Εξ Αφορμής

Ένα άδειο κτήριο στη Βοσνία

Δεν υπάρχει περίπτωση να σκεφτώ τον Ράντοβαν Κάρατζιτς, τον πρώην ηγέτη των Σέρβων της Βοσνίας που καταδικάστηκε προχθές (24 Μαρτίου 2016) σε 40 χρόνια κάθειρξη από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία, για γενοκτονία και άλλα εγκλήματα, στη διάρκεια του εθνικιστικού πολέμου στη Βοσνία το 1992-1995 και να μη σκεφτώ ταυτόχρονα και τον Ντράκισα Βούλετιτς - τον νεαρό σκληροτράχηλο Σέρβο πολεμιστή, που τον φωτογράφισα μαζί με τους γονείς του Λένα και Νίκολα Βούλετιτς, στο στιγμιότυπο αυτό, τη νύχτα της 16ης Σεπτεμβρίου 1992, στο σπίτι τους, στον σερβικό τομέα του Σεράγεβο, πρωτεύουσας της Βοσνίας, ενώ διαρκούσε η άγρια πολιορκία του μουσουλμανικού τομέα της πόλης, από τον σερβικό στρατό.
Τους σκέφτομαι πάντα μαζί, γιατί τη συνέντευξη που μου παραχώρησε ο Κάρατζιτς στις 18 Μαΐου 1993 για το «Περιοδικό» (και που απασχόλησε τη στήλη στο χθεσινό άρθρο), είχε διευθετήσει ο Ντράκισα, μέσω ενός καλού του φίλου, τότε σωματοφύλακα του ηγέτη των Σερβοβοσνίων. Η συνέντευξη αυτή ήταν μια μεγάλη δημοσιογραφική επιτυχία, δεδομένου ότι ο Κάρατζιτς, τότε στον κολοφώνα της δόξας του, δέχτηκε να συνομιλήσει στο αρχηγείο του, στο Πάλε, κοντά στο Σεράγεβο και να απαντήσει στις ερωτήσεις ενός άγνωστου, νεαρού δημοσιογράφου από τη μικρή Κύπρο, την ίδια στιγμή που αρνιόταν επίμονα να μιλήσει σε διάσημους ρεπόρτερ από μεγάλες εφημερίδες και τηλεοπτικά κανάλια της Αμερικής, της Βρετανίας και άλλων δυτικών χωρών.
Έρχεται πάντα με εγκαρδίωση στο μυαλό μου ο Ντράκισα Βούλετιτς, που υπήρξε συνοδός και φίλος μου, στη διάρκεια των τριών δημοσιογραφικών αποστολών μου στον πόλεμο της Βοσνίας το 1992, 1993 και 1994 και που στη συνείδησή μου είχε προσωποποιήσει κατά κάποιον τρόπο, όλους τους Σέρβους, περιλαμβανομένων των ηγετών τους - τους ήθελα φιλότιμους και ψυχικά ισορροπημένους, σαν τον Ντράκισα... Στην πορεία, βέβαια, η επιθυμία μου αποδείχτηκε ένας εξωπραγματικός ευσεβοποθισμός, γιατί αυτοί που επικράτησαν στο τέλος και αμαύρωσαν το όνομα όλων των Σέρβων, ήταν οι δειλοί και άνανδροι δολοφόνοι άμαχων γυναικοπαίδων, οι ψυχροί εκτελεστές της «πλατείας των ακροβολιστών» του Σεράγεβο, οι φασίστες δημαγωγοί που πλούτιζαν από τον πόλεμο και που προπαγάνδιζαν την πατριδοκαπηλεία, βαφτίζοντάς την, πατριωτισμό.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη διαδρομή που κάναμε με το αυτοκίνητο του Ντράκισα, μετά τη συνέντευξη με τον Κάρατζιτς, από το Πάλε, στην Μπιέλινα, μεγάλη πόλη της περιοχής και διοικητικό κέντρο της σερβικής οντότητας της Βοσνίας. Τον ρώτησα πώς νιώθει τον εαυτό του μέσα στις συνθήκες του πολέμου. «Ξέρω πως έχω αλλάξει», μου είπε με ένα ανεπαίσθητο σπάσιμο στη φωνή του κι έναν κόμπο στον λαιμό. «Δεν μπορείς να μείνεις ο ίδιος, ύστερα απ’ αυτήν τη φρίκη. Όμως τώρα είμαι στρατιώτης κι αυτό μόνο έχει σημασία. Νιώθω σαν ένα άδειο κτήριο: Δεν αφήνω να μπουν μέσα μου ούτε αναμνήσεις απ’ τα παλιά, ούτε όνειρα για το αύριο, για να μη με αποσπούν απ’ το καθήκον μου».
Καθώς πλησιάζαμε την πόλη, είδαμε ένα σκούρο περιστέρι στη μέση του δρόμου κι ο Ντράκισα, συνεχίζοντας να μιλά, ελάττωσε ταχύτητα για να μην το κτυπήσει και του έδωσε την ευκαιρία να πετάξει...