Στη βροχή και τη λάσπη του Βούκοβαρ, στην ανατολική Κροατία, ανάμεσα σε Σέρβους στρατιώτες... είναι 21 Νοεμβρίου 1991, δύο μέρες μετά την κατάληψη της πόλης από τον Ομοσπονδιακό Στρατό της πρώην Γιουγκοσλαβίας... «Είναι μια πόλη που δεν είναι πόλη, ένας τόπος γεμάτος θάνατο, σκοτωμένους ανθρώπους, ζώα, κτίρια, όνειρα και ιδέες», έγραφα τότε στο ρεπορτάζ μου στο «Περιοδικό». «Δεκάδες δημοσιογράφοι απ’ όλο τον κόσμο που καλύπτουν τα γεγονότα στην περιοχή, ξεναγηθήκαμε στην κατεστραμμένη πόλη, όπου δεν έμεινε κυριολεκτικά τίποτα όρθιο. Μετά από 86 μέρες πολιορκίας, συνεχών βομβαρδισμών, μαχών από σπίτι σε σπίτι, το Βούκοβαρ κατέρρευσε σε φριχτά ερείπια κι έγινε ο τάφος εκατοντάδων Σέρβων και Κροατών μαχητών, αλλά και αθώων ανυπεράσπιστων πολιτών, γυναικοπαίδων και ηλικιωμένων». Το Βούκοβαρ, που το 1998 πέρασε από τα χέρια των Σέρβων στα χέρια των Κροατών, επέλεξε προχθές (31 Μαρτίου 2016) ως τον πιο κατάλληλο, συμβολικό χώρο ο Πρωθυπουργός της Κροατίας Τίχομιρ Ορέσκοβιτς, για να καταγγείλει αγανακτισμένος την αθώωση του Σέρβου εθνικιστή ηγέτη Βόισλαβ Σέσελι από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία, στις κατηγορίες για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, στους πολέμους της δεκαετίας του 1990 στη διαλυμένη Γιουγκοσλαβία. Η αθώωση του Σέσελι, (σήμερα αρχηγού του Σερβικού Ριζοσπαστικού Κόμματος), ενός από τους παραστρατιωτικούς Σέρβους που έδρασε με δική του ένοπλη οργάνωση στο Βούκοβαρ το 1991 και σε άλλες περιοχές της Κροατίας και της Βοσνίας, ήρθε λίγες μέρες μετά την καταδίκη, από το ίδιο Δικαστήριο, του Σερβοβόσνιου ηγέτη Ράντοβαν Κάρατζιτς, για γενοκτονία και άλλα εγκλήματα στη Βοσνία το 1992-1995. Επιστρέφω στο ρεπορτάζ μου για τη μάχη του Βούκοβαρ: «Όσοι δεν πρόλαβαν να φύγουν, πριν πυκνώσουν οι μάχες και τα διασταυρούμενα πυρά, εγκλωβίστηκαν στα υπόγεια των σπιτιών τους και σε άλλα καταφύγια και υπέφεραν για πολλές βδομάδες το μαρτύριο της πείνας, της στέρησης βασικών αγαθών και τον τρόμο του επερχόμενου θανάτου - ανάμεσα σ’ αυτούς και οι ασθενείς του νοσοκομείου της πόλης, που ήταν και ο τελευταίος χώρος στον έλεγχο των Κροατών, πριν ηττηθούν κι εγκαταλείψουν το Βούκοβαρ». Το χρονογράφημά μου, στο ίδιο τεύχος, περιέγραφε το πιο σουρεαλιστικό γεύμα της ζωής μου, στο ερειπωμένο και μισογκρεμισμένο ξενοδοχείο «Δούναβης» του Βούκοβαρ: «Οι δημοσιογράφοι κοιτάζαμε γύρω σαστισμένοι. Τρεις η ώρα το απόγευμα, μα είχε ήδη σκοτεινιάσει. Το ηλεκτρικό ήταν φυσικά κομμένο. Οι στρατιώτες έφεραν κεριά. Δοκιμάσαμε τη σούπα και ήταν υπέροχη, μια πηχτή και παράξενη σούπα, φτιαγμένη ποιος ξέρει από τι. Θυμήθηκα ότι πεινούσα, ήμουν δυο μέρες νηστικός. Έφαγα και δεύτερο πιάτο. Στην τραπεζαρία αυτού του ξενοδοχείου μέσα στο σκοτάδι. Με τη βροχή να μπαίνει από τις τρύπες της ανατιναγμένης στέγης. Στη μέση μιας πόλης σπαρμένης με πτώματα. Κατέβασα και δεύτερο ποτηράκι ρούμι. Στην υγεία των τυχερών που έζησαν και δεν έγιναν πτώματα κουβαριασμένα στη λάσπη, να κοιτάζουν με άδεια μάτια τον μαύρο ουρανό. Τρεις μήνες καταστροφών και βομβαρδισμών πού τέλειωσαν; Σ’ ένα απίθανο φαγοπότι με σούπα και ρούμι, ανάμεσα στους άθαφτους νεκρούς και τα καπνισμένα χαλάσματα»...