Εξ Αφορμής

Οι πέτρες του Αρχαγγέλου Μιχαήλ

Μια φωτογραφία με τις παλιές και βαριές πέτρες του καμπαναριού της εκκλησίας του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στην Κερύνεια, μου έστειλε, χθες, ηλεκτρονικά, ο Κλεάνθης Ερωτοκρίτου και μου έγραψε τα εξής, σε σημείωμα που τη συνοδεύει:
«Δεν απέμεινε και πολύς δρόμος ακόμα για την πλήρη τουρκοποίηση της κατεχόμενης Κερύνειας. Με το πρόσκομμα της συντήρησης, ξηλώθηκε εδώ και μήνες το καμπαναριό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στην Κερύνεια και έκτοτε τα διασκορπισμένα μέλη του παραμένουν πεταμένα στα πέριξ. Ο καθένας που χρειάζεται πέτρες, μπορεί να προμηθευτεί από τις πέτρες του καμπαναριού. Αναρωτιέται κανείς, ποια στάση θα κρατήσουν αυτοί, που σε ελάχιστο χρονικό διάστημα διόρθωσαν το τέμενος της Δένειας; Τι κάνουν οι κύριοι Αναστασιάδης-Ακιντζί, ο Αρχιεπίσκοπος και ο Μουφτής; Τι θα λένε στα παιδιά μας οι δικοινοτικοί Επίτροποι Παιδείας και τι στην ευχή κάνει η Τεχνική Επιτροπή για την Πολιτιστική Κληρονομιά;».
Ο Κλεάνθης Ερωτοκρίτου, από τον Άγιο Γεώργιο Κερύνειας, ένα μικρό χωριό σε απόσταση πέντε χιλιομέτρων από την πόλη, είναι ο επικεφαλής της οργανωτικής ομάδας που συντονίζει τα τελευταία τρία χρόνια από τις ελεύθερες περιοχές, τις επισκέψεις στην περιοχή του ιστορικού σπηλαίου και του παρεκκλησίου του Αγίου Φανουρίου, στον Άγιο Γεώργιο. Κάλυψα δημοσιογραφικά, τον Αύγουστο 2013, το πρώτο προσκύνημα μετά την εισβολή, στη σπηλιά και στο παρεκκλήσι, από εκατοντάδες πρόσφυγες από τον Άγιο Γεώργιο, αλλά και από τα γύρω χωριά και την Κερύνεια, στην παρουσία και του δημάρχου Κερύνειας Γλαύκου Καριόλου.
Μου είχε μιλήσει μπροστά στο παρεκκλήσι, ο Κλεάνθης, περιστοιχισμένος από τον πατέρα του, Παναή Ερωτοκρίτου, τότε 84 χρονών, και τις αδελφές του Πόπη και Δέσπω:


«Nα γράψεις», μου είπε, «ότι πονεί η ψυχή μας που ερχόμαστε και βλέπουμε όλα αυτά τα όμορφα μέρη σαν επισκέπτες και πρέπει να φύγουμε. Εμείς ήμασταν μικροί το 1974 μεταξύ 12 και 15 χρονών, αλλά θυμόμαστε πολλά πράγματα... αυτές είναι οι ρίζες μας. Εδώ είναι θαμμένη η μητέρα μας και οι παππούδες μας. Η μάμα μας πέθανε στα 46 της, τρεις μήνες πριν από τον πόλεμο. Έγινε ο πόλεμος και μας βρήκε ντυμένους στα μαύρα... Αλλά, το κοιμητήριο του χωριού, οι Τούρκοι το ισοπέδωσαν και έκτισαν πάνω του ξενοδοχείο... δεν σεβάστηκαν τα ιερά και όσιά μας... Εδώ πιο κάτω, στο λιμανάκι του Αγίου Γεωργίου, ήταν το σπίτι μας. Το χάλασαν κι έμεινε μόνο η φοινικιά που φύτεψε ο πατέρας μας, όταν γεννήθηκε ο μεγάλος αδελφός μας. Ο Τουρκοκύπριος που το πήρε, από τα Πολεμίδια, έκτισε στη θέση του εστιατόριο και ξενοδοχειακά διαμερίσματα».../


Έφερα στο μυαλό μου την κουβέντα του Κλεάνθη, κοιτάζοντας τη φωτογραφία με τις πέτρες, που στα μάτια του -και στην καρδιά του- είναι κομμάτια από το σώμα μιας ασώματης ύπαρξης και έχουν το ασήκωτο βάρος του πένθους.