτέ δεν αναγνωρίστηκε ως θύμα εμπορίας και ποτέ ο “κύριος” αυτός δεν εμφανίστηκε ενώπιον της Δικαιοσύνης. Επίσης, ποτέ δεν τιμωρήθηκε κανένας από τους βιαστές της, που της έλεγαν να σκάσει, όταν τους εκλιπαρούσε να σταματήσουν. Η κοπέλα ζει στην Κύπρο, έχει παιδάκια και είναι μια χαρά, σήμερα. Καμιά φορά, βέβαια, μου λέει, “αν κάποιος σε βιάσει τόσες πολλές φορές, μπορείς να είσαι ποτέ μια χαρά;”»...