Εξ Αφορμής

Ο Freddy δεν άνοιξε την πόρτα

Αναζήτησα χθες τον Freddy, τον Eric και τον Kiloulou από το Κογκό, αιτητές ασύλου στη χώρα μας, στο παλιό διαμέρισμα στον πεζόδρομο της οδού Λήδρας, όπου τους συνάντησα για πρώτη φορά πριν από εφτά χρόνια, για ρεπορτάζ και όπου τους ξαναείδα επανειλημμένα, την περίοδο που μεσολάβησε από τότε, παρακολουθώντας την επίμονη προσπάθειά τους ν’ αναγνωριστούν ως πολιτικοί πρόσφυγες στην Κύπρο.


Κτύπησα επανειλημμένα - και μάταια - την πόρτα τους, πάνω από το κινέζικο εστιατόριο, στον στενό διάδρομο με τους μαυρισμένους τοίχους, τους ποτισμένους από τη διαπεραστική μυρωδιά των μπαχαρικών και των τηγανισμένων λαχανικών. Δεν απάντησε κανένας. Ρώτησα τρεις τέσσερεις καταστηματάρχες στο ισόγειο και στα διπλανά κτίρια, αν τους είδαν το τελευταίο διάστημα, αλλά...παρόλο που ζούσαν στη γειτονιά για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, κανένας δεν τους ήξερε, ούτε τους θυμόταν...Σκέφτηκα ότι άνθρωποι σαν τον Freddy, τον Eric και τον Kiloulou, είτε είναι στόχοι, είτε είναι ανύπαρκτοι και αόρατοι...
Έφερα στο μυαλό, την κουβέντα που μου είπαν την τελευταία φορά που τους είδα στο γυμνό διαμέρισμα, με τους δυο ξεχαρβαλωμένους καναπέδες στο καθιστικό και τις τρεις πλαστικές καρέκλες: «Νιώθουμε ξένοι σε αυτήν τη χώρα, γιατί οι άλλοι μας το θυμίζουν συνεχώς... δεν είναι άνετοι μαζί μας, μας κοιτούν λες και είμαστε από άλλον πλανήτη... Έτσι μένουμε κρυμμένοι στο διαμέρισμα, για να μην τραβούμε πάνω μας τα βλέμματα»...
Μια νεαρή Αφρικανή σερβιτόρα στο κινέζικο εστιατόριο με πληροφόρησε, τελικά, ότι ο τελευταίος από την παρέα των Κογκολέζων έφυγε από την πολυκατοικία, πριν από μερικούς μήνες. Μου το επιβεβαίωσαν τηλεφωνικά λίγο αργότερα, ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων που τους γνώριζαν - έχουν απορριφθεί οι αιτήσεις τους για άσυλο και έχουν εγκαταλείψει την Κύπρο, για τη Γαλλία.
Έπρεπε κάποτε να τελειώσει η αβάσταχτη απομόνωσή τους. «Έχουμε πρόβλημα να ενσωματωθούμε στην κυπριακή κοινωνία», μου έλεγαν, «κάνουμε παρέα μόνο με συμπατριώτες μας, μοιραζόμαστε τις αγωνίες μας και αντλούμε θάρρος ο ένας από τον άλλον. Νιώθουμε εναντίον μας έναν υπόγειο ψυχολογικό πόλεμο από τις Αρχές, με στόχο να βαρεθούμε και να σηκωθούμε να φύγουμε από τη χώρα. Μας σπρώχνουν σε μια κατάσταση εξαθλίωσης και κάποιοι μας λένε ανοικτά ότι πρέπει να πάμε πίσω στη χώρα μας».
Είχαν δραπετεύσει από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό, μέσα στον ορυμαγδό του πολέμου και των σφαγών, των επιδημιών και της λιμοκτονίας, για να γλιτώσουν τη ζωή τους από το καθεστώς, που τους κυνηγούσε.
Όμως αυτοί οι σκληροί άντρες, που πέρασαν από τα άθλια κρατητήρια της πατρίδας τους, που είδαν ξεβρασμένα πτώματα σε ποταμούς, χωριά θερισμένα από το έιτς, ομαδικούς βιασμούς κοριτσιών από αποκτηνωμένους στρατιώτες, βίωσαν εδώ στη Λευκωσία την πείνα και τη στέρηση, αλλά και τον φόβο των βλεμμάτων απαξίωσης και των προσβλητικών σχολίων στον δρόμο, για το χρώμα του δέρματός τους.
Ναι, είχαν απελευθερωθεί από την κόλαση, μόνο και μόνο για να ζήσουν φυλακισμένοι σε μιαν άλλη.