Εξ Αφορμής

Ο σκληρός και βίαιος δρόμος

Έσφιξα στο στήθος μου το σκοτεινό και σκληρό και βίαιο και τρυφερό μυθιστόρημα του Κόρμακ Μακάρθι (Cormac McCarthy) και κατέβηκα από το αυτοκίνητο. «The Road».
Το ξαναδιαβάζω μετά από χρόνια, που το είχα περάσει από μια βιαστική, πυρετική θα έλεγα, ανάγνωση.
Η ιστορία του ανώνυμου πατέρα και του ανώνυμου δεκάχρονου γιου του, που επιζούν μιας ολοκληρωτικής καταστροφής του πλανήτη και περιπλανώνται στο γυμνό τοπίο.
Σε ένα τρομερό μέρος, όπου ο πολιτισμός και κάθε μορφή ζωής εξέλιπε και όπου οι μοναδικοί άνθρωποι που κυκλοφορούν είναι συμμορίες κανιβάλων, οι αλυσοδεμένοι αιχμάλωτοί τους που προορίζονται για τροφή τους και κάποιοι περιπλανώμενοι πρόσφυγες, που ψάχνουν για καταφύγιο.
Ο ήλιος δεν ανατέλλει ποτέ, γιατί τον καλύπτει η στάχτη που σαβανώνει τα πάντα. Δεν υπάρχει ούτε φεγγάρι ούτε αστέρια, μόνο μια παγωμένη σιωπή και η ανάγκη να περπατούν συνεχώς κατά μήκος των ατέλειωτων αυτοκινητόδρομων, προσπερνώντας νεκρές πόλεις.
Τα ρούχα τους έγιναν κουρέλια και ο ύπνος τους είναι ανήσυχος κι εφιαλτικός, αφού κοιμούνται στο ύπαιθρο τυλιγμένοι σε υγρές κουβέρτες, δίπλα από πρόχειρες φωτιές που δεν μπορούν να τους ζεστάνουν. Μπαίνουν σε σπίτια εγκαταλειμμένα για χρόνια πολλά και κάποτε στέκονται τυχεροί και βρίσκουν μερικές παλιές κονσέρβες για να ξεγελάσουν την άγρια πείνα τους.
Κάποτε βρίσκουν κλειδωμένα σε υπόγεια, πτώματα ανθρώπων με τα χέρια και τα πόδια τους φαγωμένα από τους δεσμώτες τους και μια φορά έπεσαν πάνω σε ένα νήπιο αποκεφαλισμένο, που κάποιοι το πέρασαν στη σούβλα και το έψησαν.
«The Road»... Το είχα πρωτοδιαβάσει στο Λονδίνο τον χειμώνα του 2009, την ίδια χρονιά που έγινε ταινία με σκηνοθέτη τον John Hillcoat και πρωταγωνιστές τους Viggo Mortensen και Kodi Smit-McPhee. Διάβασα θυμάμαι τις τελευταίες εφτά σελίδες του, ταξιδεύοντας με τον υπόγειο στα σπλάχνα της μεγάλης πόλης, ένα παγωμένο απόγευμα, Σάββατο θα ήταν ή Κυριακή - από τον σταθμό του South Kensington, πήγα μέχρι το Finsbury Park στη βόρεια πλευρά κι απ’ εκεί προς το Highbury and Islington, απορροφημένος μέσα στη φρίκη της περιπέτειας των δύο φυγάδων.
Σε όλη σχεδόν την εξέλιξη της υπόθεσης ταυτίστηκα με τον πατέρα, που άρχισε να βήχει και να φτύνει αίμα και πέθανε στο τέλος. Κι επειδή δεν μου έβγαινε αυτό το τέλος, κάποια στιγμή έτσι όπως βγήκα από το τρένο και στάθηκα στο πολύβουο πεζοδρόμιο, ένιωσα για λίγο σαν ένα μικρό χαμένο παιδί. Δηλαδή τι σημαίνει να είσαι ορφανός. Και να καλείσαι να τα βγάλεις πέρα μόνος σε έναν κόσμο το ίδιο ακατανόητο, είτε έχεις γύρω σου μια έρημη καμένη γη είτε πλήθη καλοντυμένων και καλοταϊσμένων Λονδρέζων, που έσπευδαν ήδη μεθυσμένοι από πριν, να πάνε να μεθύσουν στις μπιραρίες και τα νυχτομάγαζα.
Τώρα που το ξαναδιαβάζω στη ρουτίνα και την οικειότητα της Λευκωσίας, μέσα στο φως του μεσογειακού Απρίλη, μου είναι πιο κατανοητός και φιλικός ο πατρικός θάνατος, είτε συμβαίνει μέσα στον εφιάλτη του πυρηνικού ολοκαυτώματος είτε συμβαίνει μέσα στο όνειρο της κυπριακής άνοιξης.