Αναλύσεις

Απαραίτητη η αμυντική ισχύς

Από την εποχή του Θουκυδίδη δεν αμφισβητήθηκε ούτε κατ’ ελάχιστον ότι απαραίτητη παράμετρος μιας αποτελεσματικής στρατηγικής είναι η ισχύς. Οι πολιτικές και διπλωματικές προσπάθειες μπορούν να αποδώσουν, αν στηρίζονται και υποστηρίζονται από την ύπαρξη αμυντικών δυνατοτήτων, που να έχουν την ικανότητα ισχυρού ανταποδοτικού πλήγματος.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, θα πρέπει να δοθούν απαντήσεις στα ερωτήματα των ημερών. Για την απόφαση μείωσης της θητείας των κληρωτών και την ενίσχυση του επαγγελματισμού στις Ένοπλες Δυνάμεις. Προφανώς η μείωση του πράγματι μακρού χρόνου της στρατιωτικής θητείας είναι λίαν επιθυμητή, αφού υλοποιηθούν τα προαπαιτούμενα. Της αναδιοργάνωσης, της προμήθειας νέων και της αναβάθμισης των υφιστάμενων οπλικών συστημάτων, και η πρόσληψη του απαραίτητου επαγγελματικού προσωπικού. Τα προαπαιτούμενα αυτά όμως ουδόλως έχουν κατ’ ελάχιστον υλοποιηθεί.
Τα θέματα είναι εξαιρετικά σοβαρά και συνδέονται με τη συνολική στρατηγική μας. Το ευρύτερο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι αν θα εξακολουθήσει η άμυνα να αποτελεί μια κορυφαία παράμετρο της εθνικής μας στρατηγικής.
Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε προς εαυτούς και αλλήλους ποια είναι η πολιτική μας.
Θα εξακολουθήσουμε να στηρίζουμε την αμυντική προσπάθεια; Αν θα είναι θετική η απάντηση, θα πρέπει να το διακηρύξουμε και να υλοποιούμε έμπρακτα. Διαφορετικά, θα οδηγηθούμε στη λογική της «ανοχύρωτης πολιτείας».
Χρειάζεται λοιπόν άμυνα; Χρειάζεται το δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου; Θα πρέπει να διεξάγονται ασκήσεις των Ενόπλων Δυνάμεων;
Είναι γεγονός ότι ο μεταδιπολικός κόσμος και οι σοβαρές κοινωνικές, οικονομικές και τεχνολογικές αλλαγές έχουν δημιουργήσει καινούργια δεδομένα. Στη διεθνή πολιτική σκηνή, στις κοινωνίες, στη διεθνή οικονομία, στην τεχνολογία και στους γεωπολιτικούς συσχετισμούς δυνάμεων. Και, ως εκ τούτου, η εθνική μας στρατηγική πρέπει να είναι πολυδιάστατη και πολύπλευρη σε σχέση με το παρελθόν.
Είναι επίσης γεγονός ότι η θέση Κύπρου και Ελλάδας ισχυροποιείται. Αυτό καταδεικνύεται, καθώς σε μια περιοχή που σπαράσσεται από συγκρούσεις, οι δύο χώρες αναδεικνύονται πυλώνες σταθερότητας, ασφάλειας και συνεργασίας. Η Κύπρος, παρά τη συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή, ως αποτέλεσμα της μεγαλύτερης πολιτικής και διπλωματικής κίνησης του Ελληνισμού μετά το 1974 που υπήρξε ο ευρωπαϊκός μας προσανατολισμός και η τελική επιτυχής κατάληξη της ευρωπαϊκής μας πορείας, διεκδικεί νέο ρόλο στην περιοχή ως προκεχωρημένη εμπροσθοφυλακή της Ε.Ε. και κατάλληλη βάση για προώθηση των προς τα νοτιανατολικά εξωευρωπαϊκών της συνεργασιών.
Όμως αυταπάτες δεν πρέπει να υπάρχουν. Η διαφύλαξη του ρόλου Ελλάδας και Κύπρου ως πόλων σταθερότητας, ενταγμένων σε ένα περιφερειακό σύστημα ασφάλειας, προϋποθέτει συγκεκριμένο εθνικό σχεδιασμό και πολιτικές και διπλωματικές κινήσεις, που θα λαμβάνουν σοβαρά υπ' όψιν τη συνεχιζόμενη τουρκική απειλή. Στην Κύπρο, 45 χιλιάδες πάνοπλοι Τούρκοι στρατιώτες απειλούν την ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού. Μέχρι την ώρα που θα τερματιστεί η τουρκική κατοχή, αυτή είναι η αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα.
Τελικό, θεμελιώδες, κορυφαίας και κρίσιμης σημασίας συμπέρασμα. Όχι μόνο δεν νοείται η ακύρωση ή επιβράδυνση της εθνικής στρατηγικής της αμυντικής επάρκειας και ετοιμότητας, αλλά θα πρέπει να αναβαθμίζεται και να εκσυγχρονίζεται. Επιβάλλεται ταυτόχρονα η διατήρηση του αξιόμαχου της Εθνικής Φρουράς, κληρωτών, μονίμων στελεχών, εφέδρων και εθνοφυλάκων.
Μια ολοκληρωμένη εθνική στρατιωτική στρατηγική, που θα στηρίζεται στην «αμυντική επάρκεια», στην «ευέλικτη αντίδραση» και στην ικανότητα κάλυψης του «Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας-Κύπρου», σε συνδυασμό με πολυεπίπεδη πολιτική και διπλωματική παρουσία του Ελληνισμού στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, είναι η απάντηση στην πρόκληση της σημερινής συγκυρίας και επιταγή που επιβάλλεται από τη συνεχιζόμενη τουρκική απειλή. Η ύπαρξη των συνομιλιών επιβάλλει άλλωστε την αξιόπιστη αμυντική ικανότητα προς ενίσχυση της διαπραγματευτικής ισχύος.
Είναι, από τα πιο πάνω, ηλίου φαεινότερον ότι συνέχιση από την πλευρά Κύπρου και Ελλάδας μιας πολιτικής μονομερούς μείωσης των δαπανών για την άμυνα, ακύρωσης των κοινών στρατιωτικών ασκήσεων και υποχώρησης γενικότερα της αμυντικής επαγρύπνησης, θα υπονομεύσει τη διαπραγματευτική μας ικανότητα.
Μέσα στις υφιστάμενες συνθήκες επιβάλλεται η πολιτική της αποτροπής και της επαρκούς αμυντικής επαγρύπνησης, να παραμένουν ως κορυφαία παράμετρος της εθνικής στρατηγικής του Ελληνισμού.
Η συνεχής ενίσχυση των αμυντικών δυνατοτήτων Ελλάδας και Κύπρου, συνδεδεμένη με μια οικονομική αναπτυξιακή στρατηγική, με υπέρβαση της σημερινής δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας, είναι απολύτως απαραίτητες πολιτικές για την αποτελεσματική υπεράσπιση των εθνικών δικαίων. Αν αυτό δεν συμβεί, είναι πολύ πιθανό να βρεθούμε μπροστά από δυσάρεστες εκπλήξεις.
Μέχρι την ώρα της διασφάλισης μιας σταθερής ειρήνης σε Ελλάδα και Κύπρο, με κατοχύρωση των εθνικών δικαιωμάτων και συμφερόντων, η στρατηγική της αποτροπής με αξιόπιστη αμυντική ισχύ αποτελεί επιταγή. Κάθε άλλη αντίληψη και πρακτική θα αποδειχθεί εθνική απερισκεψία και συνταγή εθνικού αυτοχειριασμού.
Σημ: Ο Γιαννάκης Ομήρου υπήρξε Υπουργός Άμυνας και Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Άμυνας επί δεκαετίαν
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ Λ. ΟΜΗΡΟΥ
Πρόεδρος Βουλής των Αντιπροσώπων