Αναλύσεις

Για μία καρφίτσα

Στην τηλεόραση φώτα, στολίδια, όμορφες παρουσιάστριες κονταροχτυπιούνται, σπονδή στη αιώνια νεότητα, να τρέξουμε, λέει, για υαλουρονικό οξύ, για ορό με χαβιάρι, δώρα στην ομορφιά μας, τ’ αξίζουμε μας λένε
Μέρες γιορτινές, ζόρι άγριο να τις περνάς με συντροφιά τις απουσίες, μα τι να κάνεις, το παλεύεις για άλλη μια χρονιά, δεν είσαι και η μόνη. Στους δρόμους κομφούζιο, μποτιλιάρισμα, κορναρίσματα, άνθρωποι αγχωμένοι τρέχουν να προλάβουν, τι; Στα καταστήματα λεφούσια οι επιδρομείς, ούτε ο... αναμενόμενος (ποιος το λέει πως δεν έχει κιόλας αρχίσει;) τρίτος παγκόσμιος.
Αποκαμωμένη φτάνεις στο σπίτι, βγάζεις το παλτό, παγώνεις, μα όχι από το κρύο: «Η καρφίτσα, πού είναι η καρφίτσα;». Η κάμερα της μνήμης σου φέρνει σε φλας-μπακ μέρες γιορτινές στην Αθήνα, πριν οι δεκαετίες σωριάσουν στην καμπούρα σου αγώνες, ατυχίες, πόνο, απώλειες. Βροχερό βραδάκι σαν και τώρα, στην πόρτα σου μια κυρία, ψηλή -καημό που τον έχεις πια μ’ αυτό το μπόι- πανέμορφη, αρχοντική παρουσία, που σε ξαφνιάζει.


Εσύ στα δεκαοχτώ, παιδί άγρια ορφανεμένο, πονεμένο, την κοιτάς απορημένη. «Ίδιος ο πατέρας σου είσαι», ψελλίζει μέσα στα δάκρυά της. «Με λένε Έλενα, είμαι αδελφή του». Σου λέει πόσο χαίρεται που σ’ ανακάλυψε τυχαία, εκείνη από το Κάιρο στην Κέρκυρα, εσύ μεγαλωμένη στην Κύπρο δεν είχες ποτέ γνωρίσει δικό του αδέλφι, να που τώρα συναπαντηθήκατε.


Χαίρεται που σπουδάζεις, κι εκείνη τ’ αγαπούσε τα γράμματα, μα ήταν άλλοι καιροί, δεν τ’ αξιώθηκε και λυπάται που είναι μόνο για λίγες μέρες στην Αθήνα. Αγκαλιές, φιλιά, δάκρυα, ελευθερώνει από το πέτο της μια καρφίτσα, κομψοτέχνημα, αντίγραφο από το Μουσείο του Καΐρου. «Πάρ’ την να με θυμάσαι». Το «Όχι, θεία, δεν κάνει» δεν το δέχεται, παίρνεις την καρφίτσα με χέρι τρεμάμενο.
Σαν να την βλέπεις μπροστά σου, τόσα χρόνια μετά, τα δάκρυά σου ασυγκράτητα: «Έλεος, Θεέ μου, κι αυτό πια; Τη γλίτωσε που τη γλίτωσε από τη διάρρηξη που μου αφάνισε τα πάντα, γιατί να τη χάσω τώρα;». Παιδαριώδες το ερώτημα, αμολιέσαι, περνάς απ’ όπου είχες διαβεί, δρόμο, φούρνο, υπεραγορά, ρωτάς: «Μήπως βρήκατε...». Μπα... Χαμένο κι αυτό το κομμάτι το ανεκτίμητο, όχι για την αξία του, μα για τις μνήμες που κουβαλούσε. Σαν από άμυνα -το ’χεις πάρει το κολάι με όσα σου ’λαχαν- σε... μαλώνεις:


«Έλα, τώρα, εδώ έχασες κι έχασες, γι’ αυτό κλαις;». «Ε ναι, ρε, να πάρει η ευχή και γι’ αυτό. Τόσα χρόνια να τη φυλάω σαν τα μάτια μου, να την χάσω έτσι;». Κλαίγοντας παρκάρεις στη θέση σου μπροστά στην πολυκατοικία, κάνεις να βγεις απ’ το αυτοκίνητο, μες στα λασπόνερα γυαλίζει η καρφίτσα.


Τώρα το κλάμα γίνεται λυγμός, που βγαίνει μ’ ένα «ευχαριστώ» απ’ τα βάθη της ψυχής για όσα ζωντανεύει μ’ ένα άγγιγμα η καρφίτσα, το χαμόγελο, τα δάκρυα, τις ευχές της θείας. Τη σφίγγεις και σαν να σου λέει «Εδώ είμαστε όλοι, κι εγώ και οι μνήμες». Ε, τώρα, χαμογελάς: «Στο κουτί, κοκόνα μου, στο κουτί, δεν ξαναβγαίνεις απ’ εκεί, πάει και τελείωσε. Άλλο ρίσκο δεν παίρνω. Ας μη σε φοράω, φτάνει που σ’ έχω».
Ανεβαίνεις στο σπίτι, στο τζάμι οι σταγόνες λαμπιρίζουν σε μύρια χρώματα. Στην τηλεόραση φώτα, στολίδια, όμορφες παρουσιάστριες κονταροχτυπιούνται, σπονδή στη αιώνια νεότητα, να τρέξουμε, λέει, για υαλουρονικό οξύ, για ορό με χαβιάρι, δώρα στην ομορφιά μας, τ’ αξίζουμε μας λένε.
Χαμογελάς, βοηθά κι ένα φλιτζάνι καυτός καφές ύστερα απ’ τη λαχτάρα που πήρες. Το δικό σου το δώρο, επιστροφή αναμνήσεων και συναισθημάτων με τόκο, είναι ασφαλισμένο στο κουτί. Τι άλλο θέλεις;
ΑΛΕΚΑ ΓΡΑΒΑΡΗ-ΠΡΕΚΑ